Όταν η «πολυφωνία» πληγώνει τη μνήμη
«Θυμίζουμε πως ο καταδικασμένος δολοφόνος Δημήτρης Κουφοντίνας, με κάθε ευκαιρία που του δίνεται, δηλώνει ότι είναι αμετανόητος για τις πράξεις του, κηρύσσοντας αφενός το μίσος του για τα θύματά του και τους «ιδεολογικούς» αντιπάλους του και αφετέρου διαμορφώνοντας ένα δήθεν ιδεολογικό υπόβαθρο που δικαιολογεί τη συνέχιση της τρομοκρατικής δράσης από δυνητικούς μιμητές και οπαδούς του», έγραφε μεταξύ άλλων η ανακοίνωση που ήρθε από τον Σύλλογο Αλληλεγγύης στα Θύματα Τρομοκρατίας «Θάνος Αξαρλιάν» και την πρωτοβουλία «Ως Εδώ».
Τις τελευταίες ημέρες έγινε γνωστό ότι στη σειρά εκπομπών με τίτλο «17Ν: Άνοδος και Πτώση» προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, η τηλεοπτική συνέντευξη του καταδικασμένου κατά συρροήν δολοφόνου Δημήτρη Κουφοντίνα. Αυτή θα ήταν η πρώτη του τηλεοπτική παρουσία μετά από δεκαετίες, στο πλαίσιο ενός ντοκιμαντέρ που φιλοδοξεί να καταγράψει τη δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη.
Οι συγγενείς θυμάτων τρομοκρατίας μέσα από τον Σύλλογο Αλληλεγγύης στα Θύματα Τρομοκρατίας «Θάνος Αξαρλιάν» και την πρωτοβουλία «Ως Εδώ» ενημερώθηκαν για αυτή την εξέλιξη και αντέδρασαν εγγράφως ενώ σχετική δημοσίευση έκανε και ο Κώστας Μπακογιάννης,
Όχι αμφισβητώντας τη δημοσιογραφική έρευνα ή το δικαίωμα της καταγραφής της Ιστορίας, αλλά εκφράζοντας την έντονη αντίθεσή τους στο ενδεχόμενο να δοθεί βήμα σε αμετανόητους τρομοκράτες, δίπλα στις μαρτυρίες των οικογενειών των θυμάτων τους.
Για τον λόγο αυτό, απέσυραν ρητά κάθε συμμετοχή τους από την παραγωγή, παλιές και νέες συνεντεύξεις, πλάνα, προσωπικό υλικό, αρνούμενοι να συμμετάσχουν σε έναν άτυπο διάλογο που, όπως υποστηρίζουν, εξισώνει θύτες και θύματα.
Παράλληλα, έγινε γνωστό ότι το ντοκιμαντέρ χρηματοδοτείται από τον ΕΚΚΟΜΕΔ, δηλαδή από δημόσιους πόρους. Οι Σύλλογοι απέστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας ζητώντας την άρση της κρατικής χρηματοδότησης, ξεκαθαρίζοντας ότι αυτό δεν συνιστά λογοκρισία, αλλά πολιτική και ηθική επιλογή. Ο ΕΚΚΟΜΕΔ αποφάσισε να διακόψει τη χρηματοδότηση και ο Αλέξης Παπαχελάς τοποθετήθηκε εξηγώντας:
«Κάνουμε όλοι μια δουλειά», σχολίασε ο Αλέξης Παπαχελάς συνοψίζοντας πως η Δημοσιογραφία είναι απαιτητικό επάγγελμα καθώς συνεπάγεται δύσκολα διλήμματα ενώ τόνισε:
«Όταν κάνεις ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ σε όλο τον κόσμο, είτε αυτό είναι το BBC είτε είναι το CNN είτε είναι ο ΣΚΑΪ, κάνεις μια έρευνα η οποία απαιτεί να συμπεριλάβεις όλους τους πρωταγωνιστές. Και τους εγκληματίες και τους δολοφόνους και τους βιαστές και τους ναζί και τους δικτάτορες και όλους».
Αναφερόμενος στο ζήτημα της κρατικής χρηματοδότησης ο Αλέξης Παπαχελάς τόνισε πως από την πρώτη στιγμή είχε γίνει ξεκάθαρο πως στο ντοκιμαντέρ θα γινόταν συνεντεύξεις και σε τρομοκράτες.
