Το παραμύθι της 23ης Ιουλίου είχε και δράκους και νεράιδες

Ερμιόνη Σαρρή
Το παραμύθι της 23ης Ιουλίου είχε και δράκους και νεράιδες

Γράφει η Ερμιόνη Σαρρή

Αυτήν την επέτειο την επεξεργαζόμουν μέρες στο μυαλό μου. "Πρέπει να σκεφτείς να γράψεις κάτι. Τι όμως; Τα έχεις περιγράψει όλα δύο χρόνια τώρα".

Οι μέρες πλησίαζαν απειλητικά σε αυτήν εδώ τη μαύρη επέτειο. Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες επί δύο. Και ακόμα ψάχνουν απαντήσεις. Ψάχνουμε... Την ίδια ώρα που μερικοί αναζητούν τρόπο να καλύψουν τα ηχητικά εκείνης της ημέρας. Με την ίδια ακριβώς μανία που κάποιοι φωνάζουν να αποτιμηθεί δικαιοσύνη, κάποιοι αυξάνουν τα μποφόρ του αέρα στα χαρτιά για να μη γίνει ποτέ αυτό. Σαν λιοντάρια που τσακώνονται για το ποιος θα κατατροπώσει το θήραμα. Στη λέξη θήραμα, σημείωσε... ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ 102 ΨΥΧΕΣ.


Είναι η μέρα που τα ουρλιαχτά σκέπασαν τον ήχο από τις σειρήνες και το μαύρο του καπνού έκανε το θάνατο για μερικούς να μοιάζει με λύτρωση. Φώναζαν, ούρλιαζαν, καιγόντουσαν και ο θάνατος ήταν -δυστυχώς- η μόνη λύτρωση. Είναι η μέρα που μάθαμε ότι η εγκληματική ανικανότητα και η ανεπάρκεια μπορούν να σκοτώσουν ζωές. Η μέρα που μάθαμε ότι άνθρωποι μπορούν να καούν και μέσα στο νερό. Πως μια βιβλική καταστροφή μπορεί να συμβεί ελάχιστα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της χώρας αλλά κανείς να μην ξέρει… ποιος πραγματικά φταίει και τι πραγματικά συνέβη.

Για εκείνη τη Δευτέρα δεν υπάρχουν πράξεις μαθηματικών. Ποιος τα έβαζε με τους αριθμούς όταν έπρεπε να υπολογιστούν τα απανθρακωμένα αυτοκίνητα, τα καμένα σπίτια και τα μονοπάτια που κατέληγαν σε αδιέξοδο. Φοβόσουν τι θα συναντήσεις στο επόμενο βήμα σου. Φοβόσουν πως το καμένο κούτσουρο δίπλα σου μπορεί να μην είναι ο κορμός ενός δέντρου αλλά το σώμα ενός αγνοούμενου. Και αυτό εν έτη 2018. Εκείνη τη Δευτέρα τα δάκρυα και οι κραυγές δεν μπορούσαν να εκφράσουν τα συναισθήματα κανενός μας. Η οργή, η απόγνωση, ο φόβος, η θλίψη, ο πόνος ήταν όλα ένα. Ένα κόμπος χωρίς αρχή και τέλος.

Πολλοί δεν έχουν μυρίσει ούτε για ένα δευτερόλεπτο την καμένη σάρκα. Και να μη βρεθούν ποτέ σε αυτήν τη δυσάρεστη θέση. Εκατόν δύο στον αριθμό και άλλες πολλές δεκάδες εγκαυματίες που έβλεπαν εκείνο το απόγευμα το δέρμα τους να λιώνει. Ακόμη και αν ήταν μέσα στο νερό. Μέσα στην ανεπάρκειά τους είναι τόσο τυχεροί μερικοί. Την 23η Ιουλίου δεν την έζησαν. Την παρακολούθησαν μέσα από οθόνες και ίσως αισθάνθηκαν την καρέκλα τους να τρίζει. Ε και; Οι ασύρματοι δεν μετέφεραν ποτέ τις κραυγές αυτών των ανθρώπων. Είδαν φωτογραφίες, τους μετέφεραν μαρτυρίες. Ποτέ δεν το έζησαν.

Να μοιραστώ λοιπόν μαζί τους πως η καμένη σάρκα μυρίζει έντονα ακόμη και σήμερα. Και ας μην τη μυρίζουν εκείνοι. Εμείς την 23η του Ιούλη το 2018 είδαμε πώς μοιάζουν οι απανθρακωμένοι άνθρωποι. Είναι η μέρα που ξεκληρίστηκαν ολόκληρες οικογένειες, που γονείς έχασαν παιδιά και παιδιά γονείς. Και ακόμη δεν έχει βρεθεί ένας άνθρωπος να πει...Φταίω.

