Πώς να κρυφτείς απ΄τα παιδιά; Οι στίχοι του Νιόνιου (και γιατί ο Σαββόπουλος πρέπει να διδάσκεται)
Ο Φοίβος Δεληβοριάς έκανε μια ανάρτηση που είναι (και) μάθημα για το πώς ο νεότερος συνομιλεί με τον παλαιότερο χωρίς δουλοπρέπεια και χωρίς μικροπρέπεια. Ο Νίκος Πορτοκάλογλου είπε: «Έχω χάσει εδώ και χρόνια τους δύο γονείς μου. Σήμερα μένω για τρίτη φορά ορφανός». Αναρτήσεις που συνοψίζουν το δέσιμο μιας γενιάς με έναν άνθρωπο που της έμαθε να σκέφτεται. Δυστυχώς, υπάρχουν πάντα κάποιοι που μιλούν για τη νέα γενιά σαν να μη γνωρίζει τίποτα -συγκάλυψη της δικής τους άγνοιας το λένε. Όμως ο Νιόνιος τους νέους τούς έπαιρνε πάντα στα σοβαρά, όπως αξίζει σε κάθε άνθρωπο που ξεκινά. Μην τους υποτιμάτε λοιπόν με ειρωνείες και «τσιτάτα» περί άγνοιας λόγω ηλικίας. Τον ξέρουν τον Νιόνιο. Τον ξέρουν γιατί τους αφορά. Κι αν κάτι οφείλουμε σε αυτή τη γενιά είναι να της εμπιστευτούμε τον Σαββόπουλο ως εργαλείο σκέψης -για να συνεχίσει να ονειρεύεται σαν τον Καραγκιόζη, να σώζεται απ’ αυτό που την τρώει, να στήνει γιορτές μέσα στην ερημιά και να κρατά τους χορούς ζωντανούς μέχρι το πρωί. Κάπου ανάμεσα στα «Μη μιλάς άλλο για αγάπη, η αγάπη είναι παντού», «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» και «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα», ίσως και κάποιοι μεγαλύτεροι θυμηθούν ποιοι είναι.
«’Κείνο που με τρώει, ’κείνο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη...». Όλοι κουβαλάμε μια ημερομηνία γέννησης και μια ημερομηνία θανάτου, δυο σημεία που κλείνουν μια βιογραφία και ανοίγουν μια ιστορία. Ο Διονύσης Σαββόπουλος διάλεξε να φύγει στις 21 Οκτωβρίου, ακριβώς την ημέρα που πριν πενήντα έξι χρόνια τυπώθηκε ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού του και της χώρας αυτής, το Περιβόλι του Τρελού. Μια σύμπτωση που λειτουργεί ως πολιτισμική ακρίβεια, σαν να θέλησε να κλείσει το προσωπικό του κύκλο ακριβώς πάνω στον άξονα που έθεσε η τέχνη του όταν ακόμα τα τραγούδια του ετοίμαζαν την είσοδό τους στη δημόσια σφαίρα.
Η ταύτιση της ημερομηνίας μάς κάνει να ξανασκεφτούμε τί πρεσβεύει ένας δημιουργός που δεν έγραψε μόνο με νότες και λέξεις αλλά με στάση. Ένας τεράστιος καλλιτέχνης που δεν περιορίστηκε στην αισθητική αλλά συνέδεσε την αισθητική με την πολιτική πράξη της καθημερινότητας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε από τη ζωή στα 81 του χρόνια: Ο Νιόνιος πέταξε ψηλά στη Συννεφούλα του
Για τον Σαββόπουλο: Νταλάρας, Αρβανιτάκη, Πορτοκάλογλου αποχαιρέτησαν τον δάσκαλο Νιόνιο
Μη μιλάς άλλο για αγάπη, η αγάπη είναι παντού
Όταν η φράση ακούγεται σε εφηβικό δωμάτιο σήμερα, δεν είναι φολκλόρ, ή ανάμνηση του παππού, αλλά πρόκειται για έναν τρόπο να περιγράψεις το διαρκές αίτημα για αξιοπρέπεια στις σχέσεις, στο σχολείο, στη γειτονιά, στη δουλειά. Αυτή η γραμμή προστάζει να σταματήσουμε τις αφαιρέσεις και να κοιτάξουμε το απτό, γιατί αν η αγάπη είναι παντού τότε βρίσκεται και στις πολιτικές αποφάσεις, στον τρόπο που οργανώνεται το σύστημα υγείας, στην πρόσβαση στον πολιτισμό, στον σεβασμό του άλλου που διαφωνεί. Από εδώ αρχίζει η υπόθεση ότι ο Σαββόπουλος -όπως ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης- πρέπει να διδάσκεται στο σχολείο.
