Η Βαλέρια Μεζιριάδου έφυγε ξαφνικά

Η Βαλέρια Μεζιριάδου έφυγε ξαφνικά

Ο δικός μας άνθρωπος δεν είναι πια κοντά μας.

Όταν το 2003 περνούσα το κατώφλι του περιβόητου «Bossa Nostra» στην καρδιά της Αθήνας, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν άλλο ένα dj set κάποιου περιβόητου καλλιτέχνη που θα ξεσήκωνε εμένα και την παρέα μου μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Αντίθετα, φεύγοντας από εκείνο το σκοτεινό club της Ζωοδόχου Πηγής κάπου στις έξι την επόμενη μέρα, το μόνο που θα είχα να θυμάμαι μέχρι και σήμερα ήταν ένα ζευγάρι υπέροχα αμυγδαλωτά μάτια που μου χαμογελούσαν, λίγο υγρά, λίγο αθώα γεμάτα ζωντάνια και ομορφιά. Αυτή ήταν η δική μου Βαλέρια. Η καινούρια μου φίλη.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Χαρές, λύπες, εκδρομές, πασαρέλες, κάστινγκ, γιορτές και εκείνη πάντα εκεί να προσφέρει απλόχερα το χαμόγελό της, τη συμπαράστασή της μα πάνω απ’ όλα την αθωότητα με την οποία αντιμετώπιζε τη ζωή και αγαπούσε τους φίλους της. Ναι, η Βαλέρια είχε εκείνη την αγνότητα που βρίσκει κανείς σε μικρά παιδιά και σοφούς ηλικιωμένους. Όσο πιο καλά τη γνώριζα, όσο πιο πολύ ψαχούλευα κάθε πιθαμή του εσωτερικού της κόσμου, τόσο πιο μικρή ένιωθα για τις στιγμές αδυναμίας μου καθώς εκείνη φανέρωνε το μεγαλείο της ψυχής της. Με θανατηφόρο κορμί και φυσικές αναλογίες που θα ζήλευε ακόμα και άγαλμα της αρχαιότητας, η φίλη μου αρνούνταν τους συμβιβασμούς που της επέβαλλε το επάγγελμά της ψάχνοντας να κρατηθεί από κάτι πιο φωτεινό, χαρούμενο και καθαρό σαν εκείνη. Όσο πιο σκοτεινό το πέπλο της νύχτας που τη φιλοξενούσε τόσα χρόνια στους επαγγελματικούς της κόλπους, τόσο πιο λαμπερό το δικό της χαμόγελο να την ξεχωρίζει από την ψεύτικη χρυσόσκονη και την επιφανειακή ευτυχία.

Η δική μου Βαλέρια είχε κορμί γαζέλας που δεν οφειλόταν σε κάποια στομαχική διαταραχή, αλλά στο ζηλευτό της DNA και τα μαθήματα κλασικού μπαλέτου που παρακολουθούσε μικρή όταν ονειρευόταν ένα ζευγάρι πουέντ και μερικές πιρουέτες στον αέρα. Η δική μου φίλη δεν ξοδευόταν σε καταχρήσεις, δεν κακομάθαινε τον εαυτό της με περιττά λούσα και σε αντίθεση με τις εκάστοτε διάσημες συναδέλφους της ερωτευόταν παράφορα και από καρδιάς. Πλάσμα σπάνιο με ευαίσθητες χορδές στερούνταν τις χαρές της ηλικίας της δουλεύοντας ατελείωτες ώρες για να συνεισφέρει στα οικογενειακά έξοδα. Η Βαλέρια που γνώρισα και αγάπησα ήταν άνθρωπος από εκείνους που μία ζωή εύχεσαι να είχες συναντήσει και αν στάθηκες τυχερός, τότε όλη σου την υπόλοιπη ζωή θα τη θυμάσαι. Ο Ευριπίδης υποστήριζε πως «κανείς δε μπορεί να ξέρει αν θα ζει την επόμενη μέρα», η δική μου Βαλέρια με τη μεγάλη καρδιά κέρδισε το στοίχημα και μαζί με αυτό μία θέση στην αιωνιότητα.

Καλό σου ταξίδι φιλενάδα!