Μελομακάρονα & Κουραμπιέδες: Οι γλυκές «αμαρτίες» των Χριστουγέννων και η ιστορία τους

Αναστασία Σιδέρη

Οι αναμνήσεις μου από τις εορτές των Χριστουγέννων έχουν σε μεγάλο βαθμό να κάνουν με τη προετοιμασία των γλυκών.

Θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται να διαβάζει στο τραπέζι της κουζίνας( δεν είχαμε βλέπετε γραφεία στα δωμάτια μας τότε) και η γιαγιά μου η Σμυρνιά να ετοιμάζει μαζί με τη μαμά μου τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες.

Ένα σύννεφο άχνης και μια ομίχλη γλύκας πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Αχ πως μοσχοβολούσε το σπίτι όταν ψήνονταν, πως τα πασπάλιζαν απαλά με καρύδια ή άχνη και τα έστρωναν όμορφα και συμμετρικά μες στις πιατέλες τις εορταστικές. Και με τι λαχτάρα περίμενα να ξημερώσουν Χριστούγεννα για να τα δοκιμάσω (όχι σαν τώρα που ξεκινάμε να τα τρώμε από το Νοέμβρη).

Καμιά άλλη μεγάλη γιορτή του χρόνου δεν έχει δύο τόσο ισχυρούς γλυκούς «πρεσβευτές».

Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στην πατρίδα μας με τα Χριστούγεννα και έχουν και τα δύο φανατικούς οπαδούς. Για μένα και τα δυο είναι υπέροχα και συμπληρωματικά.

Η γιαγιά «έφυγε» κάποια στιγμή και τις συνταγές τις κληρονόμησε η μαμά που τις έχει χειρόγραφα γραμμένες στο μικρό πράσινο τετράδιο που έχει φυλαγμένο ευλαβικά σε ένα συρτάρι. Η μαμά μου για πολλά χρόνια έφτιαχνε πολλαπλές δόσεις για να μας τα προμηθεύσει μέσα στις ίδιες εορταστικές πιατέλες, προίκα από τη δική της γιαγιά.

Δεν μπορούσα να φάω τα συγκεκριμένα γλυκά από αλλού – ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου- γιατί δεν έμοιαζαν σαν της γιαγιάς μου.

Τα μελομακάρονα τα θέλω ούτε μικρά ούτε μεγάλα και μελωμένα τόσο όσο. Τραγανούτσικα, να κρατάνε λίγο στο κέντρο . Μελωμένα σε μέλι κυθηριώτικο αρωματισμένο με φλούδα πορτοκαλιού. Με σχεδιάκι «ρομβάκια» από πάνω, φτιαγμένα με το τρίφτη. για να κάθεται απαλά το καρυδάκι το ψιλοκομμένο.

Όσο για τους κουραμπιέδες, τους θέλω να λιώνουν στο στόμα και να είναι ελαφρά αρωματικοί με το ανθόνερο, τόσο όσο..

Αλλά για χρόνια δεν ήξερα τα μυστικά τους Και μόνο μέσα στη πανδημία δανείστηκα το πράσινο τετραδιάκι και αξιώθηκα να τα φτιάξω κι εγώ. Και νιώθω πλέον πολύ περήφανη. Έτσι θα ήταν και η γιαγιά Τασία αν με έβλεπε…

Δεν αναρωτιόμουν όμως παλιά από που κρατάει η σκούφια τους

Όμως το έψαξα κάποια στιγμή και σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας το ποια ήταν η διαδρομή τους πριν βρουν τον δρόμο τους για τις γιορτινές πιατέλες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Κάθε ένα με την προσωπικότητα, την ιδιαιτερότητα και την ιστορία του.

ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ

Ο βασιλιάς των χριστουγεννιάτικων γλυκών έχει ρίζες στη αρχαία Ελλάδα και συμβολίζει την αναγέννηση και ευζωία.

Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή που «πάτησε» σε παλιότερες γιορτές με ρίζες αρχαίες και τελετουργίες και έθιμα αρχέγονα που συμβολίζουν την αφθονία. Είναι κάτι σαν συνέχεια της γιορτής του ήλιου που γιορτάζονταν στην Αρχαία Ελλάδα στα τέλη Δεκεμβρίου. Με την γέννηση του Χριστού, ένας παλιός κόσμος χάθηκε και έδινε την θέση του σε μια καινούργια ζωή.

Η σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα είναι λίγο περίεργη. «Μακαρία» ήταν βλέπετε ένα αρωματικό αρτοποίημα στο σχήμα του μελομακάρονου που προσέφεραν στις κηδείες. Ένα είδος ψυχόπιτας. Στον χώρο του Κεραμικού βρίσκονταν γυναίκες που θρηνούσαν όπως ήταν τα έθιμο τους νεκρούς του πολέμου, κάτι παρόμοιο με τις σημερινές μοιρολογίστρες. Αυτές οι ίδιες στο τέλος μοίραζαν και τα «μακάρια» τα οποία είχαν προετοιμάσει από το σπίτι τους.

Στον περίφημο Επιτάφιο δε λόγο που εκφώνησε ο Περικλής το 430 π.Χ. για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου υπάρχουν μαρτυρίες ότι με τα το τέλος της ομιλίας του στον Κεραμικό μοιράστηκαν «μακάρια».

