Φωτιά στο Μάτι: Το κοινωνικό παράδοξο με την απόφαση του Εφετείου, οι ένοχοι, οι αθωώσεις και η οργή
Οι συγκεντρωμένοι θύοντες και εγκαυματίες, εκπροσωπούμενοι από τον Σύλλογο Θανόντων και Εγκαυματιών, καταγγέλλουν ότι κανείς δεν στάθηκε δίπλα τους στον αγώνα τους. Συνέκριναν την έλλειψη συμπαράστασης στη δική τους περίπτωση με άλλα πρόσφατα θλιβερά περιστατικά, όπου η κοινωνία και η κοινή γνώμη κινητοποίησαν δυνάμεις ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης. «Το Μάτι δεν συγκίνησε όσο έπρεπε». Η συγκλονιστική εικόνα στο προαύλιο: πάνω από 120 λευκά τριαντάφυλλα και μαύρα μπαλόνια.
Το πρωί της Τρίτης 3 Ιουνίου 2025, το προαύλιο του Εφετείου Αθηνών μετατράπηκε σε τόπο συλλογικής απόγνωσης και οργής. Συγγενείς των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι συγκεντρώθηκαν με πανό και μαύρα μπαλόνια, καλώντας σε συμπαράσταση και δικαίωση. Τα πανό, γραμμένα με μεγάλα λευκά γράμματα, υπενθύμιζαν αδυσώπητα το μέγεθος της τραγωδίας: «120 νεκροί –57 εγκαυματίες», «είμαστε μόνοι μας, κανείς πουθενά, γιατί;». Αυτό το πρωινό, οι συγκεντρωθέντες έφεραν μαζί τους 120 λευκά τριαντάφυλλα –ένα συμβολικό προσκλητήριο για να μην ξεχαστούν τα θύματα– που τοποθετήθηκαν τελικά μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Σε κάθε γωνιά του προαυλίου υπήρχε ένας άνθρωπος με εσωτερικές πληγές –ψυχές που αναζητούσαν απαντήσεις. Η ατμόσφαιρα ήταν βαρύθυμη αλλά και γεμάτη αποφασιστικότητα: «Καλούμε όσους μπορούν να μας βοηθήσουν έστω και τώρα, αυτή την ύστατη στιγμή, ζητάμε τη συμπαράσταση του κόσμου», φώναξαν οι συγκεντρωμένοι λίγο πριν ανακοινωθεί η ετυμηγορία.
Πλαίσιο της φονικής πυρκαγιάς: Το «φονικότερο έγκλημα εν καιρώ ειρήνης»
Το καλοκαίρι του 2018, η άνευ προηγουμένου καταστροφή στο Μάτι άφησε πίσω της 104 επιβεβαιωμένους νεκρούς, δεκάδες αγνοούμενους για εβδομάδες, και πάνω από πεντακόσιους εγκαυματίες. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, κατοικημένες περιοχές μετατράπηκαν σε φλεγόμενες εστίες πετρελαίου. Ο καυτός αέρας, τα ξεροπήγαδα στην κλίση του εδάφους, και η απροετοίμαστη ανταπόκριση των Αρχών δημιούργησαν συνθήκες χάους και πανικού.
Οι πυροσβέστες, η Πολιτική Προστασία, η Περιφέρεια Αττικής, ακόμη και οι τοπικές δημοτικές αρχές (δήμος Μαραθώνα, δήμος Ραφήνας) κλήθηκαν να σταθούν στο ακροατήριο, κατηγορούμενοι για πράξεις και παραλείψεις που κόστισαν ζωές. Από την πρώτη στιγμή, η οικογένεια των θυμάτων ζήτησε να χαρακτηριστεί η υπόθεση κακούργημα –ουσιαστικός χαρακτηρισμός που θα αναγνώριζε το έγκλημα ως βαρύτατη καταπάτηση καθήκοντος και εγκατάλειψη ζωής. Η ελληνική δικαιοσύνη, ωστόσο, επέλεξε να κινηθεί στα πιο ήπια χνάρια της ποινικής αξιολόγησης: πλημμελήματα ανθρωποκτονίας από αμέλεια και σωματικών βλαβών κατά συρροή.
