11η Σεπτεμβρίου: Η επίθεση που δεν προλήφθηκε γιατί απλά προβλέφθηκε από γυναίκες

 Άρτεμις Σκούφου
11η Σεπτεμβρίου: Η επίθεση που δεν προλήφθηκε γιατί απλά προβλέφθηκε από γυναίκες
AP Photo/Marty Lederhandler

Μια ιστορία για το «glass ceiling» - τη δυσκολία των γυναικών να ανελιχθούν στην επαγγελματική ιεραρχία - και πώς η 11η Σεπτεμβρίου θα μπορούσε να είχε προληφθεί. Η επίθεση που έγινε σαν σήμερα πριν 23 χρόνια και σημάδεψε την ιστορία.

Για δεκαετίες, η CIA, που ιδρύθηκε το 1947, αποτελούνταν κατά βάση από άνδρες. Η υπηρεσία συνήθιζε να προσλαμβάνει γυναίκες ως υπαλλήλους, αρχειοφύλακες και γραμματείς, αλλά δεν τις τοποθετούσε σε κορυφαίες θέσεις εργασίας, ιδίως σε εκείνες που αφορούσαν την κατασκοπεία.

Σύμφωνα με μια σειρά εκθέσεων που διεξήχθησαν κατά τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, η άποψη πολλών αξιωματικών στο Λάνγκλεϊ ήταν ότι οι γυναίκες ήταν πιο συναισθηματικές από τους άνδρες, λιγότερο πιθανό να τις έπαιρναν στα σοβαρά στο εξωτερικό και ότι δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν στην κατασκοπεία και στη στρατολόγηση ξένων υπηκόων για να μοιραστούν κρατικά μυστικά.

Όταν το γραφείο ίσων ευκαιριών της υπηρεσίας διερεύνησε μια καταγγελία για διακρίσεις που υποβλήθηκε από μια γυναίκα αξιωματικό στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η έκθεση που προέκυψε διαπίστωσε «ακούσιες, υποσυνείδητες, ασυνείδητες διαδικασίες διακρίσεων που έχουν θεσμοθετηθεί από την πράξη». Η υπηρεσία συμβιβάστηκε με την καταγγέλλουσα, αλλά στη συνέχεια, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, βρέθηκε να διευθετεί δύο μεγάλες αγωγές για διακρίσεις λόγω φύλου που είχαν ασκηθεί από γυναίκες στη μυστική υπηρεσία.

Μια μελέτη του 1992 για το «glass ceiling» που ανατέθηκε από τη CIA διαπίστωσε ότι οι γυναίκες αποτελούσαν σχεδόν το 40% του επαγγελματικού εργατικού δυναμικού, αλλά μόνο το 10% της ελίτ της Ανώτερης Υπηρεσίας Πληροφοριών. Οι γυναίκες συχνά έβρισκαν το περιβάλλον των κεντρικών γραφείων «άβολο και αποξενωτικό», ανέφερε η μελέτη, ενώ οι λευκοί άνδρες έτειναν να λαμβάνουν «αποστολές καριέρας».

Αυτή η ιστορία εξηγεί την απόρριψη που δέχτηκε η σε μεγάλο βαθμό γυναικεία ομάδα που παρακολουθούσε την Αλ Κάιντα. Για περισσότερο από μια δεκαετία, αρχής γενομένης από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο αναδυόμενος κλάδος της αντιτρομοκρατίας ήταν μια αποστολή χαμηλής προτεραιότητας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που τόσες πολλές γυναίκες παραπέμφθηκαν σε αυτόν. Αλλά παρόλο που ήταν σε καλή θέση για να εντοπίσουν τα πρώτα σημάδια της ανόδου της Αλ Κάιντα, συχνά δυσκολεύονταν να ακουστούν οι φωνές και οι προειδοποιήσεις τους.

Αμέτρητες έρευνες έχουν εξετάσει γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είδαν την 11η Σεπτεμβρίου να έρχεται, και οι εξηγήσεις είναι πολλές. Όμως ένας παράγοντας που δεν αποτυπώνουν πλήρως αυτές οι εκτιμήσεις είναι ότι ορισμένοι αναλυτές γνώριζαν ότι μια τέτοια επίθεση θα μπορούσε να συμβεί, και ότι πολλοί από τους πρώτους, πιο επίμονους και πιο οξυδερκείς από αυτούς ήταν γυναίκες, σε έναν θεσμό που υποτιμούσε επί μακρόν τις γυναίκες και το έργο τους.