Είναι η μέρα που μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας βρεθήκαμε χωρίς σπίτι, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς προσωπικά αντικείμενα αλλά και χωρίς κάποιον που να μας κοιτάξει κατάματα και να μας ζητήσει συγγνώμη.

Δε βρέθηκε ένα βλέμμα να κοιτάξει χαμηλά. Έτσι για το γαμώτο.

Μάλλον λάθος... Βρέθηκε. Πολλοί ήταν οι εθελοντές που κοιτούσαν κάτω όταν τα μάτια τους βούρκωναν. Πώς να μας κοιτάξουν; Έχαναν και εκείνοι το χαμόγελό τους προσπαθώντας να συμμαζέψουν τα υλικά και ψυχικά μας συντρίμμια. Αισθανόντουσαν τύψεις για όσα είχαν και εμείς τα είχαμε χάσει μέσα σε λίγα λεπτά. Ένιωθαν ενοχές εκείνοι που μας έδωσαν τις πιο σφιχτές αγκαλιές χωρίς να ξέρουν το μικρό μας όνομα. Οι άλλοι;

Και κάπου εκεί συνειδητοποιήσαμε πως το παραμύθι αυτό δεν έχει μόνο δράκους. Αλλά και νεράιδες. Εκατοντάδες νεράιδες που ήταν εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ και τα ευχαριστώ ακόμη και δύο χρόνια αργότερα είναι λίγα. Οι ψαράδες που απεγκλώβιζαν κόσμο με τις βάρκες τους από τις παραλίες, οι πολίτες που βοηθούσαν τον κόσμο να βρει διέξοδο ανάμεσα στις φλόγες και αυτοί που με κίνδυνο της ζωής τους μετέφεραν μέσα από τη φωτιά εγκλωβισμένους. Και τέλος, όλους αυτούς τους εθελοντές που επί πολλές εβδομάδες αψήφησαν τα θέλω τους για να ικανοποιήσουν τις δικές μας ανάγκες.

Αν κλείσω τα μάτια μου θυμάμαι ένα ένα τα πρόσωπα που κατέβαιναν από τις βάρκες στο λιμάνι της Ραφήνας. Αλλά και τα μάτια όσων περίμεναν απ’ έξω στωικά μήπως και στην επόμενη βρίσκεται ο δικός τους άνθρωπος. Πόσες ώρες άραγε να κολυμπούσε; Και θα είχε αντέξει; Και θα τον βρήκαν οι βάρκες;

Ποιος μπορεί να ξεχάσει ακόμη και σήμερα εκείνη τη μάνα που άφησε πίσω της νεκρό το ένα της παιδί για να σώσει το άλλο, εκείνη τη γιαγιά που φόρεσε στα δύο της εγγόνια βρεγμένα μπουρνούζια και τα έστειλε στη θάλασσα για να σωθούν αλλά εκείνη έμεινε πίσω δίπλα στον ανήμπορο σύζυγό της. Το γράμμα εκείνου του πατέρα στο βρέφος του που έχασε την ζωή του στην αγκαλιά της μητέρας του στο σημείο που θα έκανε τις πρώτες του βουτιές εκείνο το καλοκαίρι.

Δε θα συνεχίσω με κανένα «κατηγορώ» για όλους εκείνους που έκρυψαν την αλήθεια και συνεχίζουν να την κρατάνε πολύ καλά σκεπασμένη σε κάποιο συρτάρι. Οφείλω να ξαναπώ ένα μεγάλο ευχαριστώ στις νεράιδες της 23ης Ιουλίου και όταν τα χρόνια περάσουν και χρειαστεί να αφηγηθώ το παραμύθι αυτής της μαύρης ημέρας , η δική τους βοήθεια θα είναι ένα ειδικό κεφάλαιο. Αν δεν ήταν εκείνοι, τώρα δε θα ήμασταν όρθιοι. Δε είμαστε ίδιοι αλλά είμαστε εμείς εξαιτίας τους.

Για το κείμενο αυτό αφορμή στάθηκε μια εξομολόγηση της Ευαγγελίας Νικολοπούλου, όπου συμπεριλαμβάνονται και απόσπασματά της στο κείμενο αυτό.