Το Εφετείο: Η απόφαση ενοχής για 10 και οι αθωώσεις
Μετά από πολύμηνη εξέταση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων έκρινε ένοχους δέκα από τους συνολικά 21 κατηγορούμενους, παρά το ότι η πολυσυζητημένη εισαγγελική πρόταση του περασμένου Μαρτίου (χειριζόμενη από την εισαγγελέα Σταματίνα Περιμένη) υπήρξε αυστηρότερη για κάποιους εξ αυτών.
Κατηγορούμενοι που κρίθηκαν ένοχοι (πλημμελήματα ανθρωποκτονίας και σωματικών βλαβών από αμέλεια):
Σωτήρης Τερζούδης (τότε αρχηγός Πυροσβεστικής)
Βασίλης Ματθαιόπουλος (τότε υπαρχηγός Πυροσβεστικής)
Ιωάννης Φωστιέρης (Διοικητής ΕΣΚΕ)
Νικόλαος Παναγιωτόπουλος (Διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Αθηνών)
Χαράλαμπος Χιώνης (Διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής)
Φίλιππος Παντελεάκος (Διευθυντής Κέντρου Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας)
Χρήστος Γκολφίνος (Διευθυντής «199»)
Δαμιανός Παπαδόπουλος (Διοικητής Πυροσβεστικού Σταθμού Νέας Μάκρης)
Ιωάννης Καπάκης (περαιτέρω στέλεχος Πυροσβεστικής)
Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (ιδιώτης, από αυλή του οποίου φέρεται να ξεκίνησε η φωτιά)
Από την άλλη μεριά, οι αθωωθέντες περιλαμβάνουν πολιτικά πρόσωπα και διοικητικά στελέχη, μεταξύ των οποίων:
Ρένα Δούρου (τότε Περιφερειάρχης Αττικής)
Ηλίας Ψινάκης (τότε δήμαρχος Μαραθώνα)
Αντώνης Παλαπατζής, Βάιος Θανασιάς, Δημήτρης Στεργίου Καψάλης (αυτοδιοικητικοί)
Χρήστος Λάμπρης (διευθυντής Πυρόσβεσης–Διάσωσης)
Χρ. Δροσόπουλος (κυβερνήτης της Πυροσβεστικής ΦΛΟΓΑ)
Γεώργιος Πορτοζούδης (διοικητής ΥΕΜΣ)
Στέφανος Κολοκούρης (τότε διοικητής ΕΜΑΚ)
Χαράλαμπος Συρογιάννης (πρώην υποδιοικητής εναέριων δυνάμεων της ΕΛ.ΑΣ.)
Ευάγγελος Μπουρνούς (τότε δήμαρχος Ραφήνας)
Η ετυμηγορία αιφνιδίασε πολλούς: η εισαγγελική πρόταση είχε ζητήσει την ενοχή, μεταξύ άλλων, της Ρένας Δούρου, αλλά το δικαστήριο επέλεξε να την κρίνει αθώα. Αμέσως μετά την ανακοίνωση, πολλοί συγγενείς ξέσπασαν σε κραυγές και υψωμένα δάκρυα: «Ντροπή σας!», φώναζαν, «μας διέλυσαν τα σπίτια και εσείς τα ίδια».
Ανάλυση της απόφασης: Ανθρωποκτονία πλημμεληματικού χαρακτήρα και έλλειψη δόλου
Κατά την εκφώνηση της απόφασης, η πρόεδρος του δικαστηρίου τόνισε χαρακτηριστικά:
«Δεν προέκυψε ενδεχόμενος δόλος για να δομηθεί το αδίκημα της έκθεσης σε βαθμό κακουργήματος».
