«Η Άλμα… Βοηθήστε την Άλμα» #thrillerstory
Τα βήματα επέστρεψαν. Αυτήν τη φορά, στις σκάλες. Έτρεχαν προς τα πάνω, προς την Άλμα
«Τι ήταν αυτό;», σκέφτηκε ο Βίκτορ τρέμοντας την ώρα που άνοιξε βίαια τα μάτια του. Ήταν λίγο μετά τις 4 τα ξημερώματα. Ένας ανατριχιαστικός ήχος. Μάλλον ακούστηκε από το παράθυρο της μικρής αποθήκης στο διπλανό δωμάτιο. Δεν ήταν σίγουρος. Έπρεπε να σηκωθεί να δει. Δεν μπορεί να ήταν ιδέα του. Παραήταν ζωντανός. Λες και κάτι να έγδαρε το ξύλο και μέσα στη νεκρική σιγή του βραδιού να ακούστηκε σαν ηχώ μέχρι μέσα.
«Άλμα; Το άκουσες;», ψιθύρισε στη γυναίκα του στην άλλη άκρη του κρεβατιού, αλλά δεν πήρε απάντηση. Μάλλον είχε πέσει σε λήθαργο από την κούραση. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Άλλωστε, θα ήταν πιο ασφαλής εκεί. Ποιος ξέρει τι τον περίμενε έξω από το δωμάτιο.
Δεν άνοιξε κάποιο φως για να μη δώσει στόχο στον πιθανό εισβολέα. Μόνο ο απόηχος του προβολέα του δρόμου φέγγιζε μέσα από το παράθυρο κι αυτός όχι παντού. Υπήρχαν σημεία τόσο σκοτεινά που κοπανούσε τα πόδια του στις γωνίες των τοίχων και στις μεταλλικές βέργες για το τζάκι. Και τώρα μία από αυτές είχε γίνει αυτό που στεκόταν ανάμεσα σε αυτόν και την άγνωστη απειλή. Πήρε μία στα χέρια του κι άρχισε να περπατάει στον διάδρομο του στενού χολ.
Κάθε βήμα γινόταν πιο αργό, ειδικά όταν ένιωσε το πρώτο γυαλί. Η μυτερή του γωνία καρφώθηκε στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και τον έκανε να θέλει να ουρλιάξει τόσο που να σπάσουν οι φωνητικές του χορδές. Αντ' αυτού, όμως, έβαλε το χέρι του στο στόμα και δάγκωσε την παλάμη του για να πνίξει τη φωνή κι οποιαδήποτε ανεπιθύμητη κι άκρως επικίνδυνη προσοχή πάνω του. Περπάτησε σχεδόν έξω από την αποθήκη. Η θερμοκρασία είχε κατέβει απότομα κι ανεξήγητα. Τα καλοριφέρ δούλευαν στο τέρμα τον Δεκέμβρη. Στο σπίτι κυκλοφορούσαν με τα κοντομάνικα. «Από πού ήρθε αυτό το κρύο;», σκέφτηκε. Δύο βήματα μετά, πήρε την απάντηση.
Το παράθυρο ήταν σπασμένο, πάνω στα γυαλιά υπήρχε αίμα και μία μεγάλη πέτρα βρισκόταν πίσω από τις μεγάλες κούτες με τα καλοκαιρινά. Κάποιος μπήκε στο σπίτι. Το θέμα ήταν πού βρισκόταν. Στον πάνω όροφο δεν υπήρχε περίπτωση. Ήταν μόνο τρία δωμάτια: η κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο και μία μικρή αποθήκη. Αν ήταν στο πρώτο, δε γινόταν να μην έβλεπε τον δράστη καθώς σηκωνόταν. Τα άλλα δύο είχαν ανοιχτές πόρτες. Σίγουρα θα τον είχε εντοπίσει εκεί. Η μήπως όχι;
Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα να διασχίζουν τον κάτω όροφο. Κατέβηκε γρήγορα, ενώ κρατούσε σφιχτά τη βέργα στα χέρια του. Πήρε μία βαθιά ανάσα, διέσχισε το σκοτεινό σαλόνι και ξεκίνησε να περπατάει προς την κουζίνα. Έριχνε γρήγορες ματιές τριγύρω. Μπήκε μέσα. Έψαξε τα πάντα. Δεν ήταν κανείς.