Όχι -προφανώς- ως κατάλογος γνωστών ονομάτων, αλλά ως μηχανισμός ανάγνωσης της ελληνικής ταυτότητας μεταπολεμικά έως σήμερα, ως ζωντανό εργαστήριο πολιτισμού όπου ο μαθητής μαθαίνει με ιδέες, συγκρούσεις και συνθέσεις.
Σου μιλώ και κοκκινίζεις
Είναι αλήθεια πως η εκπαίδευση κοκκινίζει όταν ακουμπά όσα αποφεύγει να δει. Γιατί να διδαχθεί ο Σαββόπουλος στην τάξη; Γιατί μέσα στο έργο του συνυπάρχουν ο λόγος της παράδοσης και ο ηλεκτρισμός της νεωτερικότητας, η αλληγορία της αντίστασης και η ψυχρή διάγνωση της Μεταπολίτευσης, η κοινωνική κριτική και η αυτοκριτική, ο ρομαντισμός και ο σαρκασμός, όλα δεμένα με μια εμμονή στη γλώσσα που δεν είναι φιλολογία αλλά πολιτική πράξη. Το σχολείο έχει ανάγκη αυτή την αμηχανία που δημιουργεί ένα έργο πολυφωνικό. Εκεί μέσα γεννιέται η σκέψη. Εκεί ο έφηβος αποκτά την αίσθηση ότι μπορεί να ανοίξει μέρος της πραγματικότητας χωρίς να παραδοθεί στην άνεση του στερεότυπου.
Είχα είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου, Που ’μοιαζε συννεφάκι, συννεφούλα μου
Η εκπαίδευση χρειάζεται και την τρυφερότητα του μικρού τραγουδιού που έγινε κοινή μνήμη για τρεις γενιές, γιατί τα μεγάλα πολιτικά κείμενα του Νιόνιου δεν θα είχαν ασκηθεί στο κοινό αν ο ίδιος δεν ήξερε να μιλά και το ιδίωμα του έρωτα και της ματαίωσης και της καθημερινότητας. Στην τάξη δεν φέρνεις μόνο την πολιτική ιστορία των στίχων του αλλά και τη μαστοριά μιας γλώσσας που κρατά ζωντανό τον καθημερινό άνθρωπο, τον τρόπο που ο δημιουργός έπιασε τις μικρές λεπτομέρειες μιας εποχής και τις έκανε διαχρονικό κεφάλαιο.
