Ορφέας Αυγουστίδης: «Έχω αποφύγει την προβολή, έχω απαλλαχθεί πια από τη λάμψη της ματαιοδοξίας»
Πότε θα δει και εκείνος «Τα Φαντάσματα» ως Χάρης; Ποια είναι η σχέση του με την τηλεόραση και ποια με το χρήμα; Γιατί δεν παρασύρθηκε από τη δημοσιότητα και γιατί πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοί του το θέατρο;
Ο Ορφέας Αυγουστίδης θα μπορούσε με όσα έχει καταφέρει να δημιουργήσει με το ταλέντο του, να υπάρχει ήρεμος στο κέντρο της ματαιοδοξίας του, να νιώθει ευχαριστημένος που είναι πια, εκτός από βραβευμένος ηθοποιός, καταξιωμένος στον επαγγελματικό του χώρο και αγαπημένος του κοινού.
Όμως εκείνος παραμένει ένα ανήσυχο πνεύμα χαμηλών τόνων, που ζει για να δημιουργεί, να εξελίσσει τον εαυτό του, να αναμετριέται με τα δύσκολα, να βγάζει την ψυχή του στο θεατρικό σανίδι και να μας μεταφέρει την υποκριτική του ευφυία, χωρίς να κομπάζει, χωρίς να φωνάζει, χωρίς να προβάλλεται.
Στο Queen.gr τον συναντάμε με αφορμή τη μεγάλη επιτυχία της σειράς «Τα Φαντάσματα» του Star στην οποία πρωταγωνιστεί ως Χάρης, αλλά και τις δύο θεατρικές παραστάσεις στις οποίες συμμετέχει.
Αρχικά, με «Τη μηχανή του Τούρινγκ» που αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς και θα παιχτεί μόνο για λίγες παραστάσεις, αλλά και το νέο θεατρικό έργο στο οποίο θα πρωταγωνιστήσει, το «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και πλήρωσε τη νύχτα» το εξπρεσιονιστικό αριστούργημα του Γκέοργκ Κάιζερ.
Η μεγαλύτερη χαρά του όμως, ως πιστός σινεφίλ, είναι η νέα ταινία στην οποία θα πρωταγωνιστήσει και είναι βασισμένη σε μία αληθινή ιστορία απαγωγής.
Τα Φαντάσματα: Το έξυπνο τρικ με τον Σασμό και το λάθος με την επανάληψη που έφερε αντιδράσεις
«Δεν μπορείς να μιλάς για ελιτίστικα πράγματα στο κοινό σου, όταν εκείνο αντιμετωπίζει καθημερινά την ένδεια»
Τι παρακολουθείς στην τηλεόραση όταν βρίσκεις τον χρόνο, μέσω streaming ή στις διεθνείς πλατφόρμες;
Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι μεγάλος φαν της τηλεόρασης, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με αυτό που λέγαμε παλιά πως: «Δεν βλέπω τηλεόραση γιατί είμαι κουλτουριάρης», αλλά γιατί παραμένω, ένας ρομαντικός σινεφίλ. Αντιστέκομαι ακόμη σε αυτή την τηλεόραση που έχει βγάλει σπουδαίες σειρές τα τελευταία χρόνια όπως το Breaking Bad ή το Game of Thrones και το House of cards. Και αντιστέκομαι, γιατί αν αφιερώσω δέκα ώρες για να παρακολουθήσω τα επεισόδια, θα έχω χάσει δέκα ώρες από το να παρακολουθήσω 10 ταινίες.
Δεν έχω πια, τόσο χρόνο ελεύθερο για να κάνω binge watching. Η τηλεόραση είναι πάντα πιο «φλύαρη» από τον κινηματογράφο, που διαθέτει πιο συμπυκνωμένη πλοκή που αγγίζει και τα όρια της ποίησης.
Το ελληνικό κοινό επιθυμεί όλο και περισσότερο να υπάρχουν περισσότερες μίνι σειρές όπως συμβαίνει στο εξωτερικό. Πιστεύεις ότι κάποια στιγμή θα αλλάξει το τηλεοπιτκό πεδίο ή θα παραμείνουμε σε αυτό το προκαθορισμένο ραντεβού της καθημερινής σειράς;
Το κοινό θα δει στον ελεύθερο του χρόνο στην τηλεόραση, το περιεχόμενο που εσύ θα του προσφέρεις. Είτε είναι καθημερινή σειρά, είτε εβδομαδιαία. Είναι καθαρά θέμα συνήθειας. Πιστεύω όμως, πως αν ένα κανάλι αποφάσιζε να βάλει 6 μίνι σειρές την εβδομάδα για να καλύψει το πρόγραμμά του, το κοινό μία χαρά θα καθόταν και θα τις έβλεπε. Εδώ όμως, ανοίγει και ένας διάλογος για το πόσο συμφέρει οικονομικά ένα κανάλι η μίνι σειρά, γιατί είναι πολύ πιο ακριβή από μία καθημερινή, διαρκεί λιγότερο και δυσκολεύει το engagement.
