Πέμπτη χρονιά Γάλα

Πέμπτη χρονιά Γάλα

Είναι Σαββάτο βράδυ, στην λεωφόρο Αλεξάνδρας, που δείχνει πιο παγωμένη, πιο γκρι, περισσότερο έρημη, σαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Φύσει αυτός ο πολικός αέρας, που σκότωσε κόσμο στην Ανατολική Ευρώπη. Οι ελάχιστοι διαβατές δε γελάνε, δε χαμογελάμε καν, δεν κοιτιούνται. Ούτε τα ζευγάρια δε κρατιούνται χέρι χέρι. Είναι βαριά μάλλον η κατατονία μου και όλα μου φτάνουν ένα πλάκωμα στην καρδιά σα να έχει χτιστεί μια πόλη ολόκληρη πάνω στο στήθος μου. Αυτή η πόλη. Των 5.000.000 ομήρων και θυσιασμένων. Γιατί βγαίνω; Μόνο για θέατρο. Και πάλι το Γάλα. Και πάλι το θέατρο γεμάτο για πέμπτη χρόνια που ανεβάζει η Άννα Βαγενά και ύστερα από περιοδείες σε όλη την Ελλάδα και ύστερα από τις πρώτες παραστάσεις του στο Εθνικό επί Κούρκουλου.

Συγγραφέας ο Βασίλης Κατσικονούρης, που σας έχω ήδη γράψει αρκετές φορές για τις δουλειές του και νομίζω πως καταλαβαίνετε πως τον θαυμάζω. Φιλόλογος σε νυχτερινό σχολειό. Βλέπει παιδιά με «κουρασμένα χέρια», συχνά να κοιμούνται, ξεθεωμένα από την μέρα, πάνω στα θρανία. Βλέπει αβοήθητη, έρμη νιότη, αδιέξοδα, ασπλαχνιά από έναν κόσμο τόσο σκληρό, που προκαλεί για την Αποκάλυψη του.

Τόσα χρόνια έχουν γραφεί κριτικές από υμνητικές έως πάρα πολύ υμνητικές, που δεν περιμένατε εμένα να σας πω να πάτε να δείτε αυτό τον έργο. Να το βγάλω όμως από μέσα πως χείμαρροι συναισθήματα εξαπολύονταν πάνω στη σκηνή και έφταναν στις δίκες μας ψυχές, κάτω στην πλατεία. Η μετανάστευση, το να είσαι ξένος, να μην ανήκεις πουθενά, να μετεωρίζεσαι χωρίς πατρίδα και η μόνη σου αναφορά να ναι τα παιδικά σου χρόνια. Η αθωότητα, η ανεμελιά, οι λιακάδες, ο γρήγορος χρόνος, η ελευθερία, η αγάπη εκείνων των χρόνων. Και γύρω μια κοινωνία - Ιανός, που ο ρατσισμός είναι το ένα της πρόσωπο και το άλλο όπως αυτό όλων των κοινωνιών ο αποκλεισμός, τα στεγανά, η εκμετάλλευση, το σκοτάδι των ψυχών.

Κανένα από τα πρόσωπα του ρωμαϊκού θεού, λοιπόν, δεν χαμογελά. Ο ένας γιος σχιζόμενης και ειλικρινής με τον εαυτό του. Η μάνα, μάνα δύναμη! Ώσπου σπάσει η καρδιά της. Και ο τραγικός Αντώνης. Ο αδελφός που ελπίζει στο μέλλον, στο ρίζωμα σε μια Ελλάδα, όπου όλα είναι δυνατά, γη της επαγγελίας για ποιον; Για τι; Και πως; Να γίνει Έλληνας, να λογίζεται τέτοιος. Να μη λέει τρέλες ο αδελφός. Βλέπω τον φίλο Βασίλη Παλαιολόγο, να είναι αυτός ο Αντώνης στη σκηνή. Βλέμματα. Σιωπές. Ένταση. Κάνει να χτυπήσει τον αδελφό του. Τρέμει όλος. Το κεφάλι, τα χέρια, το σώμα του. Και η Άννα Βαγενά, ποτάμι μητρότητας και φυσικά ταλέντου.

Όταν το έργο τελειώνει, της μιλάω και νιώθω πως θέλω να την αγγίξω. Της πιάνω το μανίκι. Δεν αντιδρά. Καταλαβαίνει. Να δω πως ζει μετά από την παράσταση, πως η Άννα, όχι η Ειρήνη, η Ρίνα, η Ρινούσκα. Και αγκαλιάζω τον Βασίλη, σαν να αγκαλιάζω τον Αντώνη. Με παρηγορεί –ο Βασίλης. Στο τέλος της βραδιάς, αφού με ποτίζει, μου λέει αστεία, προσπαθεί και με βλέπει εκεί κολλημένη, μου λέει «έλα, βρε. Στο κάτω κάτω θέατρο είναι». Αυτό με θλίβει. Πως είναι θέατρο. Άρα αλήθεια. Άρα ζωή. Ο Δημήτρης Πάτσης είναι ο Λευτέρης.

Ό,τι κι αν παίξει σε αυτή τη ζωή, εγώ τον Λευτέρη θα βλέπω και άντε να με ξεκολλήσεις από αυτό! Και η Ηλιαννα Αράβη είναι η κοπέλα που αγαπά και μοιάζει με τις εύθραυστες κοπέλες που αγαπούν. Ο Αντώνης λέει πως τίποτα δε ξαναγίνεται ποτέ. Ο συγγραφέας σημειώνει, στοιχειωμένος για πάντα απ τον Λευτέρη πως ένα βράδυ «... ήρθε στον ύπνο μου. Στάθηκε εκεί στην πόρτα, όπου εγώ, μέσα στο δωμάτιο, μουτζούρωνα χαρτιά και με κοιτούσε. Γύρισα ξαφνιασμένος από τον ήχο των λαϊκών τραγουδιών που έπαιζε το ραδιοφωνία στα χέρια του.

Και είπε «Πες του Αντώνη, ότι καμία φορά... ίσως και να ξαναγίνονται όλα. Άμα αγαπιέσαι... Αλλιώς παντού και πάντα ξένος είσαι. Έτσι λέω εγώ...»...

Κλαίω. Λυτρώνομαι. Απελευθερώνομαι. Κλαίνε και οι άλλοι γύρω μου. Φεύγει η Αθήνα από το στήθος μου. Όλα ξαναγίνονται, όλα. Άμα αγαπιέσαι...