Μια ζωή Νύχτες Πρεμιέρας

Μια ζωή Νύχτες Πρεμιέρας

Η μαρινιέρα του διευθυντή του Φεστιβάλ, Ορέστη Ανδρεαδάκη, οι ουρές στη Σταδίου, η λαοθάλασσα της (οδού) Καρύτση, η βροχή και πολλά πολλά ακόμα επαναλαμβανόμενα ή one off στιγμιότυπα είναι αυτά που συνθέτουν το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας εδώ και 17 χρόνια.

Και 17 χρόνια είναι, πράγματι, μια ολόκληρη ζωή, εδώ που τα λέμε. Μια ζωή δική του, μισή δική μου. Θυμάμαι ακόμα την ανακοίνωση του πρώτου Φεστιβάλ. Πήγαινα σχολείο και ενώ λάτρευα το σινεμά δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως μπορεί να υπήρχαν τόσοι πολλοί σινεφίλ στην Αθήνα. Δώσαμε τότε, όλοι μαζί, το πρώτο ραντεβού και έκτοτε κάθε χρόνο συναντιόμαστε στις κινηματογραφικές αίθουσες, αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον οι παλιοί, καλωσορίζουμε τους καινούργιους, συναντιόμαστε με φίλους, κάνουμε καινούργιους φίλους και περιμένουμε τη βροχή.

Γιατί κάθε μα κάθε χρόνο το Φεστιβάλ έχει να θυμάται και μια βροχή. Ίσως όχι τόσο έντονη όσο εκείνη το 2005 όταν το Αττικόν γέμισε νερά a sortie με την ταινία «Το Νησί» του Κιμ Κι Ντουκ που προβαλλόταν στην οθόνη αλλά, σίγουρα, βροχή. Έχει να θυμάται και άλλα πολλά το Φεστιβάλ και ο καθένας μας τα δικά του. Να, ας πούμε, εγώ δε μπορώ να ξεχάσω τις ουρές για την ταινία «12 Πίθηκοι» του Terry Gilliam και το συνωστισμό της Σταδίου που έμοιαζε με πόλεμο δρόμου (αλλά δεν ήμασταν ακόμα συνηθισμένοι) για να εξασφαλίσουν οι θεατές ένα εισιτήριο για το «24 Hour Party People» καμιά δεκαριά χρόνια πριν.

Θα θυμάμαι ΠΑΝΤΑ και θα το έχω ως σημείο αναφοράς το ντοκιμαντέρ «SICK: The Life & Death of Bob Flanagan, Supermasochist» στο οποίο κανένα ευτράπελο δε συνέβη εκτός από τον κόσμο που αποχωρούσε σωρηδόν από την αίθουσα.

Δεν θα ξεχάσω, βέβαια, και την προβολή της ταινίας «Coffee & Cigarettes». Οι White Stripes στην οθόνη, μαζί με το πηνίο του Tesla που όπως έκανε ένα τσαφ ακολούθησε και η οθόνη και έπειτα έσβησε. Η προβολή συνεχίστηκε, με χαλασμένο τον κλιματισμό και τον Απόλλωνα ασφυκτικά γεμάτο κόσμο παρά τις παρακλήσεις του Ορέστη Ανδρεαδάκη να αποχωρήσουν από την αίθουσα όσοι δεν είχαν εισιτήριο, για λόγους ασφαλείας. Δεν έφυγε κανείς. Την επόμενη χρονιά οι θέσεις ήταν αριθμημένες και οι κάτοχοι VIP και δημοσιογραφικών πάσσων έπαψαν να αλωνίζουν από τη μία αίθουσα στην άλλη και όφειλαν να παρακολουθούν τις ταινίες με έναν κάποιο προγραμματισμό. Φτου!

Τουλάχιστον στην εξίσου ασφυκτική προβολή του «Hedwig and the angry inch» από την οποία οι καθαρίστριες του σινεμά πρέπει να μάζεψαν τόνους χαρτομάντιλων μουσκεμένων με δάκρυα, το A/C λειτουργούσε. Και το 1999 θυμάμαι, όμως, όταν ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας μας ταρακούνησε περισσότερο από κάθε ταινία και το Φεστιβάλ ακύρωσε την πρεμιέρα του. Και τον χαμό του χαλασμένου προτζέκτορα που έχασα στην πρεμιέρα του «Volver» που ακόμα γινόταν στο Κολλέγιο Αθηνών και δεν είχα προλάβει να πάω λόγω φόρτου εργασίας αλλά ο πανικός μεταφέρθηκε καρέ καρέ από όσους βρίσκονταν εκεί.

Θυμάμαι και τα χρόνια που η Καρύτση ήταν, απλώς, μια πλατεία πίσω από την εκκλησία και το άτυπο ραντεβού μας δινόταν στο Toy. Ούτε κινητά δεν είχαμε οι πιο πολλοί αλλά ξέραμε πως εκεί θα βρεθούμε ανάμεσα στις προβολές και μετά τους τίτλους τέλους της τελευταίας ταινίας. Και, κάπως έτσι, συνηθισμένοι στα άτυπα ραντεβού μας, συναντιόμαστε και τώρα, μέσα στις αίθουσες και στα party που, πλέον, διοργανώνει το Φεστιβάλ στα bar, εκεί κοντά. Χωρίς κινητά. Το ραντεβού είναι, άλλωστε, προκαθορισμένο. Και βρισκόμαστε με εκείνους που, όπως κι εμείς, κάνουν ένα διάλειμμα από την καθημερινότητά τους και της βγάζουν γλώσσα, με τη βοήθεια του σινεμά και των φίλων και την ξεχνάμε για λίγο τη λέξη που δεν ήθελε να πει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ στην έναρξή του. (Ποια άλλη; «κρίση», φυσικά).

Καλές προβολές, έως την ενηλικίωση (και ακόμα παραπέρα).

Η φωτογραφία του άρθρου είναι από την ταινία Drive που, μέχρι στιγμής, είναι η αγαπημένη του Φεστιβάλ.