Οι μικρότερες ηλικιακά ομάδες γιατί έχουν εγκαταλείψει την τηλεόραση; Δεν τους αρέσει το περιεχόμενο ή τους έχει κερδίσει ο κόσμος της τεχνολογίας;
Έχουμε καλή τηλεόραση στην Ελλάδα με παραγωγές πολύ υψηλού επιπέδου, αλλά οι νέοι απλούστατα, ασχολούνται με τα κινητά τους τηλέφωνα και τα social media.
Και τα video games που είναι μία μεγάλη κατηγορία;
Παιχνίδια είχαμε όμως και στη δική μου γενιά. Θυμάμαι πως αν ένα παιδί είχε μία κονσόλα με παιχνίδια στο σπίτι του, θα την «έλιωνε» κυριολεκτικά. Αρκούσε ένα μόνο παιχνίδι, για να σου «ρουφήξει» τη ζωή την εποχή των ‘90s. Πραγματικά όμως πιστεύω πως οι σημερινοί πιτσιρικάδες δεν έχουν πια τη συγκέντρωση για να παρακολουθήσουν ένα ολόκληρο επεισόδιο μίας σειράς, που διαρκεί 45 ολόκληρα λεπτά.
Αναφέρθηκες στην δεκαετία των ‘90s και ο Χάρης που υποδύεσαι στα Φαντάσματα, μοιάζει ως ιδιοσυγκρασία σα να είναι κομμάτι εκείνης της εποχής. Και λίγο delulu για να μιλήσω με το τωρινό λεξιλόγιο της νεολαίας.
Με πολύ μεγάλη χαρά «συνάντησα» τον Χάρη, γιατί ζει κάπου στα δικά του «σύννεφα» αλλά είναι παράλληλα πολύ γλυκός και πολύ οικείος, δεν είναι ο κλασσικός «μπούφος». Κάνει μεγάλη προσπάθεια για να μείνει συντονισμένος με όλο αυτό που συμβαίνει στη ζωή του, είναι πολύ ωραίος χαρακτήρας. Όσο περνάνε τα επεισόδια μου δίνονται και ωραίες αφορμές για να τον αποδώσω. Η κωμωδία άλλωστε ως είδος, προκύπτει και από τις διάφορες δυναμικές του περιβάλλοντος. Και μία από αυτές τις δυναμικές σε αυτή τη σειρά, είναι πως η Μαρίνα μπορεί και «βλέπει» τα φαντάσματα, ενώ ο Χάρης, δεν μπορεί.
Δεν θα καταφέρει να τα δει μέχρι το φινάλε;
Όχι, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της πρώτης σεζόν. Δεν τα βλέπει, δεν τα ακούει, αλλά τα αποδέχεται και επικοινωνεί μαζί τους με άλλους τρόπους.
Η κωμωδία είναι ένα μεγάλο challenge για έναν ηθοποιό, επειδή έχει έναν πιο υψηλό βαθμό δυσκολίας και ιδιαίτερους κώδικες, ακόμη και στην κινησιολογία;
Ισχύει αυτό, για αυτό και ο σκηνοθέτης της κάθε σειράς χρειάζεται να φλιτράρει ακόμη και την υπερβολή. Η κωμωδία στην τηλεόραση αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα, είναι πιο εξωστρεφής, αλλά δεν είναι η εξωστρέφεια που κατά τη γνώμη μου την καθορίζει ως θεατρικό ή τηλεοπτικό είδος.
