Ζούμε κατά λάθος: Η κουλτούρα μιας χώρας που επιβιώνει από τύχη και το χειρόφρενο που εμείς ξεχάσαμε
Έχουμε εκπαιδευτεί να λέμε «ευτυχώς που δεν σκοτώθηκε κανείς». Ζητάμε απλώς να τη γλιτώσουμε. Στο ατύχημα στο Κολωνάκι με το SUV, δεν φταίει ένας άνθρωπος. Δεν φταίει ένας θεσμός. Δεν φταίει μόνο η κατηφόρα. Φταίει η απόλυτη εξοικείωση με το «λίγο έλειψε». Η ανοχή στην προχειρότητα. Η κανονικοποίηση της παράλειψης. Φταίει η ιδέα πως η ασφάλεια είναι για τους άλλους, οι κανόνες για τους αφελείς, και οι συνέπειες για τους άτυχους.
Σαββατόβραδο στο Κολωνάκι. Ήσυχο, προβλέψιμο, σαν όλα τα άλλα. Μέχρι που ένα SUV χωρίς οδηγό κυλάει στην κατηφόρα, στη συμβολή των οδών Πατριάρχου Ιωακείμ και Λουκιανού, παρασύρει ένα δέντρο, διαλύει τραπέζια και καταλήγει – κυριολεκτικά –πάνω σε ανθρώπους που κάθονταν σε εξωτερικό χώρο εστιατορίου.
Ο απολογισμός της ανθρώπινης ζωής; Δώδεκα τραυματίες, ένας εκ των οποίων πιο σοβαρά. Και ένα συλλογικό «αν είναι δυνατόν!». Στην προκειμένη περίπτωση, το αυτοκίνητο δεν κατευθύνθηκε προς το πλήθος από μίσος ή πρόθεση. Δεν ήταν τρομοκρατική ενέργεια. Ήταν κάτι πολύ πιο κοινό, πολύ πιο οικείο. Ήταν ένα τυπικό, ελληνικό λάθος.
Πώς βρέθηκε ένα κορίτσι 15 ετών πίσω από το τιμόνι; Η σκληρή πραγματικότητα στους ελληνικούς δρόμους
Άγνωστος παρέσυρε με Ι.Χ. τη Λένα Δροσάκη – Ως πότε θα μιλάμε για σωστή οδική συμπεριφορά;
Από πότε το να είσαι διάσημος σημαίνει να μην τηρείς τους νόμους; Ο ΚΟΚ πάντως δεν κάνει εξαιρέσεις
Δεν έφταιξε ένας άνθρωπος. Φταίει ολόκληρη η φιλοσοφία μας
Το πολυτελές SUV που προκάλεσε τον πανικό είχε παραδοθεί από τον ιδιοκτήτη του σε έναν 35χρονο εξωτερικό συνεργάτη του εστιατορίου, ο οποίος εκτελούσε χρέη παρκαδόρου. Εκτιμάται ότι δεν ασφαλίστηκε σωστά με χειρόφρενο, με αποτέλεσμα, γύρω στα μεσάνυχτα, το όχημα να ξεκινήσει ανεξέλεγκτα την πορεία του προς τον εξωτερικό χώρο του καταστήματος.
Ο παρκαδόρος συνελήφθη για σωματική βλάβη από αμέλεια, καθώς και για επικίνδυνες παρεμβάσεις στην ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας. Μετά την κατάθεσή του, αφέθηκε ελεύθερος με εντολή εισαγγελέα. Ένας άνθρωπος που πιθανότατα αμείβεται με τον βασικό μισθό και εργάζεται την ώρα που οι άλλοι διασκεδάζουν. «Δεν μπορώ να το πιστέψω, είχα βάλει το χειρόφρενο, δεν ξέρω τι έγινε», φέρεται να είπε στους αστυνομικούς.
Ο ιδιοκτήτης της Mercedes προσήχθη για εξέταση, χωρίς να του αποδοθούν κατηγορίες, και αφέθηκε ελεύθερος λίγες ώρες αργότερα.
Και, όχι! Δεν είναι ο παρκαδόρος το πρόβλημα. Αυτός ο άνθρωπος είναι το «σύμπτωμα». Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μάθει να λειτουργούμε ως κοινωνία του «κατά προσέγγιση» Όλα στο περίπου: η ευθύνη, η προσοχή, η ασφάλεια. Από το εκπαιδευτικό μας σύστημα μέχρι την κυκλοφοριακή αγωγή. Όλα λειτουργούν «στο περίπου». Κι όταν το περίπου καταλήγει σε ατύχημα, τότε ψάχνουμε έναν φταίχτη να σηκώσει το βάρος. Συνήθως τον πιο αδύναμο. Γιατί δεν θα θα ελεγχθεί ποτέ η αλυσίδα ευθυνών που ξεκινά από εμάς τους ίδιους.
Η μηχανή της αμέλειας - «Το δέντρο έσωσε ζωές αλλά το θέμα της παράνομης στάθμευσης παραμένει»
Δεν ήταν ένα τραγικό ατύχημα. Ήταν μια μηχανική συνέπεια. Μια φυσική αντίδραση στην πολιτισμική μας απάθεια. Όταν κάθε τι γύρω μας συντονίζεται στο «δε βαριέσαι», όταν η επαγγελματική υπευθυνότητα θεωρείται πολυτέλεια και η κανονιστική συμμόρφωση «γραφειοκρατία», τότε δεν χρειάζεται να υπάρχει εγκληματική πρόθεση. Αρκεί μια παράλειψη.