Ήρθα τρεχάτος μέχρι εδώ, είπε ο παλιάτσος στο ληστή. Κι αν σου ’χει μείνει μια σταλιά ντροπή, δώσε λιγάκι προσοχή
Εδώ μπαίνουν στο μάθημα οι δύσκολες πλευρές του. Αντισυμβατικός, πεισματάρης, επίμονος, πολυσχιδής, ξεροκέφαλος. Ένας καλλιτέχνης που έσπαγε τη σιωπή και έσπαγε και την υποκρισία, που επέλεγε τη σκηνή ως χώρο πολιτικού θεάματος και όχι ως ναό. Όταν στο Ηρώδειο προκάλεσε, πριν είκοσι χρόνια, βγάζοντας από τούρτα την Καλομοίρα, δεν επιζητούσε φτηνό σόου. Ήθελε να δοκιμάσει αν η υψηλή σκηνή αντέχει να συναντήσει την ποπ, αν το θέαμα μπορεί να συνομιλήσει με την ιστορία χωρίς να ακυρωθεί καμιά από τις δυο πλευρές. Η απάντηση στο γιατί το έκανε ήταν πάντα το «γιατί μπορούσε». Γιατί ο καλλιτέχνης που άγγιξε τον πολιτικό πυρήνα της γλώσσας είχε κερδίσει το δικαίωμα να δοκιμάζει το περίγραμμα του θεάματος. Και γιατί ήξερε ότι το ελληνικό τραγούδι ή θα παραμένει ζωντανό ή θα γίνει μουσειακό έκθεμα. Η τάξη χρειάζεται αυτή την αντοχή σε προσβολές του γούστου και σε ανατροπές του κλίματος. Η παιδεία χωρίς ρίσκο γίνεται ύπνωση.
Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά. Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
Όποιος νομίζει ότι ο έφηβος δε θα καταλάβει τις αντιφάσεις του Νιόνιου δεν έχει μπει σε προαύλιο ούτε έχει κάτσει σε λεωφορείο δίπλα σε δεκαεξάρηδες που κάνουν πολιτική ανάλυση με όρους πιο καθαρούς από την τηλεοπτική μας φλυαρία. Το σχολείο δεν πρέπει να προστατεύσει τα παιδιά από την πολυπλοκότητα του έργου του. Οφείλει να τους την εμπιστευθεί. Για να δουν πώς ένας άνθρωπος που πίστεψε σε μεγάλα πράγματα διαφώνησε με τους ίδιους τους φίλους του, γύρισε εναντίον βολικών αφηγήσεων, έκανε σκληρή κριτική στην παράταξη που τον διαμόρφωσε, έγραψε τραγούδια που τσάκισαν τα νεύρα όσων είχαν ανάγκη από έναν άγιο. Η εκπαίδευση που αποφεύγει την αμφισημία κάνει κακό στην κοινωνία, διότι παραδίδει νέους ανθρώπους απροπόνητους στη δημαγωγία.
Μ’ αγαπάει τη μια, την άλλη με ξεχνάει
Η σχέση του κοινού με τον Σαββόπουλο δεν υπήρξε ποτέ σταθερή. Άλλοι τον αγιοποίησαν, άλλοι τον αποκαθήλωσαν, πολλοί τον ακολούθησαν μέχρι να σκοντάψουν πάνω στην πολιτική του μετατόπιση και άλλοι ανακάλυψαν το έργο του από την ανάποδη. Αυτή η κίνηση είναι πολύτιμο υλικό για μια τάξη με αιώνιους μαθητές και αποτελεί μεγάλο μάθημα ότι οι δημιουργοί δεν δουλεύουν ως επιβεβαίωση της δικής μας ταυτότητας. Η σκέψη θέλει τριβή και η δημοκρατία θέλει ανοχή στην ενόχληση.
Ας κρατήσουν οι χοροί
Η πολιτική δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στα βήματα της εξουσίας, αλλά εκεί όπου οι άνθρωποι στέκονται γύρω από το ίδιο τραπέζι και θυμούνται ότι ανήκουν ο ένας στον άλλον. Μικροί και μεγάλοι θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η διάρκεια του χορού είναι η διάρκεια της συλλογικότητας, η αντοχή του ρυθμού μέσα στον θόρυβο της διαίρεσης, η άρνηση να αντικατασταθεί η κοινή εμπειρία από το σύνθημα ή το trending θέμα. Σήμερα που ο δημόσιος λόγος μοιάζει με διαγωνισμό θυμού, η φράση αυτή αποκτά πολιτική βαρύτητα γιατί ο Σαββόπουλος δεν ήθελε να πείσει ή να επιβληθεί, ήθελε να ενώσει, να φτιάξει ξανά τον κύκλο, να αποδείξει πως η γιορτή, όταν είναι κοινή, είναι το πιο ουσιαστικό πολιτικό γεγονός που μπορεί να μας συμβεί.