Επίσης «μακαρωνία» στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν η βραδινή δέηση για να συνοδεύσει τη ψυχή στο νέο της ταξίδι και να τη μακαρίσει. Από παράφραση της λέξης από τους Λατίνους βρήκε η λέξη μακαρόν και μακαρόνια!!!

Αδιευκρίνιστο πώς κάποια μακαρία βούτηξε κάποια στιγμή σε γλυκό μέλι και έτσι προέκυψε το μελομακάρονο( μέλι+μακαρία).

Με κάποιο τρόπο είναι ένα καλόπιασμα για αναγέννηση και ευζωία. Αυτά που αποζητάμε δηλαδή κάθε Χριστούγεννα και με την έλευση της Νέας χρονιάς. Τα μελομακάρονα καθιερώθηκαν ως γλύκισμα του Δωδεκαημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες . Μάλιστα η γιαγιά μου Η Μικρασιάτισσα τα έλεγε «φοινίκια» επειδή αρχικά στο Βυζάντιο έβαζαν λίγο χουρμά στην ζύμη που είναι ο καρπός του φοίνικα και έκαναν και τα σχεδιάκια με το τρίφτη που θυμίζουν το κορμό του.

ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ

Ο αντίποδας του χρυσαφένιου μελομακάρονου, ο χιονάτος κουραμπιές, παρά το ανατολίτικο του όνομα είναι μια μείξη Ανατολής και Δύσης

Κατά μία εκδοχή ο κουραμπιές (kurabiye) προέρχεται από την τουρκική λέξη «kuru», που σημαίνει στεγνός, ξερός, και «biye», που είναι η παραφθορά της λατινικής «biscuit» (δηλαδή μπισκότο). Αυτό που στην Ελλάδα το λέγαμε δίπυρο η διπλοφουρνιστό( bis – cuit . Πρόκειται για μια τεχνική κατά την οποία τα βασικά συστατικά απαντούν στην παρακάτω εξίσωση: Ένα μέρος ζάχαρη, δύο μέρη βούτυρο και τρία μέρη αλεύρι.

Την μπισκοτένια ευρωπαϊκή καταγωγή του κουραμπιέ τη συνειδητοποιεί κανείς όταν δοκιμάσει στο απογευματινό τσάι στη Μεγάλη Βρετανία τα shortbreads, τα κλασικά σκωτσέζικα μπισκότα βουτύρου. Κάτι σαν κουραμπιέδες χωρίς άχνη! Στην Ισπανία πάλι τα ανδαλουσιανά polvoron (πολβορόν) μοιάζουν ακόμη περισσότερο με κουραμπιέδες αφού είναι αχνοστολισμένοι , περιέχουν και αμύγδαλο και είναι το κατεξοχήν εορταστικό γλυκό της εποχής.

Η ανατολίτικη εκδοχή του κουραμπιέ έρχεται από την Περσία, όπου πρωτοεμφανίστηκε τον 7ο μχ αιώνα

Την πατρότητα του διεκδικεί όμως και ο Λίβανος. Η ανατολίτικη καταγωγή του κουραμπιέ- που ονομάζεται και σεκέρ λουκούμι- απαιτεί αιγοπρόβειο βούτυρο και αμύγδαλα, κάτι που τον κάνουν ιδιαίτερα ξεχωριστό σε σχέση με τα πιο ελαφριά ευρωπαϊκά μπισκοτάκια του είδους. Το πρόβειο βούτυρο δίνει μια τραγανή και αφράτη υφή ενώ το αγελαδινό πιο «μαλακή», σαν cookie.

Οι πιο φημισμένοι κουραμπιέδες είναι της Καρβάλης στη Καππαδοκία που τη συνταγή τους την έφεραν στην Ελλάδα οι Μικρασιάτες που μετοίκησαν στη Νέα Καρβάλη στη Καβάλα. Αυτή τη συνταγή ακολουθεί και η οικογένεια μου.

Το μυστικό του σωστού κουραμπιέ είναι πάντως το υπομονετικό χτύπημα του βουτύρου που θα αφρατέψει το μείγμα και το κονιάκ η μπράντι για να δώσει σπιρτάδα στη γεύση και να κάνει τη ζύμη τραγανή. Επίσης το ανθόνερο, ώστε να «φυλακιστεί» η γεύση και το άρωμά του στη ζύμη και το αριστοτεχνικό ράντισμα με το ροδόνερο για να «πιάσει» καλά n άχνη και να μοσχοβολήσουν.

Ο Κοσμάς Πολίτης στο μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου», που αναφέρεται στη ζωή σε μια ελληνική λαϊκή συνοικία της Σμύρνης στις αρχές του 20ού αιώνα, περιγράφει το σωστό κουβαλητή του σπιτιού πριν τα Χριστούγεννα.

«Θα πάω να γίνω μπακαλόγατος, θα σου κουβαλάω ούλα τα καλά, θα τα κλέβω για χατίρι σου από το μαγαζί, βούτουρα, λάδι, αλεύρι, ζάχαρη, να φτιάνεις φοινίκια και σεκέρ λουκούμια…

© 2014-2024 Queen.gr - All rights reserved
× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης