Τότε VS Τώρα: Τι παιχνίδια παίζαμε στα 90's και τι παίζουν τα σημερινά παιδιά;
Τα μήλα, το σκοινάκι και το χούλα- χουπ…
Μπορείς να φανταστείς πώς θα περνούσες τον ελεύθερο χρόνο σου χωρίς smartphone, internet, youtube, social media, παιχνίδια στο κινητό και chat; Τι θα έκανες όλο το απόγευμα μετά το σχολείο, εκτός από το να δεις τηλεόραση; Μάλλον τώρα έχεις προβληματιστεί κάπως, γιατί γεννήθηκες και μεγάλωσες μέσα στον κόσμο της τεχνολογίας, οπότε προφανώς δεν ξέρεις πώς είναι η ζωή και το παιχνίδι χωρίς αυτά. Αυτή ήταν η δική μου παιδική ηλικία και ώρες-ώρες την αναπολώ. Θυμάμαι όλα εκείνα τα παιχνίδια που έπαιζα στους δρόμους της γειτονιάς μου με τους φίλους μου. Ναι, για να παίξουμε στα 90’s έπρεπε να ξεχυθούμε στους δρόμους.
Ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια ήταν το χούλα-χουπ. Τι σου λέω τώρα, έ; Το χούλα-χουπ είναι ένα στεφάνι, το οποίο βάζαμε στη μέση μας και κάνοντας γρήγορες κυκλικές κινήσεις προσπαθούσαμε να αποφύγουμε να πέσει στο έδαφος. Θυμάμαι, το πρώτο χούλα-χουπ μού το έφερε η θεία μου και το έχω κρατήσει ακόμα στην αποθήκη του σπιτιού. Νομίζω ότι ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι.
Ένα άλλο παιχνίδι της γενιάς μου ήταν τα μήλα. Τα καλοκαίρι που περνούσα πολλές μέρες στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, περίμενα πώς και πώς να έρθει το βραδάκι για να μαζευτούμε όλα τα παιδιά στην πλατεία και να παίξουμε μήλα. Ίσως ήταν και το αγαπημένο παιχνίδι των πιο αθλητικών τύπων. Κι αυτό, γιατί είτε θα ήσουν έξω από το κέντρο και θα πετούσες τη μπάλα πάνω σε κάποιον, είτε θα ήσουν μέσα και θα έπρεπε να την πιάσεις για να μη χάσεις τη ζωή σου. Όσοι βρίσκονταν μέσα είχαν 3 ζωές. Κάθε φορά που έπιαναν τη μπάλα έπαιρναν μια ζωή. Έπαιζε αρκετά και η μεταβίβαση ζωών.
Το πατητό το έχεις ακούσει; ΠΑ-ΤΗ-ΤΟ! Τρεις συλλαβές, τρία μεγάλα ή μικρά βήματα. Δύο ή και περισσότεροι παίκτες. Στόχος; Να πατήσουν το πόδι κάποιου. Αυτός που έκανε το πατητό μπορούσε να αλλάξει πορεία, να πάει προς τα πίσω, ό,τι τον βόλευε, δηλαδή, για να κάνει μαύρο κάποιο άσπρο σπορτέξ. Πατητό και πάτα το!
Το κρυφτό το αγαπούσα πολύ! Απλό, αγνό, διαχρονικό. Ένας φυλάει στον τοίχο μέχρι το 100, μετρώντας 5-5. Οι υπόλοιποι πρέπει να κρυφτούν. Αυτός που φυλάει αρκεί να βρει έναν για να μην τα… ξαναφυλάει. Αρκεί, όμως να μην βρει έναν για να χάσει. Ειδικά αν αυτός ο ένας είναι ο τελευταίος και πάει να φωνάξει φτου ξελευτερία για όλους στον τοίχο. Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι υπήρχαν πάντοτε οι πονηροί που κρύβονταν πίσω από αυτόν που τα φυλούσε. Στο τέλος, όποιος είχε μαζέψει κάμποσες ήττες έπαιρνε… πεσκέσι ένα παρατσούκλι.
Μουσικές καρέκλες παίζαμε πολύ και στο σχολείο ή στα παιδικά πάρτι. Πόσα παιδιά έπαιζαν; 10; Άρα 9 θα ήταν οι καρέκλες. Κάθε φορά που σταματούσε η μουσική έπρεπε να κάτσουν όλοι σε μια καρέκλα. Πλην ενός. Αυτός ο ένας έβγαινε εκτός και έπαιρνε μαζί του και μια καρέκλα.
Το σκοινάκι ήταν και ομαδικό, αλλά και μοναχικό παιχνίδι. Και περνούσαμε ώρες παίζοντας με αυτό. Αν ήσουν μόνη, κρατούσες γερά με τα χέρια το σκοινάκι και χοροπηδούσες για να το αποφύγεις. Για να γίνει ομαδικό χρειάζονταν τρία άτομα. Οι δύο κρατούσαν τις άκρες του σκοινιού και το κουνούσαν και ο τρίτος έπρεπε να το αποφύγει και να χοροπηδήσει.
Αυτά τα παιχνίδια μπορεί να σου ακούγονται εξωγήινα ή ακαταλαβίστικα. Όμως, ήταν τα παιχνίδια που όλοι οι σημερινοί 25άρηδες (και βάλε) έπαιζαν κάθε μέρα. Βρισκόμασταν με τους φίλους μας, γελούσαμε όλοι μαζί, ανταλλάσσαμε ιδέες, κάναμε πλάκες ο ένας στον άλλον και κλαίγαμε καμιά φορά. Είχαμε πραγματική και ουσιαστική επικοινωνία.
Σήμερα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Ένα κινητό στο χέρι και πολλά παιχνίδια μέσα σε αυτό. Χωρίς επικοινωνία, χωρίς να βλέπεις τον συμπαίκτη σου, χωρίς να είστε φίλοι απαραίτητα, χωρίς… χωρίς… χωρίς…
Αχ εκείνα τα παιχνίδια!