Η συγκλονιστική ιστορία της τελευταίας γυναίκας που σώθηκε από τα συντρίμμια των δίδυμων πύργων

Όταν οι γυναίκες είδαν την 11η Σεπτέμβρη να έρχεται αλλά κανείς δεν τις πίστεψε

Ένας από τους πρώτους αξιωματικούς που έδωσαν προσοχή στην Αλ Κάιντα ήταν μια εικοσάχρονη αναλύτρια ονόματι Cindy Storer, καλή στα μαθηματικά, έξυπνη και λάτρης των αινιγμάτων. Το 1989, εντάχθηκε στο γραφείο που ήταν υπεύθυνο για τη μελέτη του Αφγανιστάν, το οποίο για 10 χρόνια ήταν υπό την κατοχή των σοβιετικών εισβολέων, με τη CIA να διαχειρίζεται ουσιαστικά την αντίσταση. Τη χρονιά που η Storer εντάχθηκε στον τομέα, ο σοβιετικός στρατός ηττήθηκε- δύο χρόνια αργότερα, η Σοβιετική Ένωση έπεσε. Το Αφγανιστάν, για τους περισσότερους αξιωματικούς, έμεινε ασήμαντο με τον τότε διευθυντή της CIA να δηλώνει «απομακρυνθήκαμε».

Ωστόσο, η γυναίκα αυτή παρέμεινε στην περιοχή, παρακολουθώντας τις παρατάξεις των διαφόρων φυλών να μάχονται για τον έλεγχο της χώρας. Αλλά άρχισε να παρατηρεί και κάτι άλλο. Οι Άραβες μαχητές που είχαν ταξιδέψει από τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία για να βοηθήσουν στην απόκρουση των σοβιετικών κατακτητών ξεκίνησαν τότε να εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο. Αυτοαποκαλούνταν μουτζαχεντίν: Ισλαμιστές πολεμιστές που ασκούσαν τζιχάντ, ή ιερό πόλεμο, κατά των άπιστων εθνών. Ήταν βίαιοι, αντιδυτικοί και ο αριθμός τους αυξανόταν.

Η Cindy Storer άρχισε να μαθαίνει από μόνη της πώς να κάνει ανάλυση της τρομοκρατίας, μια νέα δεξιότητα που συνεπαγόταν να βγάζει άκρη από διάφορα αρχεία και υποκλαπείσες συνομιλίες. Αναλύοντας τις απομαγνητοφωνήσεις, τα τηλεγραφήματα και τα άρθρα ειδήσεων στην αραβική γλώσσα, ξεκίνησε να εντοπίζει ποιοι μαχητές επηρεάζονταν από ποιους ανθρώπους και ομάδες. Καθώς μιλούσε με συναδέλφους και προϊσταμένους, ωστόσο, της φάνηκε ότι ελαχιστοποιούσαν την απειλή σε μια εποχή κατά την οποία οι πόροι της CIA συρρικνώνονταν και τα γραφεία ήταν ανταγωνιστικά και με έλλειψη προσωπικού.

Αργότερα, συναντήθηκε με μια πιο υψηλόβαθμη αναλύτρια της Εγγύς Ανατολής και της Νότιας Ασίας, την Barbara Sude. Η τελευταία πέρασε μέσα από μια φουρτούνα θέσεων στην υπηρεσία, όμως για καλή της τύχη, κάποια στιγμή έστρεψε την προσοχή της στο πολιτικό Ισλάμ και έπειτα και στους ισλαμιστές εξτρεμιστές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν διασυνδέσεις με την τρομοκρατία.