Τα βήματα επέστρεψαν. Αυτήν τη φορά, στις σκάλες. Έτρεχαν προς τα πάνω, προς την Άλμα. Τα ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κι αυτά και τη μεγάλη σκιά που διέσχιζε σπιθαμή προς σπιθαμή όλο το σπίτι και που πια ήταν σα να τον κορόιδευε. Έφτασε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ήταν μισάνοιχτη. Μέσα δε φαινόταν κάποιος, πέρα από τη γυναίκα του που κοιμόταν σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
Κοίταξε πίσω από την πόρτα. Έσκυψε κάτω από το κρεβάτι. Άνοιξε τις ντουλάπες. Έβγαλε έξω όλα τα ρούχα… Τίποτα. Κανείς. Κανένα ίχνος της σκοτεινής μορφής που στοίχειωνε τους διαδρόμους των δωματίων και που γραπωνόταν στον αέρα με απώτερο σκοπό να τον τρελάνει.
«Τι στο…»
Πλέον ήθελε να δει τον εισβολέα, γιατί σιγά – σιγά νόμιζε ότι έχανε το μυαλό του ή ότι ακόμα κοιμόταν. Δεν είχαν μείνει και πολλές επιλογές. Ώσπου ένας δυνατός θόρυβος πίσω του τον έκανε να τιναχτεί. Κάποιος έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Έτρεξε με φόρα πάνω της και προσπάθησε με σπασμωδικές κινήσεις να κάνει το πόμολο να την ανοίξει. Μάταια… Κάποιος την είχε κλειδώσει.
Τα πράγματα είχαν χάσει κάθε λογική και τώρα επίσημα δεν ήξερε τι να περιμένει, οπότε έτρεξε στο πολυτιμότερο που υπήρχε στη ζωή του, στην Άλμα. Καθώς σήκωνε το χέρι του για να την αγγίξει, παραλίγο να πέσει γλιστρώντας στο μουσκεμένο πάτωμα. Και τότε κοίταξε στο κρεβάτι. Το πρόσωπό άσπρισε στο θέαμα κι έχασε κάθε πιθανό ψήγμα έκφρασης. Όλα ήταν γεμάτα αίμα, αίμα που έσταζε στο έδαφος κι είχε γεμίσει όλο το χαλάκι που χρησιμοποιούσε η Άλμα για να μην παγώνουν τα πέλματά της στα μάρμαρα.
Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι γινόταν, η πόρτα έσπασε…
«-Αστυνομία, ψηλά τα χέρια!»
«-Ευτυχώς ήρθατε. Κάποιος είναι στο σπίτι μου. Σίγουρα μπήκε από το παράθυρο της αποθήκης. Τον έψαξα παντού, αλλά δεν μπόρεσα να τον δω. Η Άλμα… Βοηθήστε την Άλμα», είπε κι έδειξε το κρεβάτι.
«-Ακίνητος σου είπα»
O Βίκτορ κοιτούσε σαστισμένος χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι διαδραματιζόταν γύρω του, την ώρα που οι αστυνομικοί του περνούσαν τις χειροπέδες και τον πήγαιναν στο περιπολικό.
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας έλεγε την επόμενη μέρα:
«ΑΓΡΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗ ΣΕΒΙΛΛΗ: H ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ
Ο 38χρονος Βίκτορ Αλβάρες, που πριν από τρία χρόνια συγκλόνισε όλη την Ισπανία με ένα από τα πιο ανατριχιαστικά εγκλήματα πάθους, το ξαναέκανε. Δύο μήνες μετά την απόδρασή του από το ψυχιατρικό τμήμα της φυλακής της Σεβίλλης, όπου και έκτιε την ποινή του για τη αποτρόπαιη δολοφονία της συζύγου του, Άλμα Ροντρίγκες, εισέβαλλε στο άλλοτε σπίτι της εκλιπούσας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς για να επαναλάβει την ιστορία.