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς
Σε αυτόν τον στίχο χωράει ολόκληρη η ιστορία της χώρας όπως την έζησαν διαφορετικές γενιές. Οι boomers φέρνουν τη ζωντάνια των συναυλιών, η Generation X την κούραση των χαμένων υποσχέσεων, οι millennials τη σύγχυση μιας κοινωνίας που κατέρρευσε οικονομικά, και η Gen Z τη νέα γλώσσα του διαδικτύου που όλα τα αποδομεί. Μέσα σε αυτή την ποικιλία εμπειριών, τα τραγούδια του Σαββόπουλου λειτουργούν σαν κοινό έδαφος, ένας τόπος όπου οι γενιές μπορούν να συναντηθούν, να διαφωνήσουν, να καταλάβουν η μία την άλλη. Δεν είναι μουσική για να τραγουδηθεί απλώς αλλά για να διδαχθεί και στις επόμενες γενιές, γιατί πίσω από κάθε του στίχο κρύβεται μια μορφή πολιτικής αγωγής. Η συνείδηση πως η ιστορία γράφεται από όλους, όχι από λίγους.
Μέρες καλύτερες θα ’ρθούν τίποτα πια δε σβήνει
Όχι ως αισιοδοξία υποχρεωτική, όχι ως παρηγοριά, αλλά ως στάση ευθύνης. Η αξία του έργου του Σαββόπουλου, δεν είναι να προσφέρει παρηγοριά αλλά ευθύνη. Να σε κάνει να δεις τα όρια και να θελήσεις να τα μετακινήσεις. Ο Νιόνιος δεν ήταν πεισματάρης επειδή νόμιζε ότι έχει δίκιο, αλλά επειδή είχε το θάρρος να αλλάζει χωρίς να διαλύεται. Ένας καλλιτέχνης με χίλια πρόσωπα και έναν κορμό, που πείραξε τη φόρμα, αμφισβήτησε την ευπρέπεια, έκανε θέαμα εκεί όπου το θέαμα θεωρήθηκε βεβήλωση, και άντεξε να είναι ξεροκέφαλος όταν όλοι γύρω του ζητούσαν βεβαιότητες.
Ο Δεληβοριάς για τον Νιόνιο
Σε αυτή τη διαδρομή δε στάθηκε μόνος. Η σύγχρονη γενιά δημιουργών δούλεψε δίπλα του και απέναντί του. Ο Φοίβος Δεληβοριάς έκανε μια ανάρτηση που είναι μάθημα για το πώς ο νεότερος συνομιλεί με τον παλαιότερο χωρίς δουλοπρέπεια και χωρίς μικροπρέπεια. Εκεί καταλαβαίνεις ότι ο Σαββόπουλος είχε γίνει χώρος μέσα στον οποίο οι άλλοι γράφουν τις δικές τους προτάσεις. Και εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι η διδασκαλία του έργου του δεν είναι υποχρέωση απέναντι σε ένα μνημείο αλλά δικαίωμα απέναντι στην ίδια τη γλώσσα μας.
Ο Πορτοκάλογλου για τον Νιόνιο
«Έχω χάσει εδώ και χρόνια τους δύο γονείς μου. Σήμερα μένω για τρίτη φορά ορφανός». Το δημόσιο αντίο του Νίκου Πορτοκάλογλου, περιγράφει μια γενιά που μεγάλωσε με τη φωνή του Σαββόπουλου ως γονική παρουσία –έναν άνθρωπο που της έμαθε να σκέφτεται, να αμφισβητεί και να τραγουδά. Αυτή η «ορφάνια» δεν είναι πένθος αλλά μεταβίβαση ευθύνης. Από εδώ και πέρα, ό,τι εκείνος υπήρξε, περνά στα χέρια όσων έμαθαν από αυτόν.
