Ένα λευκό σοκάκι, μια μπλε πόρτα και μια μπύρα είναι αρκετά για αυτό το καλοκαίρι

Γωγώ Φούντα
Ένα λευκό σοκάκι, μια μπλε πόρτα και μια μπύρα είναι αρκετά για αυτό το καλοκαίρι

Απόγευμα Κυριακής και παρέα με τη Χριστίνα πίνουμε καφέ στο κέντρο της Γλυφάδας. Λέμε τα νέα της εβδομάδας, όσα συνέβησαν στο γραφείο, όσα περιμέναμε και δεν ήρθαν, όσα μας χάλασαν τη διάθεση, όσα φάνηκαν να φέρουν μια ελπίδα που όμως δεν καρποφόρησε.

«Μήπως να πούμε για τις διακοπές;» της λέω και το κλίμα αμέσως αλλάζει. «Δεν πάμε στο σπίτι μου καλύτερα, να έχουμε και το λάπτοπ να κοιτάμε απευθείας;» ήρθε η απάντηση. «Να σταματήσουμε να πάρουμε δυο μπύρες πρώτα» είπα και δεν πρόλαβα να τελειώσω: «Έχω!». Μπύρες είχαμε, λάπτοπ είχαμε, Κυριακή απόγευμα ήταν, το σκηνικό ήταν έτοιμο.

Μέχρι ο υπολογιστής να ανοίξει, άνοιξε η πόρτα του ψυγείου. Έπειτα άνοιξαν δύο παγωμένες FIX, η μία μετά την άλλη. Μετά άνοιξε και ο χάρτης της Ελλάδας. Ζουμ στις Κυκλάδες.

IMG 3346
sofiasphotoss 325

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από το να έχεις φίλους που δεν χρειάζεται να μιλάς πολύ για να κάνεις ό,τι σε ευχαριστεί. Ό,τι ευχαριστεί και τους δύο. Και τέτοια φίλη είναι η Χριστίνα. Ξέρει ότι μου αρέσουν τα κυκλαδονήσια, ότι μου αρέσει η συγκεκριμένη μπύρα, ότι θέλω να πάω διακοπές Δεκαπενταύγουστο, για να έχει πανηγύρι, ότι μου αρέσουν τα μικρά νησιά γιατί με κουράζουν οι αποστάσεις.

Πάρος. Τα σοκάκια με τις ασβεστωμένες αυλές, τις μπλε πόρτες, τους καταδεκτικούς κατοίκους, τα απλωμένα δίχτυα, τα φρέσκα ψάρια και το πανηγύρι που μας έκανε μια παρέα με τους ντόπιους. Η περσινή μας μοναδική εμπειρία. «Πάμε Αντίπαρο φέτος» είπαμε σχεδόν ταυτόχρονα.

Όσο η Χριστίνα έψαχνε για ξενοδοχείο στο λάπτοπ, ακούστηκε πάλι εκείνο το γνώριμο τραγούδι από την τηλεόραση. «Θέλω μια εκδρομή των μυστικών των φανερών και των χαμένων εαυτών…» λέει μελωδικά η Δήμητρα Γαλάνη και κάθε φορά σαν να το ακούω πρώτη φορά, έστρεψα το βλέμμα μου στην εικόνα. Το άσπρισμα στα σοκάκια, τα σκαλιά, τις αυλές με έκανε να σκεφτώ όλες εκείνες τις ετοιμασίες που κάνουν οι κάτοικοι όσο περιμένουν να μας υποδεχτούν, πόση ενέργεια ξοδεύουν στις προετοιμασίες, όταν εμείς τους επισκεπτόμαστε για να ξεκουραστούμε και να διασκεδάσουμε. Όταν χορεύουμε μέχρι τα ξημερώματα, σε έναν ατέρμονο κύκλο, κάνοντας στροφές και τσουγκρίζοντας τις παγωμένες μας FIX. Ένας χορός… ένα γλέντι.

Και το επόμενο πρωί, πάλι αυτό το εκθαμβωτικό λευκό είναι εκεί, για να ξεκουράσει το βλέμμα σου και να αφήσει χώρο για το βαθύ μπλε της θάλασσας και το γαλάζιο του ουρανού. Για να γεμίσει τη φωτογραφική σου μηχανή με αναμνήσεις. Ένα χρώμα… μια παράδοση. Και πόσες ακόμα φωτογραφίες... Τα καΐκια, τα κίτρινα δίχτυα, το πάφλασμα στη θάλασσα, οι ψαράδες. Τα χέρια και το βλέμμα τους. Χιλιάδες πρόσωπα εμείς… ακούστηκε πάλι από την τηλεόραση.

Μετά θυμήθηκα τότε, κοντά στα έξι πρέπει να ήμουν, που είχαμε πάει με τη μαμά και τον μπαμπά διακοπές στη Ρόδο. Να περάσουμε απέναντι στην Κάλυμνο, επέμενε ο μπαμπάς. Σκάφανδρα και σφουγγάρια ήταν κάτι που αντίκρυζα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Πόσο μακρινή και γλυκιά ανάμνηση… Μια βουτιά… μια ανάσα. Του χρόνου να πάμε στην Κάλυμνο, λέω στη Χριστίνα. Να δούμε αν ασπρίζουν κι εκεί τα σπίτια, αν έχει πανηγύρι. Σηκώθηκε, άνοιξε το ψυγείο και έφερε δύο ακόμα παγωμένες FIX. «Στην Κάλυμνο λοιπόν», είπε.