Δυο δυο, στην κουζίνα δυο δυο

Δυο δυο, στην κουζίνα δυο δυο

Το ταλέντο στην μαγειρική δεν ήταν προαπαιτούμενο του έρωτός μας. 

The King

Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω την άρνησή της να ασχοληθεί με το μαγείρεμα. Δώσαμε ένα σκασμό λεφτά για να εντοιχίσουμε τα πάντα κλωνοποιώντας την κουζίνα της κολλητής της, σαν να ράβουμε το ίδιο κουζινο-πατρόν. Αυτό που φτιάχνεις μια κουζίνα που δεν πρέπει επ' ουδενί να δείχνει κουζίνα, γιατί δεν σκοπεύεις να τη χρησιμοποιήσεις ουσιαστικά. Και έκανα τον πόνο μου γαργάρα για το inox ψυγείο-ντουλάπα με τη μπροστινή σπέσιαλ θήκη ψύξης για τα αλκοολούχα και τις μπύρες όταν θα βλέπαμε Champions League με τους δικούς μου κολλητούς. Και από τότε που φτιάξαμε το εικαστικό installation της κουζίνας στο σπίτι μας, το εξοπλίσαμε καταλλήλως ενόψει μιας δυνητικής φουάρ σπιτικού μαγειρέματος.
Έτσι οργανώσαμε ένα σερί σαββατιάτικων επιδρομών στο ΧΨΖ hip μαγαζί που έχει την καλύτερη σπάτουλα σιλικόνης (σαν αυτή που είχε δει μια φορά στη Μπαρμπαρίγου), τον ντιζαϊνάτο τρίφτη για την παρμεζάνα (αυτόν που μας έφεραν στο Τοm's Kitchen στο Chelsea), τα δύο γουόκ (ένα παραδοσιακό και ένα πιο μοντερνουά) και τα κατσαρολικά του Jamie Oliver γιατί της άρεσε (ντε και καλά) το motto του «ότι οποιοσδήποτε μπορεί να μάθει να μαγειρεύει σε 24 ώρες», αλλά εις μάτην περίμενα το θαύμα (σημειώστε πώς στη θέση πλέον του Jamie είναι ο Σκαρμούτσος και όλη την ώρα μου πετάει σπόντες να χτυπήσω ένα «μανίκι» στο δεξί μου μπράτσο). Να τρώγονται, άραγε, εκείνα τα ντιζαϊνάτα μας πλακάκια;

The Queen

Η λάσπη ήταν η βασικότερη πρώτη ύλη που χρησιμοποίησα στη μαγειρική. Το γεγονός πως, όταν καταπιανόμουν με την παρασκευή δημιουργιών από το συγκεκριμένο (άγευστο υποθέτω) υλικό, η ληξιαρχική ηλικία μου δεν είχε υπερβεί ακόμα τον μονοψήφιο αριθμό, τα φαγητά μου παρασκευάζονταν σε πλαστική κουζίνα που δεν είχε ανάγκη από ηλεκτρικό ρεύμα, υγραέριο ή οποιαδήποτε άλλη μορφή ενέργειας για να λειτουργήσει και τα γεύονταν μόνο άψυχοι συνδαιτημόνες μικρού μεγέθους -aka κούκλες- ουδέποτε με προβλημάτισε. Ούτε και με πτόησε από το να οραματιστώ πως όταν θα μεγάλωνα η κουζίνα μου θα μεγάλωνε μαζί μου και θα αποκτούσε εμφάνιση που θα με έκανε να φουσκώνω από περηφάνια για την ομορφιά της (άντε και για τη χρηστικότητά της).
Ήλπιζα, το ομολογώ, πως το τόσο ενδιαφέρον περιβάλλον το οποίο θα συνέθεταν τα ντιζαϊνάτα αντικείμενα και οι οικοσκευές θα άναβε φιτιλιά στην μαγειρική δημιουργικότητά μου και θα με αναδείκνυε σε top chef. Φρούδες ελπίδες. Όχι μόνο σπατάλησα ώρες ατελείωτες στην αναζήτηση του ιδανικού ατμομάγειρα, της πιο παραδοσιακής και συνάμα καλαίσθητης γάστρας και εκείνης της μπλε ρουαγιάλ φριτέζας που είχε πάρει το μάτι μου στην open kitchen κάποιου Μαδριλένικου εστιατορίου αλλά κατάφερα και τα βρήκα κιόλας. Και τι κατάλαβα; Όσο και αν έστησα την κορμοστασιά μου ανάμεσα στις ultra αποδοτικές οικοσκευές μου, ξεφυλλίζοντας μαγειρικές βίβλους των αγαπημένων μου σεφ το μοναδικό επίτευγμα για το οποίο κατάφερα να κομπάζω είναι εκείνα τα αβγά ποσέ (που μου πέτυχαν στην 14η προσπάθεια).
Προς τι η μουρμούρα όμως; Δεν εξισορροπείται η έλλειψη υπερμεγέθους ψυγείου για τα μπιρόνια του τσαμπιολί με τα υπέροχα κερασί ντουλάπια μας; Και δεν απολαμβάνει ο γκρινιάρης συμβίος μου τα καλομαγειρεμένα ντελίβερι στα ντιζαϊνάτα σερβίτσια μας; Δεν αρκεί;

*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.