Η συγκεκριμένη φράση αποτυπώνει το κεντρικό νομικό δίλημμα: οι δικαστές αναγνώρισαν επιμέρους ευθύνες (μέσω της πλημμεληματικής ανθρωποκτονίας από αμέλεια), αλλά απέρριψαν την κατηγορία του κακούργηματος, αποδίδοντας ουσιαστικά την τραγωδία σε οργανωτικά και διαχειριστικά σφάλματα, χωρίς δόλο. Για τον κόσμο της δικαιοσύνης, αυτό σήμαινε ότι οι κατηγορούμενοι δεν παρέλειψαν μόνο να πράξουν ό,τι έπρεπε (εγκατάλειψη καθήκοντος), αλλά ούτε καν ηθελημένα παραβίασαν την ασφάλεια των πολιτών.
Ωστόσο, οι συγγενείς των θυμάτων όχι απλώς δεν αποδέχτηκαν αυτή την εκδοχή αλλά έκαναν λόγο για «το φονικότερο έγκλημα εν καιρώ ειρήνης», αρνούμενοι να συμβιβαστούν με ποινές που χαρακτηρίζονται από πολλούς «επιεικείς». Όπως δήλωσε η δικηγόρος τους, Ειρήνη Μαρούπα:
«Κάηκαν 104 άνθρωποι, δύομισι ώρες καίγονταν. Δεν ήταν στιγμιαίο έγκλημα∙ δεν μπορεί να είναι πλημμέλημα».
Αυτή η φράση ορίζει ξεκάθαρα το σημείο σύγκρουσης: οι συγγενείς απαιτούν αναβάθμιση της νομικής υπόστασης σε κακούργημα –κάτι που θα σηματοδοτούσε παραδειγματικές ποινές και την πλήρη αναγνώριση της κοινωνικής βαρύτητας του εγκλήματος.
Η οργή και η αδικία: Φωνές που δε σιωπούν
Κατά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, η οργή ξεχείλιζε. Η κραυγή «Ντροπή σας!» αντήχησε στην αίθουσα, όταν ακούστηκε η αθώωση πολιτικών προσώπων και άλλων αυτοδιοικητικών. Οι συγγενείς, διαλυμένοι από τον πόνο τους, δεν έκρυβαν την ανεπανόρθωτη αίσθηση ότι το ελληνικό κράτος τους εγκατέλειψε.
«Μας διέλυσαν τα σπίτια και εσείς τα ίδια», φώναξαν, ανακαλώντας την τραγική μνήμη της επί τόπου διαρροής ψευδών πληροφοριών, της έλλειψης οργάνωσης των διαφυγών και της καθυστέρησης των πυροσβεστικών μέσων.
Πολλοί έκαναν λόγο για αναλγησία: «πώς να δικαιολογηθεί ότι πολιτικά πρόσωπα, που έκριναν τη διαδικασία αντιμετώπισης της κρίσης, αφέθηκαν ελεύθερα χωρίς να λογοδοτήσουν; Πώς να χωνέψει κανείς ότι σύγχρονοι διοικητικοί μηχανισμοί, με ροές πληροφοριών και δορυφορική παρακολούθηση, απέτυχαν στην πιο κρίσιμη στιγμή;».
Κάτω από αυτή την αφόρητη πίεση, οι φωνές των συγγενών έγιναν καταφατικές: «Δεν θα σταματήσουμε. Μέχρι να γίνει αυτό που ζητάμε –κακούργημα και παραδειγματικές ποινές– δεν θα σταματήσουμε. Δεν θα ξεχάσουμε».
Νομικές συνέπειες και προοπτικές έφεσης
Παρά την ετυμηγορία της ενοχής για δέκα κατηγορούμενους, οι ποινές που προβλέπονται για πλημμελήματα ανθρωποκτονίας από αμέλεια είναι σχετικά ελαστικές: χρηματικές εγγυήσεις, εξαγοράσιμες ποινές φυλάκισης ή σύντομοι όροι φυλάκισης. Το γεγονός ότι το δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον ενδεχόμενο δόλο σημαίνει ότι πολλοί από τους κατηγορουμένους θα πορευτούν με υποσχέσεις κοινωνικής εργασίας ή εναλλακτικά μέτρα.