«Αλλά νομίζω ότι πραγματικά όποιος με ξέρει και νομίζει ότι δεν καταλαβαίνω τον πόνο τους, ζει κάπου αλλού πραγματικά. Γιατί το έχω ζήσει από πρώτο χέρι και είναι κάτι το οποίο προσωπικά με πονάει.
Προσωπικά με ενδιαφέρει και έχω δείξει την ευαισθησία που πρέπει σε αυτό το θέμα και δεν έχω και τίποτα να αποδείξω σε κανέναν. Νομίζω λοιπόν ότι είναι πάρα πολύ σαφές ότι προσπάθησα να έχω όλες τις απόψεις. Καταλαβαίνω, το ξαναλέω, τον πόνο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.
Καταλαβαίνω την ευαισθησία σε όλο αυτό το πράγμα. Όμως η ιστορική αλήθεια, μερικές φορές, θέλει μερικές σκληρές αποφάσεις. Έχει ορισμένα διλήμματα. Θα κριθούμε όλοι και ο ΣΚΑΪ θα κριθεί. Και εγώ θα κριθώ. Όλοι θα κριθούμε από τη δουλειά μας. Όπως κρινόμαστε πάντα. Δεν είναι δυνατόν όμως κάποιοι να προσπαθούν να προλάβουν, είτε να μην υπάρξουν κάποιες συνεντεύξεις είτε να μην υπάρξει χρηματοδότηση, προδικάζοντας το περιεχόμενο αυτού του ντοκιμαντέρ».
Η ανακοίνωση του Συλλόγου αλληλεγγύης στα θύματα τρομοκρατίας Θάνος Αξαρλιάν και του Ως Εδώ:
«Ως συγγενείς θυμάτων τρομοκρατίας, Σύλλογος Αλληλεγγύης στα Θύματα Τρομοκρατίας Θάνος Αξαρλιάν και Ως Εδώ, πληροφορηθήκαμε πρόσφατα, ότι στη σειρά εκπομπών με τίτλο «17Ν: Άνοδος και πτώση», ο κύριος Αλέξης Παπαχελάς θα έπαιρνε και συνέντευξη από τον κατά συρροή δολοφόνο Δημήτρη Κουφοντίνα στη πρώτη του τηλεοπτική παρουσία μετά από δεκαετίες, αλλά και από άλλους τρομοκράτες.
Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Απευθυνόμενοι γραπτώς στον κύριο Παπαχελά σε ανύποπτο χρόνο και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, εκφράσαμε την έντονη αντίθεσή μας, όχι προφανώς στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ του οποίου την δημοσιογραφική έρευνα δεν αμφισβητούμε, αλλά στο ενδεχόμενο να δοθεί βήμα στους τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη, οι οποίοι επί δεκαετίες επέβαλαν τη φωνή τους στον δημόσιο λόγο με το αίμα των ανθρώπων μας. Των πατεράδων, των γιών, των συζύγων και των αδερφών μας. Ταυτόχρονα αποσύραμε εμφατικά οποιαδήποτε συμμετοχή μας σε αυτό μέσω συνεντεύξεων, παλιών και νέων αλλά και πλάνων δικών μας, αλλά και των συγγενών μας, αρνούμενοι να συμμετάσχουμε σε ένα άτυπο διάλογο εξίσωσης θυτών και θυμάτων.
Θυμίζουμε πως ο καταδικασμένος δολοφόνος Δημήτρης Κουφοντίνας, με κάθε ευκαιρία που του δίνεται, δηλώνει ότι είναι αμετανόητος για τις πράξεις του, κηρύσσοντας αφενός το μίσος του για τα θύματά του και τους «ιδεολογικούς» αντιπάλους του και αφετέρου διαμορφώνοντας ένα δήθεν ιδεολογικό υπόβαθρο που δικαιολογεί τη συνέχιση της τρομοκρατικής δράσης από δυνητικούς μιμητές και οπαδούς του. Και ως επιστέγασμα μάθαμε ότι το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ θα χρηματοδοτείτο από τον ΕΚΚΟΜΕΔ, δηλαδή, οι δολοφόνοι θα μας ξανά-έλεγαν πώς και γιατί σκότωσαν τους δικούς μας ανθρώπους, αλλά αυτή τη φορά με χρήματα του κράτους, δηλαδή με χρήματα των πολιτών.
