«Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’το και πέτα»

Ανθή Μιμηγιάννη
«Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’το και πέτα»

Σαν σήμερα, 11 Απριλίου του 2020, έφυγε από τη ζωή ο Περικλής Κοροβέσης: «Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού, χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας. Δεν είχαμε κι άλλη λύση. Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν. Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν. Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη. Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο, όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε. Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις».

«Σε εποχές ζόφου και φόβου, σαν και αυτήν που ζούμε τώρα στην Ελλάδα, έχουμε δύο τρόπους αντίδρασης: ο πρώτος είναι να αφήσουμε το σκοτάδι να μπει στην ψυχή μας και να τη μαυρίσει· ο άλλος είναι να αξιοποιήσουμε το φως που έχουν συσσωρεύσει τα φωτοβολταϊκά της καρδιάς μας. Το φως είναι ζωοδότρα δύναμη. Ένα μικρό λυχναράκι νικάει και το πιο αδιαπέραστο σκοτάδι. Ξαναφτιάχνουμε τη ζωή μας στο φως και την οργανώνουμε όσο πιο απλά γίνεται σε έναν κόσμο που είναι περίπλοκος και χωρίς νόημα.

Τα μικρά αυτά κειμενάκια που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό τον τόμο είναι μια προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας τέτοιος μικρόκοσμος όταν με τύλιγε και με απειλούσε το σκοτάδι. Δεν είχα πρόθεση να τα δημοσιεύσω. Τα θεωρούσα πολύ προσωπικά. Και από μια σύμπτωση κατάλαβα πως δεν υπάρχει προσωπικός λόγος. Αφού είμαστε όντα με λόγο, είμαστε μέσα στην κοινωνία. Και η κοινότητα είναι αυτή που σου δίνει ένα λόγο για να ανακαλύψεις την προσωπικότητά σου, μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως ακριβώς είναι τα δακτυλικά σου αποτυπώματα. Συνομιλητές υπάρχουν. Αρκεί να μπορείς να μιλήσεις. Και έτσι βγήκε αυτό το βιβλίο», έλεγε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες» που κυκλοφόρησε πριν από 11 χρόνια ο Περικλής Κοροβέσης.

Όπως είπε η θρυλική Μάγια Αγγέλου «Όταν κάποιος σου δείχνει ποιος είναι, πίστεψε τον την πρώτη φορά»

Συγγραφέας, λογοτέχνης, ποιητής, αρθρογράφος και πολιτικός της Αριστεράς, ο Περικλής Κοροβέσης γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1941 στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας. Σπούδασε Θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Ρολάν Μπαρτ και παρακολούθησε μαθήματα των Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Μαρσέλ Ντετιέν, Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της Αριστεράς. Επέδειξε σημαντική αντιδικτατορική δράση και υπέστη βασανιστήρια και φυλακίσεις επί Χούντας.

Το 2007 εκλέχθηκε Βουλευτής Α΄ Αθηνών με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Μετείχε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και ήταν μέλος της Διπλωματικής Αντιπροσωπείας για τη φιλία και συνεργασία με τα κοινοβούλια της Γεωργίας, Νότιας Αφρικής και Σουηδίας. Στις εκλογές του 2009 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής.

Εραστής της γνώσης και της γραφής, είχε συγγράψει πεζά, θέατρο, παιδικά βιβλία και ποίηση. Το πρώτο βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» -που εκδόθηκε το 1969 και έκανε γνωστά τα βασανιστήρια της Χούντας των Συνταγματαρχών σε όλο τον κόσμο, μεταφράστηκε στα γαλλικά (Seuil, 1969), αγγλικά (Alison & Busby, 1970), σουηδικά (Rabén & Sjӧgren, 1970), φιλανδικά (Weilin+Gӧӧs, 1970), νορβηγικά (1973, με επίμετρο του Jim Beckett), τουρκικά (Yӧntem, 1972 & Alan Yayincak, 1989, με πρόλογο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ) καθώς και στα γερμανικά (εκδόσεις 2001).

Έκτοτε, δημοσίευσε και άλλα βιβλία, όπως Αριστερή Ανακύκλωση, Παράπλευρες καθημερινές απώλειες, Γυναίκες ευσεβείς του πάθους, Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική, Στο κέντρο του περιθωρίου, κλπ. Εκτός από πεζά, είχε συγγράψει και θεατρικά (π.χ. Tango Bar), αλλά και παιδικά έργα. Είχε εργαστεί ως αρθρογράφος στις εφημερίδες Ελευθεροτυπία, Η Εποχή και στην Εφημερίδα των Συντακτών. Είχε συνεργαστεί επίσης με διάφορα περιοδικά, πολιτικά ή λογοτεχνικά, όπως η Γαλέρα.