Το ερώτημα αν προκάλεσε άδικα γενικά στη ζωή του δεν είναι γόνιμο
Το γόνιμο ερώτημα είναι αν κάθε πρόκληση άνοιξε χώρο. Όταν έστησε το επεισόδιο με την Καλομοίρα, άνοιξε συζήτηση για τις ιεραρχίες του πολιτισμού και για την ακαμψία μας απέναντι στην ποπ κουλτούρα. Όταν πέρασε σε μια περίοδο σκληρού σχολιασμού της Μεταπολίτευσης, άνοιξε συζήτηση για την αυτοεικόνα της προοδευτικής παράταξης. Όταν υποχώρησε η δημοφιλία του, άνοιξε συζήτηση για την αντοχή ενός καλλιτέχνη να πληρώνει το τίμημα των επιλογών του. Το μάθημα εδώ δεν αφορά τη σωτηρία ενός ήρωα. Αφορά την αποδοχή ότι η ελευθερία έχει κόστος και ότι η τέχνη χωρίς κόστος είναι άσκηση δημοσίων σχέσεων.
Η πολιτικοποίηση του μαθήματος δεν γίνεται με συνθήματα
Γίνεται με ανατομία του κειμένου, του συμφραζομένου, της στιγμής. Στη Δικτατορία, ο υπαινιγμός υπήρξε όπλο, στη Μεταπολίτευση, η ειρωνεία έγινε καθρέφτης αυτογνωσίας. Στην εποχή του κατακερματισμού, η μίξη ειδών έγινε όχημα συνεννόησης. Αυτά δεν τα μεταδίδεις ως θεωρία. Τα δουλεύεις με παραδείγματα, με συγκρίσεις, με αντιπαραβολές. Ζητάς από τους μαθητές να χαρτογραφήσουν πού μιλά η ποιητική φωνή, πού μιλά ο πολίτης, πού μιλά ο σκηνοθέτης της σκηνής. Ζητάς να εντοπίσουν την αλλαγή στο ύφος, να επιχειρηματολογήσουν πάνω στην αποτελεσματικότητα ενός στίχου, να αναγνωρίσουν την ευθύνη της γλώσσας.
Η παρακαταθήκη του Σαββόπουλου στην εκπαίδευση είναι διπλή
Από τη μια, το περιεχόμενο. Τα τραγούδια που έγιναν κεφάλαια της συλλογικής μας πορείας. Από την άλλη, η μέθοδος. Η άρνηση της μονολιθικότητας. Η ιδέα ότι η παράδοση δεν είναι πίσσα που σε ακινητοποιεί αλλά υλικό που ανασυντίθεται. Η αντίληψη ότι ο καλλιτέχνης δεν υπηρετεί την εικόνα του ακροατηρίου αλλά το έργο του, και το έργο του οφείλει να αντέχει την απόρριψη. Αυτό είναι μάθημα δημοκρατίας. Και αυτό λείπει από τα προγράμματα σπουδών που φοβούνται το πολιτικό υπόστρωμα της τέχνης.
Κάποτε θα χρειαζόταν να πούμε και κάτι ακόμα. Η μουσική του λειτούργησε ως γλωσσομάθεια. Έδειξε ότι η ελληνική γλώσσα μπορεί να τραγουδήσει χωρίς να μικραίνει, ότι ο λόγος μπορεί να είναι πυκνός και ελκυστικός μαζί, ότι το σύνθετο δεν είναι ελιτισμός, ότι το λαϊκό δεν είναι απλοϊκό. Η διδασκαλία ενός τέτοιου έργου δεν καλλιεργεί ειδικούς. Καλλιεργεί πολίτες με γούστο και κρίση. Καλλιεργεί νέους που δεν τρομάζουν όταν το τραγούδι τους ζητά να σκεφτούν.
