Έγινα... τουρίστας για 24 ώρες στην πόλη μου, την Αθήνα

Έγινα... τουρίστας για 24 ώρες στην πόλη μου, την Αθήνα

Τελικά είναι η πιο όμορφη και fun πρωτεύουσα της Ευρώπης

Σάββατο πρωί ξύπνησα κάπου στα βόρεια προάστια με το ήλιο να με τυφλώνει και αμέσως- αμέσως να μου φτιάχνει τη διάθεση. Είναι αυτός ο ήλιος της Ελλάδας που ακόμα και στην καρδιά του Ιανουαρίου, που αλλού ακούς για παγωνιά και βροχές, αυτός ο τόπος είναι τόσο ευλογημένος με τις λαμπερές αχτίδες του ήλιου να σου χαμογελούν και κάπως έτσι ξεχνάς κρίση- μιζέρια- ανεργία.

Σήμερα είπα θα κάνω κάτι διαφορετικό. Όχι, δεν έχω τα λεφτά να πάρω το πρώτο αεροπλάνο για κάνω ένα ταξίδι αστραπή σε κάποια γειτονική χώρα, ούτε μπορώ να γεμίσω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου μου για να πάω σε κάποιο μέρος εκτός Αθηνών και να μείνω σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο με spa, μασάζ και όλα τα παρελκόμενα. Αυτά για τους Έλληνες που έχουν δει τους μισθούς του να πέφτουν κατακόρυφα αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση. Όμως δεν το βάζω κάτω. Ζω στην πιο όμορφη πρωτεύουσα της Ευρώπης και για ένα 24ωρο θα νιώσω τουρίστας στην πόλη μου!

Ανοίγω αμέσως υπολογιστή, googlαρω ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας (γιατί αν είναι να ζήσεις την εμπειρία πρέπει να το κάνεις σωστά) και με την πρώτη αναζήτηση πέφτω στο design hotel Fresh που βρίσκεται στη Σοφοκλέους. Κάνω γρήγορα- γρήγορα την κράτηση, φτιάχνω μια μικρή βαλίτσα με δυο ρούχα και γύρω στις 8.00 το βράδυ είμαι έτοιμη για check in σε μια διαφορετική εμπειρία.

Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά, ο ρεσεψιονίστ μου δίνει τον χάρτη, μου προτείνει κάποιες διαδρομές και ανυπομονώ να περπατήσω στους δρόμους της Αθήνας, χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος. Άλλωστε όπως είπε και ο ίδιος "Τα στενά έχουν... καθαρίσει. Είναι πολύ ήρεμα πια τα πράγματα εδώ".

Αφήνω την βαλίτσα, αλλάζω, παίρνω μαζί μου το HTC ONE Mini μου, το smartphone που πήρα πριν λίγο καιρό και κατάλαβα πως δεν θα χρειαστώ ποτέ ξανά φωτογραφική μηχανή, και λέω να πιω ένα κοκτέιλ και να φάω κάτι στο roof garden του ξενοδοχείου με θέα την Ακρόπολη. Όμως η νύχτα είναι γλυκιά και με προκαλεί να ξεχυθώ στους δρόμους της πρωτεύουσας.

Περπατώ στην οδό Αθήνας. Η Αγορά είναι κλειστή και οι αμέτρητες τηλεοράσεις που κρέμονται πάνω από τους πάγκους της ψαραγοράς τρεμοπαίζουν. Πλησιάζοντας προς την Ερμού συνειδητοποιώ ότι πολλοί νέοι έχουν κατέβει για βόλτα στο κέντρο.

Ανεβαίνω προς το Σύνταγμα. Όλη αυτή η διαδρομή τη νύχτα είναι πανέμορφη. Κλειστά μαγαζιά, παντού φώτα και ένας νεαρός που τραγουδά με την κιθάρα του έχει καθηλώσει τους περαστικούς. Λίγο πιο πάνω να σου και μια λατέρνα που με τους ήχους της σε ταξιδεύει σε εκείνα τα παιδικά σου χρόνια που λαχταρούσες να αφήσεις ένα κέρμα.