Έχοντας προσεγγίσει το νόημα της ζωής του και όντας πλούσιος σε εμπειρίες, μετά από μία σύντομη νοσηλεία, έφυγε από τη ζωή στις 11 Απριλίου του 2020 σε ηλικία 79 ετών. Τα παρακάτω λόγια στην έντυπη LIFO και στον Θοδωρή Αντωνόπουλο είναι αντιπροσωπευτικά τού ποιος ήταν.

«Με γοητεύει η ειλικρίνεια του βιώματος στους ανθρώπους. Αντιπαθώ την επίδειξη προσωπικότητας, μου θυμίζει εξουσία που αγιογραφεί εαυτήν. Κι εγώ δεν έχω μάθει, ξέρεις, να προσκυνώ, θέλω ισότιμους συνομιλητές απέναντί μου. Για τον ίδιο λόγο προτιμώ τη φυσική ομορφιά στις γυναίκες, όχι την επιτηδευμένη. Να, σαν τα μοντέλα των αγίων του Καραβάτζιο, που ήσαν αλήτες. Αν ήταν όλα τα θηλυκά όπως δείχνουν στην τηλεόραση, θα γινόμουν ευνούχος! Ναι, εξακολουθώ να πίνω, να καπνίζω και να ξενυχτώ όσο μου επιτρέπουν η φυσική κατάσταση και οι δραστηριότητές μου. Η ηδονή δεν είναι δωρεά, με τη φθορά αποκτιέται και μέσω αυτής δημιουργεί αντισώματα ζωής. Χρειάζεται όμως να οριοθετείς την ευχαρίστηση απέναντι στην καταστροφή, φροντίζοντας πνεύμα αλλά και σώμα. Η γερή κράση είναι προϋπόθεση ελευθερίας».

«Είμαι φτωχός σε υλικά αγαθά, πλούσιος όμως πολύ σε εμπειρίες. Έζησα ανοιχτά, ελεύθερα, σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, δίχως εξαναγκασμούς και συμβιβασμούς. Ήμουν πάντα με την Εύα, που δεν δέχτηκε τον μισό Παράδεισο που της δόθηκε αλλά τον διεκδίκησε ολόκληρο, γι’ αυτό και δάγκωσε το Απαγορευμένο Μήλο – το θέμα του επόμενου βιβλίου μου. Χάρηκα το διάβασμα, τη γραφή, τον έρωτα, τη δράση, τη δημιουργία. Ταξίδεψα, ξενιτεύτηκα, έκανα δύο γάμους κι έναν γιο, ζω είκοσι χρόνια τώρα αγαπημένα με την τελευταία σύντροφό μου, τη Μαρία, με την οποία δεν παντρευτήκαμε για να μη χρειαστεί να χωρίσουμε! Τελώ σε έναν διαρκή ενθουσιασμό. Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ναι, την ευχαριστήθηκα τη ζωή μου. Και ότι, τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω ηλίθιος».

«Μπορούμε και αξίζουμε να έχουμε μια καλύτερη Αθήνα. Να «πρασινίσουν» οι πολυκατοικίες, να αποκτήσουμε περισσότερα πάρκα, πυκνότερα δίκτυα πεζοδρόμων, καλύτερες συγκοινωνίες. Να ζωντανέψουν οι άστεγοι τα άδεια σπίτια κι όλα εκείνα τα νεοκλασικά που ρημάζουν. Να βγει στον δρόμο ο πολιτισμός. Τα είχα προτείνει αυτά και παλιότερα ως δημοτικός σύμβουλος. Χρειαζόμαστε, επίσης, υποδομές. Έχουμε Μέγαρο Μουσικής, αλλά όχι μουσικές σχολές. Στάδια-φαντάσματα που ξέμειναν από τους Ολυμπιακούς, αλλά όχι οργανωμένο αθλητισμό. Προσπάθειες για ήπια και ουσιαστική, αποκεντρωμένη ανάπτυξη, αντί για πομπώδη έργα βιτρίνας. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε την ανάκαμψη. Πολλές μικρές δράσεις, ατομικές και συλλογικές, μπορούν να μεταμορφώσουν την καθημερινότητά μας».

Ο υπερρεαλιστής του έρωτα Καζανόβα: Αυτή είναι η ερωμένη που τον άφησε (κυριολεκτικά) στο διαβάστηκε

Άγνωστος Στρατιώτης

Κάθε χώρα έχει ένα μνημείο

για τον άγνωστο στρατιώτη της.

Η Γαλλία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,

είχε ένα εκατομμύριο νεκρούς.

Από αυτούς το ένα τρίτο ήταν χωρίς όνομα.

Αλλά όταν τους καλούσαν είχαν όνομα,

διεύθυνση, αριθμό μητρώου.