Οι συνήγοροι των θυμάτων έχουν ήδη δηλώσει ότι θα ασκήσουν έφεση στην απόφαση. Η προσφυγή στο Εφετείο θα επιχειρήσει να ανατρέψει την πλημμεληματική κλίμακα ποινών, ζητώντας την αναβάθμιση σε κακούργημα ανθρωποκτονίας από πρόθεση ή, έστω, σε βαριάς μορφής αμέλεια με δυσκολότερη επιμέτρηση ποινών. Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι συνήγοροι των δέκα ενόχων υπέβαλαν αίτημα αναγνώρισης ελαφρυντικών: σύννομα πράττουσας ζωής, μη ταπεινών αιτίων, καλή συμπεριφορά μετά την πράξη, και επιβολή ποινικής διαδικασίας πέραν εύλογου χρόνου.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο (4 Ιουνίου) και θα επικεντρωθεί στα νομικά επιχειρήματα για τα ελαφρυντικά, αλλά και στη σταθερή απαίτηση των συγγενών να μην υποχωρήσουν. Ο αγώνας τους πλέον δεν είναι απλώς διεκδίκηση ποινής, αλλά μια διαρκής υπενθύμιση στην κοινωνία: «Κάθε χαμένη ζωή στο Μάτι δεν θα φύγει ανεκπλήρωτη».
Κοινωνικό Παράδοξο: Το κενό συμπαράστασης
Οι συγκεντρωμένοι θύοντες και εγκαυματίες, εκπροσωπούμενοι από τον Σύλλογο Θανόντων και Εγκαυματιών, καταγγέλλουν ότι κανείς δεν στάθηκε δίπλα τους στον αγώνα τους. Συνέκριναν την έλλειψη συμπαράστασης στη δική τους περίπτωση με άλλα πρόσφατα θλιβερά περιστατικά, όπου η κοινωνία και η κοινή γνώμη κινητοποίησαν δυνάμεις ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης.
«Το Μάτι δεν συγκίνησε όσο έπρεπε. Δεν υπήρξε καν συγκινησιακή αντίδραση από τη δημόσια σφαίρα. Ούτε τα μέσα ενημέρωσης κράτησαν ψηλά το θέμα επί μήνες, ούτε ο πολιτικός κόσμος έδειξε αληθινή βούληση. Και τώρα, μια ετυμηγορία που αφήνει έξω αρκετούς υπεύθυνους, επιβεβαιώνει την απόσταση που έχει η πολιτεία από τις πληγές της κοινωνίας».
Αυτή η διαπίστωση χτυπά στον πυρήνα της ευθύνης: η διαχείριση κρίσεων, η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και η προστασία της ζωής δεν είναι απλώς αλγόριθμοι επιχειρήσεων, αλλά ζήτημα κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους και πολιτών. Όταν αυτό το συμβόλαιο σπάει, οι πληγές μένουν ανοιχτές.
Ο αντίλογος
Παρά τις έντονες αντιδράσεις, κάποιοι νομικοί αναλυτές επιμένουν πως η απόφαση του Εφετείου αντανακλά την πραγματικότητα των αποδεικτικών στοιχείων. Υποστηρίζουν ότι, παρότι οι ευθύνες των φορέων υπάρχουν, δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία για την ύπαρξη δόλου –δηλαδή της συνειδητής επιλογής να μην εκκενωθούν περιοχές ή να μην σταλούν επαρκείς δυνάμεις.
Επιπλέον, αναγράφεται πως μια αναβάθμιση κατηγορίας σε κακούργημα θα απαιτούσε νέα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και ότι οι ποινικές διαδικασίες κινήθηκαν στην προβλεπόμενη καίρια χρονική γραμμή, χωρίς κραυγαλέες παραβιάσεις ποινικής τυπολατρίας.
Ωστόσο, για πολλές οικογένειες, κάθε εξήγηση καταρρέει όταν η εικόνα της απώλειας ζωντανεύει στο μυαλό. Το «τόσο αίμα, τόσοι νεκροί» δεν συνδυάζεται με δικαστικές λεπτομέρειες. Είναι σκίσιμο ψυχής που ζητάει ολόκληρη δικαίωση –νομική και ηθική.
