Η γυναίκα που δε φοβήθηκε στιγμή το θάνατο

Η γυναίκα που δε φοβήθηκε στιγμή το θάνατο

Πού σταματά η ευθύνη της ιατρικής επιστήμης και που ξεκινά το δικαίωμα του ανθρώπου να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του με αξιοπρέπεια;

Η Στέλλα Μπαρού ήταν ανέκαθεν μια ανεξάρτητη και δυναμική γυναίκα. Η ζωή της ήταν δική της για να την κάνει ό,τι θέλει. Οικονομικά δεν ήταν εξαρτημένη από κανέναν και κάθε επιλογή της ήταν δική της και μόνο. Μεγάλωσε το γιο της, ασχολήθηκε με τα δικά της ενδιαφέροντα ενάντια σε κάθε καταπιεστική επιβολή και υπόδειξη της κοινωνίας. Δεν φοβήθηκε ποτέ κανέναν και τίποτα, ούτε καν τον ίδιο το θάνατο όταν αυτός της χτύπησε την πόρτα.

Ο καρκίνος ήρθε στη ζωή της τον Ιούνιο του 2005, χωρίς καμία προειδοποίηση.

Ένας όγκος επάνω και όχι μέσα στο στήθος, στον οποίο ποτέ πριν δεν είχε δώσει καμία σημασία, την ενημέρωσε πως κάτι δεν πάει καλά. «Ήμουν μια χαρά. Δεν έδινα καμία σημασία στο μπαλάκι που βρισκόταν επάνω στο στήθος μου για καιρό, καθώς δεν ένιωθα ούτε κόπωση -που απ' ότι έχω ακούσει νιώθουν συνήθως οι ασθενείς από καρκίνο- ούτε τίποτα τέτοιο. Με τα πολλά, ο αδερφός μου και ο γιος μου με έβαλαν και έκλεισα ένα ραντεβού στα εξωτερικά ιατρεία του Metropolitan ώστε να το δούμε. Αυτό ήταν. Στις 4 Ιουνίου πήγα και, κατευθείαν με κράτησαν μέσα. Στη συνέχεια έγινε η αφαίρεση του όγκου και η βιοψία. Ακολούθησαν χημειοθεραπείες και ακτινοβολίες που από τότε δεν έχουν σταματήσει ποτέ, ούτε καν για ένα μικρό χρονικό διάστημα.

»Πρόκειται για καρκίνο επιθετικό και μεταστατικό, στάδιο 3 όπως μου είπαν εξ αρχής από τη βιοψία. Αργότερα έκανε μετάσταση στα οστά και μετά στο πλάι ενός πνεύμονα. Κινήθηκε όπως ακριβώς είχαν πει οι γιατροί, εγώ όμως δεν ένιωθα απολύτως τίποτα, ζούσα κανονικά. Δεν έκανα άλλες εγχειρήσεις, καθώς οι καρκινικοί δείκτες έδειχναν πως αυτό είχε περάσει στο αίμα μου, οπότε δεν είχε νόημα.

»Αρχικά, μου είχαν δώσει μόνο τέσσερις μήνες ζωής. Από τότε όμως έχουν περάσει πεντέμισι χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η ζωή μου συνεχίστηκε κανονικά. Είχα κατορθώσει και είχα κρατήσει όλο μου το κουράγιο και τις δυνάμεις μου και ο καρκίνος δεν μπόρεσε να με εκτοπίσει ούτε για μια στιγμή. Πήγαινα μόνη μου, με το αυτοκίνητό μου, έκανα τις χημειοθεραπείες μου και μετά έκανα ό,τι έκανα πάντα. Πήγαινα για ψώνια, έβγαινα για ποτό και έβλεπα τους φίλους μου. Τώρα όμως κατόρθωσε και με κατέβαλλε. Τώρα πια μου πήρε τα πάντα».

Η Στέλλα δεν παρακάλεσε ποτέ το γιατρό να της δώσει παράταση ζωής.

Δεν την ενδιέφερε αν είχε τέσσερις μήνες μπροστά της, μια εβδομάδα ή τρεις μέρες. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να μην εξαθλιωθεί, αυτός ήταν ο μόνος όρος που έθεσε στο γιατρό της και την ομάδα του. Πήρε πολλά «ναι» ως απάντηση, όμως τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς όπως τα ήθελε. Πριν μπει στη ζωή της ο καρκίνος η Στέλλα δεν δούλευε. Είχε τα εισοδήματά της, ασχολιόταν με τον 28χρονο γιο της και με τα ενδιαφέροντά της και περνούσε καλά. «Πάντα ήμουν «χορτάτος» άνθρωπος. Είχα ζήσει, είχα φάει, είχα πιεί, είχα διασκεδάσει και γενικά είχα κάνει πολλά πράγματα στη ζωή μου. Ίσως οι άνθρωποι που δεν έχουν κάνει είναι αυτοί που πάνω απ' όλα θέλουν να ζήσουν, δεν ξέρω...Εμένα όμως δεν μ' ενδιέφερε να ζήσω παραπάνω. Μ' ενδιέφερε μόνο να ζήσω όρθια, στηριγμένη στα πόδια μου.