Δε μιλάω για φωνές και χοντροκοπιές που έχουμε δει και σε αγαπημένες μας σειρές κατά το παρελθόν, αλλά έχουμε συνηθίσει, τη σκηνή να την ακολουθεί η φωνή και μία κίνηση περίεργη, για να γελάσουμε. Παρακολούθησα τη σειρά Ghosts του BBC στην οποία βασίζεται η δική μας σειρά και χωρίς να θέλω να συμμεριστώ αυτό το φλεγματικό βρετανικό χιούμορ, γιατί δεν μας ταιριάζει ως λαός, παρατήρησα πως δεν υπήρχε αυτή η εξωστρέφεια στον τρόπο που έπαιζαν οι βρετανοί ηθοποιοί. Πιστεύω πως το ελληνικό κοινό είναι έτοιμο να παρακολουθήσει μία κωμωδία που έχει αυτούς τους διαφορετικούς κανόνες. Που είναι δουλεμένη διαφορετικά, με εγκεφαλική προσέγγιση.
Σε αυτές τις σειρές, ο συντονισμός του συνόλου παίζει και τον σπουδαιότερο ρόλο στην επιτυχία; Στα Φαντάσματα το διαπιστώσαμε ήδη από το πρώτο επεισόδιο.
Όλοι οι ηθοποιοί που ζήσαμε μαζί αυτούς τους 4 μήνες των γυρισμάτων συνολικά την προσπάθεια, διαπιστώσαμε πως δεν υπήρχε τίποτε «μαύρο» στη μεταξύ μας σχέση. Χωρίς να υποβόσκει ανταγωνισμός. Τόσο feel good στην τηλεόραση έχω να νιώσω πολύ καιρό. Έκανε πολύ ωραία δουλειά ο σεναριογράφος μας, Λευτέρης Παπαπέτρου γιατί όλοι λέγαμε στην αρχή πως είναι ένα δύσκολο task «Τα Φαντάσματα», αλλά να, που λειτούργησε. Με την Έλλη (σ.σ Τρίγγου) είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε γενικώς και το ευχαριστηθήκαμε πολύ και οι δύο.
Επιστρέφεις θεατρικά με μία παράσταση που ήταν ήδη sold out, «Τη μηχανή του Τούριγνκ» στο θέατρο Βασιλάκου.
Η παράσταση θα παίζει μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου. Για να προλάβω να προετοιμαστώ για την επόμενη μου παράσταση. Ζω μία περίοδο αρκετά δημιουργική και γόνιμη.
Η επόμενη σου παράσταση με το έργο που γράφτηκε στις αρχές του αιώνα, «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και πλήρωσε τη νύχτα», μοιάζει ως θέμα με την κλασσική ελληνική ταινία «Μία ζωή την έχουμε» με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χόρν. Ένας ταμίας που κλέβει την τράπεζα που δουλεύει για να αγοράσει με τα χρήματα την ευτυχία του. Και τελικά αυτό καταλήγει σε μία αυταπάτη.
Μήπως η ταινία έχει επηρεαστεί από αυτό το έργο; Το «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και πλήρωσε τη νύχτα» είναι ένα εξπρεσιονιστικό έργο του Γκέοργκ Κάιζερ και έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Το θέμα της είναι ακριβώς αυτός ο ταμίας, ο οποίος κλέβει την Τράπεζα στην οποία εργάζεται και προσπαθεί να βρει το νόημα της ζωής εκεί όπου μπορεί να ξοδέψει τα χρήματα που έκλεψε, άρα ψάχνοντας να αγοράσει το νόημα της ζωής.
Η ουσία όμως κρύβεται στον τρόπο που θα το προσεγγίσει ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος, γιατί έχει κάνει μία καταπληκτική μετάφραση και φυσικά με ό,τι θα κάνουμε εμείς οι ηθοποιοί με την αισθητική και τα δικά μας «εργαλεία».
Θα καταλάβει ο χαρακτήρας που υποδύεσαι πως η ευτυχία ούτε πωλείται, αλλά ούτε αγοράζεται;
Θα το καταλάβει, κάπως αργά. Ή για να το πω καλύτερα, εμείς θα νιώσουμε πως θα είναι αργά για εκείνον. Η πλοκή είναι η αφορμή σε ένα έργο για να παρουσιάσεις και άλλα, πιο βαθιά νοήματα στον θεατή.
Είναι διαχρονικό θέμα ο πλούτος και το χρήμα αλλά δεν είναι υπαρξιακό, είναι ένα κομμάτι της φαντασιακής πραγματικότητας του ανθρώπινου είδους, δεν είναι αντικειμενικό. Εμείς το δημιουργήσαμε το χρήμα και εμάς ταλαιπωρεί. Είναι ένα βάσανο που εμείς φέραμε στη ζωή μας, δεν έχει να κάνει με τη φύση, τη ζωή, την ύπαρξή μας.