Σύντομα, μια τρίτη γυναίκα, η Gina Bennett, εντάχθηκε στις προσπάθειες αυτών των δύο γυναικών. Η Gina δεν κατάφερε το 1988 να μπει στη CIA και έπιασε δουλειά ως δακτυλογράφος στο State Department. Προήχθη γρήγορα στο Γραφείο Πληροφοριών και Έρευνας του υπουργείου, γνωστό ως INR, όπου εργάστηκε ως νεαρή αναλύτρια στο γραφείο παρακολούθησης τρομοκρατίας, το οποίο εξέταζε τηλεγραφήματα σχετικά με εκρήξεις και απειλές. Μετά από μήνες στη νέα της δουλειά, στις 21 Δεκεμβρίου 1988, η πτήση 103 της Pan Am εξερράγη πάνω από το Λόκερμπι της Σκωτίας. Σχεδόν 300 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε μια τρομοκρατική βομβιστική επίθεση που αποδόθηκε σε πράκτορες της Λιβύης.

Η τρομοκρατία αυξανόταν όλο και περισσότερο

Ενώ ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί, άρχισε να εργάζεται πάνω σε ένα υπόμνημα για το καθημερινό δελτίο του INR, μια συλλογή πληροφοριών για τους διπλωμάτες και την κοινότητα εθνικής ασφάλειας. Αυτό, δημοσιεύτηκε στο δελτίο του INR τον Αύγουστο του 1993. Στο υπόμνημά της είχε προειδοποιήσει μεταξύ άλλων «Η αντίληψη ότι οι ΗΠΑ έχουν μια αντι-ισλαμική ατζέντα εξωτερικής πολιτικής αυξάνει την πιθανότητα τα συμφέροντα των ΗΠΑ να γίνονται όλο και περισσότερο στόχοι».

Σε μια εποχή που το όνομα Osama bin Laden δεν εμφανιζόταν σχεδόν πουθενά στον δυτικό Τύπο, η Bennett ονόμασε τον άνθρωπο που έπρεπε να προσεχθεί.

Έχοντας διασταυρωθεί με τη Sude στη CIA, η Bennett την κάλεσε να συμμετάσχει σε μια άτυπη διυπηρεσιακή ομάδα που μελετούσε τους πολεμιστές. Η Sude προσκάλεσε τη Storer, και οι γυναίκες συνεργάστηκαν με μια μικρή ομάδα αξιωματικών από το State, τη CIA, το FBI και την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, οι οποίοι συναντήθηκαν σε δανεικά γραφεία, ανταλλάσσοντας έγγραφα, γνώσεις και έρευνες.

Η Storer κινήθηκε πολύ γρήγορα και η αναλύτρια του State Department, Lyndsay Howard, την προσκάλεσε να μοιραστεί τις γνώσεις της με άτομα υψηλότερα. Όταν έγινε αυτό, άτομα που παρακολούθησαν την παρουσίασή της την θεώρησαν υπερβολική, επινοώντας έναν νέο εχθρό για να δικαιολογήσει τη συνέχιση της ύπαρξης της CIA.

Ακολούθησε η απειλή που είχε προβλέψει η ομάδα της σχετικά με την έκρηξη βόμβας στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, τότε που πάλι είχαν θεωρηθεί οι πληροφορίες αβάσιμες.

Τελικά, όμως, η Storer και η Sude βρέθηκαν και οι δύο στο αντιτρομοκρατικό κέντρο της CIA, μια εξειδικευμένη μονάδα που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 για να ανταποκρίνεται σε αεροπειρατείες και επιθέσεις στη Μέση Ανατολή. Μέχρι το 1995, η υπηρεσία είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο την απειλή που συνιστούσε ο bin Laden. Ο Mike Scheuer ήταν επικεφαλής μιας μονάδας που δημιουργήθηκε εντός του κέντρου.

Δεν του πήρε πολύ καιρό για να αντιληφθεί το μέγεθος της επιτυχίας του bin Laden να πείσει άλλους εξτρεμιστές ηγέτες να ενωθούν σε μια πολυεθνική προσπάθεια να σκοτώσουν Αμερικανούς και να διώξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Μέση Ανατολή.

Ο Scheuer ήταν επίσης αδικημένος, περιφρονούσε το πολιτικό κατεστημένο, είχε την τάση να κυνηγάει τους επικριτές του και βρισκόταν διαρκώς σε αντιπαράθεση με το FBI, από το οποίο η μονάδα Alec Station που είχε δημιουργήσει μερικές φορές απέκρυπτε πληροφορίες (και το αντίστροφο). Η Storer και η Sude εργάστηκαν στο πλευρό του, αν και όχι στην ομάδα του.