Κι αυτή η παράλειψη δεν ήταν αστοχία. Ήταν προβλέψιμη. Σχεδόν αναμενόμενη. Όπως είναι αναμενόμενο το επόμενο φρεάτιο που θα μείνει ανοιχτό. Η επόμενη οικοδομή χωρίς σήμανση. Το επόμενο πεζοδρόμιο χωρίς διάβαση. Ζούμε μέσα σε ένα σύστημα που δεν είναι απλώς ακατάλληλο αλλά ανύπαρκτο.
Ο θρίαμβος της μη ευθύνης
Αν αναζητάς τι πραγματικά μάς διαφοροποιεί ως κοινωνία, δεν είναι ούτε η νοοτροπία ούτε οι συνθήκες. Είναι η ικανότητά μας να διαφεύγουμε. Από την ευθύνη, από το λάθος, από τις συνέπειες. Αν κάτι έχουμε τελειοποιήσει, είναι η κουλτούρα της μετατόπισης. Πάντα κάποιος άλλος φταίει. Πάντα υπάρχει μια εξαίρεση. Πάντα υπάρχει μια καλή πρόθεση που λειτουργεί ως συγχωροχάρτι.
Αλλά οι καλοπροαίρετες παραλείψεις, όταν συνδυάζονται με το βάρος ενός SUV και την αδράνεια ενός συστήματος, μετατρέπονται σε σιωπηλή βία. Σ’ αυτή τη χώρα, η βία δεν είναι πάντα εκρηκτική. Είναι λανθάνουσα. Και φοράει γραβάτα.
Δεν είναι απλώς αμέλεια. Είναι αποδοχή.
Η κοινωνία μας δεν σοκαρίστηκε γιατί δεν έμαθε κάτι καινούριο. Το ήξερε ήδη: ότι θα συμβεί. Ότι ανά πάσα στιγμή το λάθος θα συμβεί. Δεν είμαστε απροετοίμαστοι απέναντι στην αστοχία. Την περιμένουμε. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό απ’ όλα.
Έχουμε εκπαιδευτεί να μην αντιδρούμε. Να λέμε «ευτυχώς που δεν σκοτώθηκε κανείς», λες και η επιβίωση είναι το μέτρο της επιτυχίας. Δεν ζητάμε να ζήσουμε καλά. Ζητάμε απλώς να τη γλιτώσουμε.
Η ευθύνη χωρίς πρόσωπο
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σχηματίστηκε δικογραφία. Ο παρκαδόρος συνελήφθη. Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου προσήχθη και αφέθηκε ελεύθερος. Οι κάμερες κατέγραψαν. Η Τροχαία έκανε ό,τι μπορούσε. Και τελικά; Κανείς δεν σκοτώθηκε –άρα μπορούμε να το χωνέψουμε ευκολότερα.
Αλλά το ερώτημα δεν είναι «ποιος θα πληρώσει». Είναι: πόσα ακόμα πρέπει να γίνουν για να αρχίσουμε να λειτουργούμε ως κοινωνία πρόληψης και όχι εκ των υστέρων απορίας. Πόσα ακόμα «τυχαία» να συμβούν μέχρι να καταλάβουμε ότι η επιβίωση δεν είναι επιτυχία – είναι ελάχιστο όριο.
Δεν φταίει ένας άνθρωπος. Δεν φταίει ένας θεσμός. Δεν φταίει μόνο η κατηφόρα. Φταίει η απόλυτη εξοικείωση με το «λίγο έλειψε». Η ανοχή στην προχειρότητα. Η κανονικοποίηση της παράλειψης. Φταίει η ιδέα πως η ασφάλεια είναι για τους άλλους, οι κανόνες για τους αφελείς, και οι συνέπειες για τους άτυχους.
Και τώρα τι;
Το εστιατόριο θα συνεχίσει να λειτουργεί. Οι τραυματίες θα γίνουν καλά. Η Mercedes θα επισκευαστεί. Ο παρκαδόρος ίσως ίσως έχει κυρώσεις. Η Λουκιανού θα επιστρέψει στο γνώριμο πηγαινέλα της.
Κι εμείς; Θα συνεχίσουμε να ζούμε με τον τρόπο που έχουμε μάθει: όχι βάσει ευθύνης, αλλά βάσει ανοχής στο ρίσκο. Όχι γιατί είμαστε ανεύθυνοι. Αλλά γιατί κανείς δεν μας ζήτησε ποτέ κάτι παραπάνω από το να είμαστε τυχεροί.
Αυτό είναι το δικό μας «σύστημα»: μια αλυσίδα από «δεν το πρόσεξα», «κάποιος άλλος έπρεπε», «ευτυχώς δεν έτυχε σε μένα». Όχι σύστημα στην ουσία, αλλά σύμπτωμα. Και μέσα σ’ αυτό το σύμπτωμα, επιβιώνουμε με τη χάρη του στατιστικού περιθωρίου.
Όχι επειδή προσέχουμε.
Επειδή -προς το παρόν- τη γλιτώνουμε.