Όταν συζητάμε για το σχολείο, συχνά αντιμετωπίζουμε τους εφήβους σαν να ήταν ακροατήριο που πρέπει να προστατεύσουμε από την πολυπλοκότητα. Αυτός ο πατερναλισμός παράγει κυνισμό. Ο νέος άνθρωπος μαθαίνει γρήγορα όταν τον παίρνεις στα σοβαρά. Και ο Νιόνιος τούς έπαιρνε πάντα στα σοβαρά.
Σε αυτό το κείμενο μιλήσαμε πολιτικά γιατί το θέμα είναι πολιτικό
Το ποιον διδάσκεις στο σχολείο είναι απόφαση για το πώς φτιάχνεις τους πολίτες του αύριο. Αν διδάσκεις μόνο ακίνδυνους ήρωες, φτιάχνεις ακίνδυνους πολίτες. Αν διδάσκεις έργα που τσαλακώνουν την εικόνα τους, ανοίγεις δρόμο σε ανθρώπους που αντέχουν την πολυπλοκότητα. Ο Σαββόπουλος άνηκε και ανήκει σε αυτή την ύλη που δεν υπηρετεί βιογραφίες αλλά την έννοια του δημόσιου χώρου. Γι’ αυτό τον θέλουμε στην τάξη. Γιατί πέρα από τα τραγούδια, διδάσκει πώς μιλάμε ο ένας στον άλλον όταν διαφωνούμε. Και αυτό είναι το μόνο που κρατά μια κοινωνία από το να γίνει μάζα.
Στο τέλος γυρίζουμε εκεί που ξεκινήσαμε. Η ημερομηνία του τέλους επικάθεται πάνω στην ημερομηνία της αρχής. Το Περιβόλι του Τρελού έβαλε σε τροχιά έναν τρόπο να υπάρχουμε δημόσια μέσα από τη μουσική. Το τέλος σηματοδοτεί ότι αυτή η τροχιά ολοκληρώθηκε ως βιογραφία και όχι ως δυνατότητα. Το έργο συνεχίζει να κινείται, να γεννά αναγνώσεις, να προκαλεί συμπάθειες και αντιπάθειες, να βρίσκεται στη διάθεση ενός δεκαπεντάχρονου που κάνει scroll και σταματά πάνω σε μια παλιά ασπρόμαυρη εμφάνιση γιατί ο ρυθμός μιλάει ακόμα, γιατί ο στίχος φαίνεται παράξενα οικείος, γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να ζητά τρόπους να συζητήσει με τον εαυτό της χωρίς να διαλύεται.
Και κάτι τελευταίο που δεν είναι υστερόγραφο, είναι θέση
Μην υποτιμάτε τους νέους ανθρώπους με εξυπνακίστικες ατάκες για τσιτάτα και για άγνοια. Πού να ξέρει, λένε, ένα παιδί δεκαπέντε ή είκοσι χρονών τον Σαββόπουλο. Προφανώς και τον ξέρουν. Τον ξέρουν από την ιστορία, τους γονείς, από αποσπάσματα που κυκλοφορούν, από διασκευές, από playlist, από δασκάλους που τόλμησαν να φέρουν στην τάξη ένα τραγούδι χωρίς να ανησυχήσουν τι θα πουν οι σύλλογοι. Τον ξέρουν γιατί τους αφορά. Όχι επειδή έζησαν τον ίδιο χρόνο αλλά επειδή αναγνωρίζουν πότε μια αληθινή φωνή δεν μιλά για το χτες, αλλά για αυτούς. Κι αν κάτι οφείλουμε σε τούτη τη γενιά είναι να της εμπιστευτούμε τον Νιόνιο ως εργαλείο σκέψης και όχι ως εθνικό κειμήλιο.
Για να συνεχίσει να ονειρεύεται σαν τον Καραγκιόζη και να σώζεται από αυτό που την τρώει, να επιμένει εκεί που τακτοποιημένοι άνθρωποι ζητούν σιωπή, να στήνει γιορτές εκεί που ο δημόσιος λόγος στέγνωσε, να παίρνει στα σοβαρά τη χαρά και να κρατά τους χορούς ζωντανούς μέχρι το πρωί.