Στο Σύνταγμα πια η εικόνα αλλάζει. Βιάζομαι, σε λίγα λεπτά θα γίνει αλλαγή φρουράς μπροστά από τη Βουλή και θέλω να τη προλάβω. Δεν είναι η φωτογραφία που θέλω να βγάλω είναι που θέλω να μάθω για τα παιδιά αυτά, τους φαντάρους της Προεδρικής Φρουράς.

Χωρίς δεύτερη σκέψη πιάνω κουβέντα με τον παρατηρητή τους. Ένα νέο παιδί που κι αυτός πριν λίγες εβδομάδες στεκόταν αμίλητος με τη στολή του, στην σκοπιά. Του λέω: "Δύσκολο να κάθεσαι μια ώρα όρθιος και ανέκφραστος". Απαιτεί εκπαίδευση θα μου πει αυτός σε πρώτη φάση και μόλις χαλαρώνει αρχίζουμε την πλάκα. "Ούτε να φτερνιστούμε δεν επιτρέπεται". Και τι κάνετε του λέω; "Βάζουμε τη γλώσσα στον ουρανίσκο και το κόβουμε".

Το δοκίμασα την επόμενη ημέρα και έπιασε! Όμως αυτά τα παιδιά έχουν και... πειρασμούς. Είχα φίλες που για μια ολόκληρη ώρα την έπεφταν στους τσολιάδες. "Άσε βασανιστήριο" θα μου εκείνος και θα συμπληρώσει "έχει την πλάκα του ενώ κάποιες δεν διστάζουν να μας αφήσουν και τον λογαριασμό στο facebook". Η κουβέντα μας διακόπτεται, πρέπει να τους επιτηρήσει, να δει ότι η στολή τους είναι σωστή, ότι κρατούν σωστά το όπλο τους και σιγά- σιγά να ετοιμαστούν για την αλλαγή.

Αμέσως επόμενος σταθμός. Η Πλάκα. Περπατάς μέσα από τα στενά της, βλέπεις τα απίθανα αρχοντικά μιας άλλης εποχής και το...ταξίδι γίνεται πιο ενδιαφέρον. Τίποτα δεν θυμίζει τον χαμό τον πρωινό. Οι ταβέρνες είναι κλειστές και εκεί στην ηρεμία βλέπω παρέες να μπαίνουν σε ένα πολύ μικρό μαγαζάκι. Στέκομαι το κοιτάω. Πολύχρωμα μπουκάλια, ξύλινα βαρέλια στους στοίχους. Δεν κρατήθηκα μπήκα. Είναι ένα παλιό παρασκευαστήριο λικέρ.

Θα πιω ένα brandy και θα πιάσω κουβέντα με τον σερβιτόρο. "Μετά τί" του λέω. "Έχω όρεξη για δυνατή μουσική και χορό". Χωρίς σκέψη θα μου απαντήσει "πήγαινε προς Κουκάκι, έχει ανέβει πολύ".

Προχωρώ μέσα στα στενά και σε 5 λεπτά έχω φτάσει έξω από την στάση του Μετρο της Ακρόπολης. Κατά μήκος βλέπω μπαράκια και καθώς πηγαίνω βλέπω ένα μαγαζί με πολλά φώτα και την μουσική του να ακούγεται μέχρι έξω. Μπαίνω αμέσως μέσα. Χαμός. Δεκάδες κόσμου διασκεδάζουν, χορεύουν, τραγουδούν και ο dj δίνει τον καλύτερό του εαυτό.

Η ώρα περνά πολύ γρήγορα. Συνειδητοποιώ ότι πήγε 3.00. Ώρα για ύπνο λέω. Ακριβώς απέξω έχει πιάτσα ταξί. Μπαίνω μέσα και παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Σε 3 λεπτά βρίσκομαι στο κρεβάτι μου και κάνω σχέδια για την επόμενη ημέρα.

Ξημέρωσε Κυριακή. Το πρόγραμμα απαιτεί βόλτα στο Θησείο, καφέ στο Διόνυσο με θέα την Ακρόπολη, τον γύρο της πόλης με το τουριστικό λεωφορείο και βέβαια...ανάβαση στην Ακρόπολη. Ωστόσο δεν σας είπα το σημαντικότερο. Αυτή τη φορά δεν θα πήγαινα με τα πόδια, ούτε με ταξί αλλά με ποδήλατο. Ένα ποδήλατο που μάλιστα με προμηθεύει το ίδιο το ξενοδοχείο.