Η συγκλονιστική εικόνα στο προαύλιο: Πάνω από 120 λευκά τριαντάφυλλα και μαύρα μπαλόνια
Η εικόνα του προαυλίου του Εφετείου το πρωί της 3ης Ιουνίου θα μείνει ανεξίτηλη στις μνήμες όσων παρευρέθηκαν. Πανό με επιτάφιους τόνους (“120 νεκροί – 57 εγκαυματίες”) αντικατόπτριζαν τον πόνο, αλλά και την αγανάκτηση της μικρής κοινωνίας που επιμένει να θέλει δικαίωση για όσους χάθηκαν.
Τα 120 λευκά τριαντάφυλλα, που τελικά τοποθετήθηκαν στα έδρανα του ακροατηρίου φτιάχτηκαν ένα προς ένα από συγγενείς κομμένα με ιερή ευλάβεια, για να θυμίζουν ότι πίσω από κάθε αριθμό βρίσκεται ένα όνομα, μια ιστορία, ένα όνειρο που έσβησε φριχτά.
Όταν οι αρχές προσπάθησαν να τα απομακρύνουν, η αντίδραση των συγγενών ήταν αυτοσχέδια «ευαγγελική παρεμβολή»: «Αυτά τα λουλούδια είναι η ψυχή μας, είναι η μνήμη τους. Δεν θα τα αφήσουμε να φύγουν». Τελικά, μοιράστηκαν μεταξύ τους, κρατήθηκαν ως προσωπικοί σύντροφοι πένθους –μια προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του καθενός.
Η επόμενη μέρα της δίκης
Η αυριανή συνεδρίαση (4 Ιουνίου 2025) αναμένεται με κομμένη την ανάσα. Εκεί, οι συνήγοροι των δέκα κατηγορουμένων που κρίθηκαν ένοχοι θα ζητήσουν την αναγνώριση ελαφρυντικών –καλή συμπεριφορά μετά την πράξη, σύννομος βίος, κ.λπ. Αν τους αναγνωριστούν, οι ποινές τους θα περιοριστούν ακόμα περισσότερο, ανοίγοντας τον δρόμο για άμεση αποφυλάκιση ή αντικατάσταση με ποινές εξαγοράσιμες.
Πέρα από την ποινική δικαιοσύνη, η κοινωνική ευθύνη
Καθώς αρχίζει το νέο κεφάλαιο αυτής της μάχης για δικαίωση, το Μάτι παραμένει τραυματισμένο. Οι ελπίδες των συγγενών εναπόκεινται σε νομικά ένδικα που συχνά ασθμαίνουν από γραφειοκρατία και ερμηνεία νόμων. Ωστόσο, η πραγματική πρόκληση δεν είναι μόνο νομική. Είναι πολιτική, ηθική και κοινωνική.
Κάθε φορά που η πολιτεία και το δικαστικό σύστημα προσφέρει πλημμεληματικές λύσεις σε εγκλήματα μαζικής καταστροφής, εγκαθιδρύει ένα επικίνδυνο προηγούμενο: η ζωή ανθρώπων μετριέται σε δόσεις αμέλειας και όχι σε απόλυτες αξίες. Οι συγγενείς απαιτούν την ανατροπή αυτού του προηγμένου: την καθολική αναγνώριση ότι το χέρι που άναψε το σπίρτο, το χέρι που δεν έστειλε έγκαιρα επαρκείς δυνάμεις, και το χέρι που κώφευσε στις κραυγές των πολιτών είναι χέρια ένοχα μέχρι το κόκκαλο.
Οι 120 νεκροί στο Μάτι δεν μπορούν να γίνουν αριθμός σε ένα πλημμέλημα. Είναι φωνή που ζητά αλλά και απαιτεί κακούργημα. Είναι υπόμνηση για το κράτος και την κοινωνία ότι ο σεβασμός στη ζωή δεν είναι πολυτέλεια αλλά υπέρτατη υποχρέωση.