Μας φάνηκε αδιανόητο και στείλαμε επίσης επιστολή διαμαρτυρίας ως Σύλλογος Αλληλεγγύης στα Θύματα Τρομοκρατίας Θάνος Αξαρλιάν και Ως Εδώ στον ΕΚΚΟΜΕΔ, προκειμένου να τον ενημερώσουμε ότι η δική μας μαρτυρία θα απουσιάζει και να ζητήσουμε την άρση της χρηματοδότησης της παραγωγής. Θέλουμε επίσης να κάνουμε ξεκάθαρο πως η ανάκληση της κρατικής χρηματοδότησης μιας παραγωγής, μιας οποιαδήποτε παραγωγής, δεν αποτελεί λογοκρισία.
Ποτέ δεν ζητήσαμε, ούτε επιδιώξαμε να λογοκριθεί οποιοσδήποτε δημοσιογράφος και οποιαδήποτε δημοσιογραφική έρευνα. Αυτό που διεκδικήσαμε, είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας να μην πάρει με κρατικά χρήματα, αυτό που κάποτε «αγόραζε» με αίμα.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της πολυφωνίας, θεωρούμε ότι είναι τουλάχιστον προσβλητικός απέναντι στη μνήμη των ανθρώπων μας. Είναι προσβλητικός γιατί στην ουσία εξισώνει τη Δημοκρατία με την τρομοκρατία, τους θύτες με τα θύματα, τους δολοφόνους με τους δολοφονημένους.
Όταν ακούς να γίνεται λόγος για «πολυφωνία», οφείλεις να αναρωτηθείς: ποια φωνή, πότε και με ποιο τίμημα;
Γιατί η πολυφωνία, όταν επικαλείταιται άκριτα, παύει να είναι δημοκρατική αξία και μετατρέπεται σε προσβολή απέναντι στη μνήμη ανθρώπων που δολοφονήθηκαν και προσβολή απέναντι στις οικογένειές τους.
Δεν μιλάς εδώ για έναν άνθρωπο που εξέφρασε μια ακραία άποψη. Μιλάς για έναν καταδικασμένο κατά συρροήν δολοφόνο, ο οποίος με κάθε ευκαιρία δηλώνει ανοιχτά ότι δεν μετανιώνει για τις πράξεις του που συνεχίζει να διατυπώνει έναν λόγο μίσους, ντυμένο με ιδεολογικά προσχήματα, ικανό να λειτουργήσει ως άλλοθι για τη βία και ως κάλεσμα σε μιμητές.
Όταν του δίνεις τηλεοπτικό βήμα, δεν καταγράφεις απλώς την Ιστορία, τη σχολιάζεις και όταν αυτό γίνεται με δημόσιο χρήμα, το σχόλιο αποκτά θεσμικό βάρος.
Αόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, η συνύπαρξη του λόγου του θύτη με τον λόγο των συγγενών των θυμάτων δεν είναι ουδέτερη πράξη, δημιουργεί μια ψευδή ισορροπία, μια εξίσωση που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή.
Αν πιστεύεις στη Δημοκρατία, οφείλεις να καταλάβεις τη διαφορά και αν πιστεύεις στη μνήμη, οφείλεις να πάρεις θέση: Είσαι με τα θύματα ή δεν είσαι και δεν μπορείς να είσαι και με τους δύο.
Γιατί η Δημοκρατία δεν έχει υποχρέωση να δίνει βήμα στο μίσος έχει όμως χρέος να προστατεύει τη μνήμη.
Οι άνθρωποι που έχασαν πατεράδες, γιους, συζύγους, αδέλφια, δεν έχασαν «αφηρημένα πρόσωπα» της Ιστορίας και η μνήμη αυτών των ανθρώπων δεν μπορεί να «συν-φιλοξενείται» σε ένα τηλεοπτικό αφήγημα που δίνει λόγο σε εκείνους που τους στέρησαν τη ζωή και μάλιστα χωρίς ίχνος μεταμέλειας.
