Μα πώς γίναμε έτσι; Καθόλου δε μου αρέσει

Ερμιόνη Σαρρή
Μα πώς γίναμε έτσι; Καθόλου δε μου αρέσει

Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις

Μα πώς γίναμε έτσι; Ή μάλλον καλύτερα πώς καταντήσαμε έτσι; Στο Δημοτικό θέλαμε να γίνουμε γιατροί, στο Γυμνάσιο δικηγόροι και στο Λύκειο είχαμε όνειρα να βρούμε έναν άντρα που θα ερωτευτούμε μέχρι θανάτου. Πού πήγαν όλα αυτά; Γιατί τα έχουμε τυλίξει μέσα σε ένα μαύρο πανί και τα έχουμε στριμώξει στη γωνία της ντουλάπας λες και είναι ρούχα που δε θα ξαναφορέσουμε ποτέ;

Γιατί σταματήσαμε να εκφραζόμαστε; Γιατί θεωρούμε «περιττή» πια μία αγκαλιά; Γιατί ενώ βλέπουμε τον άλλον και θέλουμε να του πούμε πόσο πολύ μας έλειψε, καταπίνουμε τόσο δυνατά λες και θέλουμε να κρατήσουμε για πάντα τη σιωπή μας; Και τι έγινε αν δεν του λείψαμε το ίδιο; Το συναίσθημα είναι συναίσθημα και κάποτε μας είχαν πει πως ό,τι νιώθεις πρέπει να το λες. Εσύ το λες; Εγώ όχι! Το ίδιο συμβαίνει και με την λέξη αγάπη! Πόσο καιρό έχουμε να πούμε σε κάποιον «Σε αγαπώ»; Παράλληλα, πόσες φορές έχουμε πνίξει το συναίσθημά μας αυτό, είτε επειδή το θεωρήσαμε αυτονότητο, είτε επειδή διστάσαμε; Και να πεις πώς δεν το λέγαμε μικρές; Το λέγαμε και το παραλέγαμε, απλά τότε δεν γνωρίζαμε τι ακριβώς σημαίνει. Και τώρα που γνωρίζουμε; Άτιμο πράγμα η ενηλικίωση.

Γιατί η αισιοδοξία μας έγινε... φόβος; Ναι, καθόλου δε μου αρέσει έτσι όπως καταντήσαμε. Τα καλοκαίρια ανάβαμε φωτιές στην παραλία και κάναμε όνειρα για ταξίδια, για προορισμούς χωρίς... αν. Και «αν» με απολύσουν, και «αν» δεν έχω λεφτά και «αν» και «αν» και «αν». Εκείνα τα καλοκαίρια όμως καθόμασταν και με τις ώρες στα μπαλκόνια, στους κήπους χωρίς να φοβόμαστε ποιος θα εισβάλλει μέσα ξαφνικά. Ήμασταν όλοι φίλοι, γνωστοί. Δε χρειαζόταν να σε πάει κάποιος μέχρι την είσοδο του σπιτιού σου, ούτε και να πατάς κωδικούς σε συναγερμούς. Υπήρχε ελευθερία.

Πού πήγαν οι φίλοι μας; Πού πήγαν τα αδέρφια μας; Στο ξαναείπα, καθόλου δε μου αρέσει έτσι όπως καταντήσαμε. Παλιά αράζαμε τις Κυριακές στα σπίτια, τρώγαμε όλοι μαζί και τις Πέμπτες πηγαίναμε σινεμά. Τώρα, δίνουμε ραντεβού στο Skype και τις γιορτές τους περιμένουμε στο αεροδρόμιο. Και καλά στις αφίξεις τους βλέπεις όλους χαμογελαστούς, στις αναχωρήσεις τι γίνεται; Ερωτευμένοι ανανεώνουν το ραντεβού τους σε λίγους μήνες, φίλοι κάνουν αγκαλιές και μαμάδες δακρύζουν όταν βλέπουν τα παιδιά τους να περνούν τον έλεγχο των διαβατηρίων. Γιατί έτσι καταντήσαμε, οι μισοί εδώ και οι μισοί εκεί. Βρέθηκα και στις δύο όχθες του ποταμού και δεν μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ποια προτιμώ.

Γιατί γίναμε social; Και δεν εννοώ «κοινωνικοί» γιατί κάπως έτσι ήμασταν προ social media εποχής. Γιατί πίνουμε καφέ με ένα κινητό στο χέρι; Γιατί κάνουμε συνεχώς check in; Γιατί ξέρουμε μόνο τι «ανέβασε» στο instagram και όχι για το πώς είναι η ψυχολογία της; Στις φωτογραφίες όλοι καλά είμαστε, στην πραγματικότητα όμως ο κόσμος του facebook διαφέρει πολύ από αυτόν της ζωής μας.

Γιατί τα παιδιά εξαφανίστηκαν από τους δρόμους; Εγώ θυμάμαι να ρίχνω ηρωικούς τσακωμούς με την μαμά μου για να μαζευτώ στο σπίτι και τώρα πια τα παιδιά κάνουν deals για το πόση ώρα θα κάτσουν μπροστά από τον υπολογιστή. Ξεχνούν τι μέρα είναι, τι ώρα και πώς είναι η ζωή έξω από το δωμάτιό τους παίζοντας Clash of Clans.

Πώς καταντήσαμε έτσι; Καθόλου δε μου αρέσουμε.