»Ακόμα και στο νοσοκομείο, τα πέντε πρώτα χρόνια που έκανα χημειοθεραπείες είχαν όλοι εκπλαγεί από το γεγονός ότι μόνο εγώ, ανάμεσα σε τόσους, μετά από όλες αυτές τις χημειοθεραπείες ήμουν όρθια και ολοζώντανη και δεν καταβλήθηκα ποτέ. Πιστεύω πως ο καθένας διαχειρίζεται το θέμα μόνος του και δυστυχώς οι περισσότεροι θέλουν τόσο πολύ να ζήσουν που καταβάλλονται ψυχολογικά και κάνοντας τις θεραπείες δεν αντέχουν. Σαφώς κάθε οργανισμός αντιδρά διαφορετικά στη χημειοθεραπεία, αλλά η ψυχολογία πιστεύω πως παίζει τον πρώτο ρόλο. Στην τελική, το μόνο που έχεις δικό σου και μπορείς να ελέγξεις είναι το μυαλό σου. Γι' αυτό, το κατάλληλο πρόσωπο για να πειραματιστεί ένας γιατρός δεν είναι το πρόσωπο που κλαίγεται και τον παρακαλάει να τον σώσει, αλλά ο δυνατός, αυτός που αντέχει τα πάντα».

Πλέον η Στέλλα έχει δώσει μια περιουσία για τις θεραπείες της και το μόνο που θέλει είναι να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια. Εκνευρισμένη, καταβεβλημένη, κουρασμένη από τον καρκίνο που από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα κάνει την τελευταία του επίθεση προκαλώντας της αφόρητους πόνους, θέλει απλά να την αφήσουν ήσυχη. «Ζητάω μόνο, όσος καιρός κι αν μου μένει, να με αφήσουν να νιώσω λίγο ζωντανή, δυνατή. Ο γιατρός όμως δεν μπορεί να με ξαναζωντανέψει. Ο ρόλος του είναι να με κρατήσει ζωντανή, όμως η χημειοθεραπεία που πρέπει να κάνω κάθε εβδομάδα πλέον είναι πολύ δυνατή και αποδυναμώνει τον οργανισμό για να μην μπορεί ο καρκίνος να επιτεθεί. Και έτσι, έχω πια μπει στην εξαθλίωση, το μόνο πράγμα που ζήτησα να αποφύγουμε. Ο γιατρός μου απ' την πλευρά του αρνείται να σταυρώσει τα χέρια του, το παλεύει μέχρι το τέλος. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση του. Αν μπορείς να κάνεις κάτι, το κάνεις. Ειδικά οι ογκολόγοι που δουλεύουν και για τη φήμη τους».

Η εξαθλίωση

Σήμερα έχει πρόβλημα με την καρδιά της, δεν μπορεί να φάει, κάνει διαρκώς εμετούς, υποστηρίζεται με ορούς, έχει αφυδατωθεί, είναι συνεχώς ξαπλωμένη, υποφέρει από φρικτούς πόνους και από 57 κιλά έχει μείνει 42. Ο καρδιολόγος προτείνει αποτοξίνωση από τα φάρμακα, ο ογκολόγος όμως λέει πως αυτό είναι αδύνατον. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει και αυτό το ξέρει πρώτα απ' όλους η ίδια, που για πρώτη φορά στη ζωή της αισθάνεται ανήμπορη, καθώς ακόμα κι αν σταματήσει τις χημειοθεραπείες, δεν θα έχει τρόπο να αναχαιτίσει τον πόνο.

Σε ποιο σημείο λοιπόν πρέπει η ιατρική επιστήμη να σταματά τις προσπάθειές της να σώσει έναν ασθενή; Πότε έχει το δικαίωμα απλώς να μαλακώνει τον πόνο του και όχι να τον διατηρεί στη ζωή; Μήπως η προσωπική βούληση του ασθενή δεν παίζει κανένα ρόλο; Και τι γίνεται όταν οι ιατρικές ειδικότητες συγκρούονται μεταξύ τους; Όλα αυτά αποτελούν ερωτήματα χωρίς απάντηση, θέματα που απασχολούν χιλιάδες ασθενείς, συγγενείς και γιατρούς...