Ωστόσο, η ύπαρξη γυναικείου προσωπικού δυσκόλεψε τον Scheuer να εξασφαλίσει την αποδοχή του ευρύτερου οργανισμού, με πολλούς αξιωματικούς επιχειρήσεων να χλευάζουν την ομάδα του.

Η Gina Bennett, μετά από προτροπή του Scheuer, εγκατέλειψε το State Department και εντάχθηκε στη CIA για να εργαστεί στην αποστολή της Αλ Κάιντα. Η ανισότητα ανάμεσα στις ντόπιες και στις ξένες γυναίκες της ομάδας ήταν εμφανής με πολλές να θεωρούν ότι εν γένει οι ξένοι δε θα έπρεπε να γνωρίζουν τόσα όσα εκείνες.

Η γραφειοκρατία της υπηρεσίας αποτελούσε ένα άλλο πρόβλημα, αφού η δημοσίευση ευρημάτων ήταν πολύ δύσκολη και πολλές φορές ακατόρθωτη. Το ίδιο είχε γίνει και στην περίπτωση της Storer, η οποία γύρω στο 1997 ξεκίνησε να γράφει ένα έγγραφο με «όλα όσα θέλατε να ξέρετε για τον bin Laden και την Αλ Κάιντα». Το προσχέδιο ήταν 60 σελίδες και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Ας μαντέψουμε γιατί.

Η ίδια γυναίκα από τα μέσα του 1998 προειδοποιούσε τους συναδέλφους της ότι η οργάνωση του bin Laden είχε την ικανότητα να οργανώνει ταυτόχρονες επιθέσεις. Την Παρασκευή, 7 Αυγούστου, αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο: Σημαντικές εκρήξεις σημειώθηκαν στις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Κένυα και την Τανζανία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν εκατοντάδες άνθρωποι και να τραυματιστούν χιλιάδες. Όταν οι επιθέσεις συνδέθηκαν τελεσίδικα με την Αλ Κάιντα, αυτό ήταν, όπως έγραψε αργότερα ένας αξιωματικός επιχειρήσεων, μια «βαθιά» αποκάλυψη, καθώς έδειξε ότι ο bin Laden μπορούσε να διεξάγει «βομβιστικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακας σε αμερικανικούς στόχους». Ειρωνεία;

Σταδιακά, η αλήθεια έφτανε στον έβδομο όροφο της υπηρεσίας και στον διευθυντή της CIA George Tenet, ο οποίος προσπαθούσε να μεταφέρει στον Λευκό Οίκο την έκταση της απειλής. Διαμορφώθηκαν μια σειρά από σχέδια για τη σύλληψη του bin Laden, αλλά απορρίφθηκαν από ανώτατους αξιωματούχους, οι οποίοι ανησυχούσαν για το πόσο ακριβής ήταν η στόχευση και για το ενδεχόμενο να κινδυνεύσουν οι πολίτες. Θεωρήθηκε ξανά ότι οι γυναίκες μπορεί να έχουν υπερβάλει ως «συναισθηματικές και αδύναμες».

Δίδυμοι Πύργοι: Η επίθεση που προβλέφθηκε αλλά δεν προλήφθηκε

Προς τα τέλη του 2000, η Storer βρέθηκε να διαβάζει τρομοκρατικές ανακοινώσεις που χρησιμοποιούσαν λέξεις όπως «ολυμπιακών διαστάσεων» και «Αρμαγεδδών». Τον Οκτώβριο του 2000, βομβιστές αυτοκτονίας στην Υεμένη ανατίναξαν μια τρύπα στο σκάφος USS Cole, σκοτώνοντας 17 Αμερικανούς ναύτες, και οι αναλυτές σοκαρίστηκαν όταν η απερχόμενη κυβέρνηση Clinton δεν προέβη σε αντίποινα.

Το 2001 η CIA προσπαθούσε να πείσει την επερχόμενη κυβέρνηση του George W. Bush να την αφήσει να οργανώσει μια επιχείρηση που θα επέτρεπε τη δολοφονία του bin Laden αντί για τη σύλληψή του. Οι αναλυτές ανέμεναν ότι μια άλλη μεγάλη επίθεση θα μπορούσε να συμβεί το καλοκαίρι και η Storer το έβλεπε να έρχεται.