Με θολωμένο μυαλό και με παντελή απουσία της αίσθησης με την πραγματικότητα, σκαρφάλωσε από τη σκάλα κινδύνου και μπήκε στη μικρή αποθήκη δίπλα στο υπνοδωμάτιο σπάζοντας το τζάμι, όπως ακριβώς είχε κάνει την πρώτη φορά. Στο σπίτι βρήκε τη νέα ιδιοκτήτρια, Μαρία Αλντερέτε, να κοιμάται στο κρεβάτι έχοντας ωτοασπίδες, πιθανότατα λόγω του θορύβου των βεγγαλικών της ημέρας. Νομίζοντας στο μυαλό του ότι επρόκειτο για τη γυναίκα του, ξάπλωσε δίπλα της κι αποκοιμήθηκε.
Λίγο μετά, η Αλντερέτε ξύπνησε και, μόλις συνειδητοποίησε ότι ένας άγνωστος βρισκόταν δίπλα της κι ότι, μάλιστα, κρατούσε μία βέργα από αυτές που είχε για το τζάκι, άρχισε να ουρλιάζει. Ο Αλβάρες δεν μπορούσε να την κάνει να ηρεμήσει και, κάπου ανάμεσα στο παραλήρημα και τις ψευδαισθήσεις για τη Ροντίγκες, άρχισε να τη χτυπάει με τη βέργα για να σταματήσει τη φασαρία. Το πρώτο χτύπημα πέρασε επιφανειακά από το αριστερό μέρος του προσώπου της, δημιουργώντας μία τεράστια ουλή από το αυτί μέχρι τα χείλη, σε αντίθεση με το δεύτερο που βρήκε κατευθείαν τον στόχο του στο κεφάλι της, προκάλεσε βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση κι έκοψε ακαριαία το νήμα της ζωής της.
Μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τι έκανε, ακούμπησε το άψυχο κορμί της στο κρεβάτι κι έπεσε ξανά για ύπνο. Όταν άνοιξε τα μάτια του, η Μαρία είχε γίνει ξανά η Άλμα κι ο Αλβάρες αναπαρέστησε στο μυαλό του τον αιμοσταγή τρόπο, με τον οποίο είχε μπει στο σπίτι της πριν τρία χρόνια και τη σκότωσε μαζί με τον τότε νέο της σύντροφο, Μανουέλ Αλεχάντρε, το πρώτο του θύμα. Μόνο που αυτήν τη φορά είχε πάρει τη θέση του Αλεχάντρε, για τον οποίο τον είχε αφήσει η Ροντρίγκες λίγους μήνες πριν το τραγικό της τέλος.
Έτσι, σηκώθηκε κι άρχισε να διασχίζει μανιακά τους χώρους του κάτω ορόφου χαμένος στα μουρμουρητά. Μερικά λεπτά μετά, ανέβηκε πάλι πάνω κυνηγώντας το φάντασμα του εαυτού του και κλειδώθηκε μαζί με την Αλντερέτε στο δωμάτιο. Τότε, η αστυνομία, που είχαν καλέσει οι γείτονες λόγω της περίεργης φασαρίας, έσπασε την πόρτα και τον βρήκε να διηγείται την ιστορία που είχε πλάσει στο μυαλό του μέσα σε ένα λουτρό αίματος. Στο κρατητήριο ομολόγησε τα πάντα και περιέγραψε το φρικτό έγκλημα με κάθε λεπτομέρεια στους αστυνομικούς.
Ο Βίκτορ Αλβάρες κρατείται στο Κάρσελ Ρεάλ της Σεβίλλης, απ’ όπου κι αναμένεται να μεταφερθεί στην ψυχιατρική κλινική υψίστης ασφαλείας της Αλικάντε.»