Κανένας στρατός δεν έχει άγνωστους στρατιώτες.

Αλλά όταν σκοτώνονται,

φαίνεται πως σκοτώνεται και τ’ όνομά τους.

Άσυλο στο Χαρτί

Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,

χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.

Δεν είχαμε κι άλλη λύση.

Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.

Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.

Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.

Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,

όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.

Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.

Απόδραση

Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται.

Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.

Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.

Όλα είναι στο κεφάλι σου.

Σπάσ’ το και πέτα.

Ο ουρανός είναι απέραντος.

Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει∙

βρες την.

Ξέρω πώς είναι ο θάνατος

…και θα ‘χω αφήσει τόσα πίσω.

Ιδέες, αποφάσεις και αυτή την συγκατοίκηση με τον Μπαχ,

που ‘ταν ασφυκτική.

…και ένας ακόμα άγνωστος, θα μείνει, με τους αγνώστους.

Μπορεί και να θυμάμαι τα χέρια σου, τα μάτια σου, την πέτρα που έσκυψες και

μάζεψες δίπλα από την θάλασσα.

Για αυτό σου λέω, ξέρω πώς είναι ο θάνατος

Μια άλλη βραδιά όπως όλες οι άλλες..

Μέσος Έλληνας

Θέλουμε τη σωτηρία μας και αγαπάμε την καταστροφή μας.

Ψηφίζουμε κόμματα που μας έπεισαν με ψέματα και πιστέψαμε πως θα βρούμε δουλειά με την ψήφο μας.

Και πάντα περιμένουμε στις ατέλειωτες ουρές παντού.

Θυμώνουμε, αγανακτούμε, βρίζουμε.

Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα.

Ξαναγυρίζουμε στα ίδια.

Έτσι έχουμε συνηθίσει.

Την καταστροφή μας την ξέρουμε.

Αυτό μας δίνει σιγουριά.

Το άγνωστο είναι αβέβαιο.

Και αυτό μας τρομάζει.

Περίπατος

Είχα σβήσει με μπλάνκο το όνομά σου από την ατζέντα μου.

Δεν περίμενα να ξαναπάρεις τηλέφωνο ύστερα από τόσον καιρό.

Και όμως πήρες.

Ρώτησες αν ενοχλείς. Ήσουν ευγενική.

Το μέταλλο της φωνής σου, πολύτιμο όπως πάντα.

Ρώτησες αν γράφω.

Δεν ήθελες να με διακόψεις.

Εκτιμούσες πάντα την δουλειά μου.

Ρωτάς τι κάνω.

“Όλα καλά”, σου λέω.

Τί να σου πω;

Με γάμησες,

Περίπατο έκανες στη ζωή μου και τη διάλυσες.

Agapitos lines

Είχες χαθεί από μέρες.

Ούτε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή ούτε κάποιο σημείωμα κάτω από την πόρτα.

Κατέβηκα στο λιμάνι και έψαχνα για την άγονη γραμμή.

AGAPITOS LINES, με τις βρώμικες τουαλέτες και τα χυδαία φαγητά.

Περίμενα πως κάπου εδώ θα σε έβρισκα.

Ανέβαινα και κατέβαινα σκάλες.

Γύριζα στα σαλόνια και στις κουπαστές.

Τίποτα. Και φτάναμε στα λιμάνια μέσα στη νύχτα.

Χάζευα τα φώτα.

Ξαναφεύγαμε.

Και σε ξαναέψαχνα.

Μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω. Δεν ταξίδευα. Βούλιαζα.

Σοφοί και Άγιοι

Ήρωες και Άγιοι δεν υπάρχουν.

Τους έφτιαξαν μετά.

Ήθελαν να στηρίξουν την δικιά τους τυραννία αγιοποιώντας κάποια καθάρματα.

Τους δικούς μας σοφούς και αγίους δεν θα τους μάθουμε ποτέ.

Η εξουσία τους εξαφανίζει συστηματικά και σβήνει κάθε τους σημάδι.

Και εμείς τους αγνοήσαμε όσο ζούσαν δίπλα μας, σαν και εμάς.

Γιατί ποτέ δεν πιστέψαμε στον εαυτό μας.

Πώς να πιστέψουμε λοιπόν στον άλλον;

Οι εκτελεσμένοι

Εμείς οι εκτελεσμένοι δεν ξεκινήσαμε τυχαία.

Αυτό που θέλαμε ξεπερνούσε τη θνητή ζωή μας.

Και αποφασίσαμε να την ορίσουμε μέχρι το τέλος.

Τί θα μπορούσαν να μας κάνουν;

Μια ζωή μονάχα θα μας έπαιρναν.

Είχαμε ζήσει χίλιες.

Έτσι σταθήκαμε όρθιοι και αρνηθήκαμε να μας δέσουν τα μάτια.