Είχα να κάνω χρόνια. Ωστόσο ανέβηκα και άρχισα να σεργιανίζω στους δρόμους της Αθήνας. Περνάω από το Δημαρχείο της πόλης με κατεύθυνση την Ερμού και στο τέλος του δρόμου κάνω δεξιά για να πέσω στον ηλεκτρικό σταθμό του Θησείου. Η διαδρομή δεν είναι εύκολη, αυτοκίνητα, κόσμος και πουθενά ποδηλατόδρομοι. Κάποια στιγμή θα δυσανασχετήσω και θα κατέβω. Δεν μπορώ να κινηθώ ανάμεσα στους πάγκους των πλανόδιων αλλά και στον κόσμο που έχει πλημμυρίσει τον πεζόδρομο.

Μόλις φτάνω έξω από το Διόνυσο νιώθω υπέροχα. Αφήνω το ποδήλατο, βρίσκω ένα τέλειο τραπεζάκι με θέα την Ακρόπολη και απολαμβάνω τον πρώτο καφέ της ημέρας. Τώρα όλα μοιάζουν μοναδικά. Κάποια στιγμή βλέπω στο δρόμο ένα κόκκινο τουριστικό λεωφορείο που κάνει τον γύρο της πόλης. "Αυτό πρέπει να το κάνω" λέω από μέσα μου και στο επόμενο τέταρτο βρίσκομαι στην στάση.

Ο ήλιος ζεσταίνει την ημέρα και επιλέγω να ανέβω στον πάνω όροφο. Να κάνω την βόλτα μου έτσι όπως πρέπει... Σε λιγότερο από μια ώρα βρίσκομαι και πάλι κάτω από την Ακρόπολη.

Ήρθε η ώρα να την επισκεφθώ. Βγάζω εισιτήριο και σιγά- σιγά ανεβαίνω προς τον Παρθενώνα. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν συναντώ μόνο ξένα γκρουπ αλλά και έλληνες με τα παιδιά τους. Εδώ τα λόγια περιττεύουν... Βλέπεις την Ελληνική σημαία να κυματίζει σε αυτό τον ιερό βράχο και σε πιάνει δέος.

Το μεσημέρι έφτασε και κάπως έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ανεβαίνω στο ποδήλατο και κατευθύνομαι προς το Μοναστηράκι. Μετά από τόσο περπάτημα και ποδηλασία η όρεξη έχει ανοίξει και η μυρωδιά του κεμπάμπ μου σπάει την μύτη.
Ο...τουρισμός στην Αθήνα έφθασε στο τέλος του, παραδίδω το ποδήλατό μου, παίρνω τη βαλίτσα μου μπαίνω στο αυτοκίνητό μου και ακολουθώ το δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι μου.

Σκέφτομαι όλο αυτό που έζησα και χαμογελώ. Τελικά είναι φανταστικό να ζήσεις έστω και για μια μέρα σαν τουρίστας στην πόλη σου. Ανανεώνεσαι, χαλαρώνεις και το κυριότερο αντιλαμβάνεσαι ότι εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε και σε τόση εκτίμηση τη χώρα μας και τις ομορφιές της.

Κρίμα, δοκιμάστε το και αφεθείτε στη μυρωδιά και το μοναδικό χρώμα της Αθήνας. Απλά θα... μεθύσετε από τις εικόνες και τις εναλλαγές σου σας προσφέρει.

Υ.Γ1 Ευχαριστούμε πολύ το ξενοδοχείο Fresh για την απίθανη φιλοξενία του αλλά και την chef Νόη Ιωαννίδου για τις υπέροχες δημιουργίες της και κυρίως την μαραθόπιτά της.

Υ.Γ2 Μπορεί να μην είχα φωτογραφική μηχανή αλλά το κινητό HTC ΟΝΕ Μini με την κάμερά του με έβγαλε ασπροπρόσωπη αφού η ανάλυση των φωτογραφιών όπως θα δείτε στην gallery δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα ακόμα και τις επαγγελματικές κάμερες.