Τον Ιούλιο, η Barbara Sude ανέλαβε να γράψει ένα προσχέδιο που θα αντιμετώπιζε το ερώτημα που όλοι αναρωτιόντουσαν: «Θα μπορούσε η μεγάλη επίθεση να συμβεί στην ηπειρωτική χώρα των ΗΠΑ;». Τότε, η Sude διαμόρφωσε μια από τις πιο διάσημες προειδοποιήσεις στην αμερικανική ιστορία.

Η ίδια και μερικοί ακόμη αναλυτές είχαν γράψει σχεδόν 40 προειδοποιητικά στοιχεία μόνο εκείνη τη χρονιά. Στις αναφορές λεγόταν επίσης ότι η Αλ Κάιντα είχε υπομονή και «δεν πτοούνταν από τις αποτυχίες». Τα μέλη της Αλ Κάιντα «διαμένουν ή ταξιδεύουν στις ΗΠΑ εδώ και χρόνια», έγραψε. Οι αναφορές απειλών έδειχναν ότι ο bin Laden ήθελε να κάνει αεροπειρατεία σε αμερικανικό αεροσκάφος και το FBI είχε παρατηρήσει δείγματα δραστηριότητας που υποδήλωναν «προετοιμασίες για αεροπειρατεία ή άλλους τύπους επιθέσεων».

Το FBI διεξήγαγε «περίπου 70 πλήρεις έρευνες» που εξέταζαν δραστηριότητες «σχετικές με τον bin Laden» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Bush ενημερώθηκε για τις έρευνες και θεώρησε ότι τα πράγματα ήταν υπό έλεγχο. Πέρασαν τέσσερις εβδομάδες προτού η κυβέρνηση Bush συνεδριάσει για πρώτη φορά σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου σχετικά με την απειλή που αποτελούσε η Αλ Κάιντα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2001.

New-York's-Deadliest-Fires

Την ημέρα των επιθέσεων, το προσωπικό της CIA εκκένωσε τα κεντρικά γραφεία, εκτός από τους ανθρώπους στο αντιτρομοκρατικό κέντρο. Οι γυναίκες εκεί, οι οποίες πίστευαν ότι ένα αεροπλάνο μπορεί να κατευθυνόταν προς το Λάνγκλεϊ -και προς αυτές- ένιωσαν ένα κράμα φόβου, θυμού, αποτυχίας, αγανάκτησης και ενοχής. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκαν για να αποτρέψουν περισσότερες επιθέσεις και να εντοπίσουν τους δράστες, ιδίως τον bin Laden. Ένα μέλος της ομάδας, η Jennifer Matthews, έχασε τη ζωή της σε αυτή την προσπάθεια, σκοτώθηκε μαζί με τους συναδέλφους της όταν ένας βομβιστής αυτοκτονίας διείσδυσε στη βάση της CIA στο Khost του Αφγανιστάν. Ορισμένοι, όπως η Cindy Storer και η Barbara Sude, συνέχισαν το κυνήγι τρομοκρατών για πολλά χρόνια, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκαν. Η Gina Bennett ήταν ακόμη στη CIA όταν βρέθηκε και σκοτώθηκε ο bin Laden στις 2 Μαΐου 2011, και παρέμεινε για χρόνια μετά από αυτό.

Το γεγονός ότι οι προειδοποιήσεις αυτών των γυναικών - και πολλές άλλες προειδοποιήσεις - δεν έγιναν δεκτές οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλες αυτές οι προειδοποιήσεις που έγιναν κατά βάση από γυναίκες δεν πήραν την απαραίτητη προσοχή λόγω του φύλου τους, αλλά και της μονάδας στην οποία εργάζονταν.

Όταν το κυνήγι του bin Laden αναζωπυρώθηκε σχεδόν 10 χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, μια ομάδα αναλυτών - κυρίως γυναικών - αποδείχθηκε το κλειδί για την επιτυχία της αποστολής. Ακόμα κι αν ένας χώρος είναι γεμάτος προκαταλήψεις, οι συνέπειες των διακυβευμάτων είναι τόσο υψηλές που θα γράψουν ιστορία.