Έχει αλλάξει η ταυτότητα του θεατρικού κοινού και η διάθεσή του να αναζητά αυτά που θα τον βάλουν σε μία διαφορετική εσωτερική διεργασία και όχι απλά θα τον ψυχαγωγήσουν;
Αυτός ο προβληματισμός, αυτό το ταξίδι του μυαλού, παραμένει ο πυρήνας του θεάτρου, αλλά ο κόσμος πια αντιστέκεται στον τρόπο που του τον προσφέρουμε. Όταν το θέατρο γίνεται πιο βαρύ και διδακτικό, ο κόσμος αναζητά κάτι πιο εύπεπτο.
Και αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όσοι ασχολούμαστε με το θέατρο, είναι πως αν δεν αλλάξουμε τον τρόπο, θα έρθει η εποχή και θα τον αλλάξει από μόνη της, θες δε θες. Πρέπει να προσαρμόζεσαι και να αντιλαμβάνεσαι σε ποιον απευθύνεσαι και τι αντιμετωπίζει αυτός καθημερινά. Να μην του απευθυνθείς μιλώντας στη γλώσσα του, αλλά να του απευθυνθείς με τέτοιον τρόπο ώστε να τον συμπεριλάβεις στη σκέψη σου. Δεν μπορείς να μιλάς για ελιτίστικα πράγματα στο κοινό σου, όταν εκείνο στην καθημερινότητά του, αντιμετωπίζει την ένδεια.
Είναι ένα υπολογίσιμο έξοδο στον οικογενειακό προϋπολογισμό η εβδομαδιαία έξοδος στο θέατρο.
Δεν μπορεί μία οικογένεια να πάει τόσο συχνά στο θέατρο μέσα σε μία σεζόν. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που θα θυσιάσουν ένα ποσό για να πάνε στο θέατρο και να βγουν μετά για φαγητό, το προτιμούν ως την εβδομαδιαία τους έξοδο. Φυσικά και ο κόσμος του θέατρου ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής, προσαρμόζεται. Άλλοτε μειώνοντας το αντίτιμο τους εισιτηρίου, άλλοτε κατεβάζοντας το κόστος της παραγωγής.
Ως γνήσιος σινεφίλ επιστρέφεις σε λίγο διάστημα και στον κινηματογράφο. Ποιο είναι το θέμα της νέας σου ταινίας;
Η ταινία θα βγει τον Μάρτιο και θα λέγεται «Η τελευταία κλήση» σε σκηνοθεσία του Sherif Francis. Παίζω μαζί με τη Μαρία Ναυπλιώτου, τον Νίκο Ψαρρά, τον Δημήτρη Λάλο τη Ρένια Λουιζίδου, την Καλλιόπη Χάσκα, τον Γιάννη Καράμπαμπα, τον Γιώργο Μπένο. Είναι ένα νουάρ θρίλερ εποχής και βασισμένη στην ιστορία μίας πολύ ιδιαίτερης ομηρίας που συνέβη τη δεκαετία του '90.
Νιώθεις πλήρης, ικανοποιημένος από όσα έχεις καταφέρει ή είναι νωρίς ακόμη για απολογισμούς και συμπεράσματα για το αν εκπληρώθηκαν όνειρα και προσδοκίες;
Ξεκινώντας αυτή τη δουλειά συνειδητοποίησα ότι ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά τα όνειρα ήταν περισσότερο στο ρομαντικό φάσμα.
Αλλά καθώς ζεις και τα καταφέρνεις βήμα το βήμα, χρόνο τον χρόνο, δεκαετία με δεκαετία, είναι αλλιώς. Είναι πραγματικότητα πια, δεν είναι όνειρα, αλλά μία φυσική διαδρομή. Δε έχω την αίσθηση ότι έχουν εκπληρωθεί τα όνειρά μου, αλλά βιώνω μία κατάσταση όπου κάθε τι που κάνω, έχει κυρίως για εμένα, νόημα.
Ευτυχώς και λόγω οικογένειας, έχω απαλλαχτεί από την απαταλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Δηλαδή να κάνω πράγματα για να «είμαι». Πολλά από τα πράγματα που έχω κάνει κατά το παρελθόν μου έδιναν την αφορμή για μεγάλη προβολή, αλλά δεν την είχα εκμεταλλευτεί, έως και την είχα αποφύγει. Προσπαθώ να μην το κάνω, για να μην είμαι και προσβλητικός απέναντι σε κανέναν συνεργάτη ή συνάδελφο».
