Ραντεβού με τις «Πυθίες της Αθήνας»: Καφές, ματζούνια, ξεμάτιασμα και μαύρα μπαστούνια

Ραντεβού με τις «Πυθίες της Αθήνας»: Καφές, ματζούνια, ξεμάτιασμα και μαύρα μπαστούνια

 Στον Ταύρο, φλιτζάνια που γράφουν, στη Νίκαια ματζούνια και θυμιατά που επαναφέρουν τους πρώην, στο Χαλάνδρι η τράπουλα μιλάει, στο Παγκράτι ξεμάτιασμα με γαρύφαλλα που σκάνε σαν πυροτεχνήματα. Κλείσαμε ραντεβού με τις Πυθίες της Αθήνας.

«Καλέ εσύ ήπιες και το κατακάθι» λέει εκνευρισμένη η καφετζού, με το που βλέπει το φλυτζάνι μου. «Απαπα! Δε θα μιλήσει αυτό. Ματούλα! Τον στέγνωσε αυτόν.» φωνάζει στην κοπέλα που εκτελεί χρέη γραμματέα. Έχω πέσει σε γκρινιάρα. Ήπια από ό,τι φαίνεται μερικές γουλιές από τα μελλούμενα που θα διάβαζε στο φλιτζάνι. Ακούω το γκαζάκι να ξανανάβει.

«Είναι μαστόρισσα» μου είχε πει η θεία της φίλης μου που μου έδωσε το νούμερο του τηλεφώνου- γεμάτο εξάρια. Δεν το σήκωσε ο αντίχριστος, ούτε ο κλειδαράς αλλά η κ. Αρετή. Μεσημέρι Παρασκευής, μπαίνω στο ισόγειο, στον Ταύρο. Έχει και μπαμπού σαλονάκι αναμονής. Η αμηχανία που επικρατεί θυμίζει ιατρείο γυναικολόγου.

Τα μακριά νύχια της διπλανής μου, καλπάζουν πάνω στο γυάλινο φλιτζανάκι του καφέ. Το κρατάει κάτω από το πηγούνι της και το φέρνει κάθε τόσο στα χείλη της με ευλάβεια λες και κρατάει το Άγιο δισκοπότηρο. Ρουφάει θορυβωδώς, τόσο που μου έρχεται να την χαστουκίσω- φταίει που πίνω και δεύτερο καφέ μέσα σε ένα τέταρτο και τα νεύρα μου είναι τσίτα.

Λίγα λεπτά μετά, ξανά ενώπιον της ειδικού. Μασάει όχι δάφνη αλλά τσίχλα. Οι βολβοί των ματιών της, περιφέρονται στα απομεινάρια του φλιτζανιού μου. «Στέγνωσες γρήγορα εσύ. Δε θα κάνεις δάκρυα» είναι η πρώτη της κουβέντα. «Για δες τι ωραίος αετός!» αναφωνεί. Μου δείχνει ένα σχήμα με το μικρό της δάχτυλο. Αν αυτός είναι αετός εγώ είμαι Σουμέριος και αποκρυπτογραφώ σφηνοειδή γραφή στη Μεσοποταμία.

«Δε μου λες έχασες αντικείμενο; Τί έχασες; Αυτό που έχασες θα το βρεις». Χαρά μεγάλη. Λες να βρω το γάντι μου; «Στη μεριά σου έχεις τετράγωνα» συνεχίζει. «Θα κουραστείς κι άλλο, αλλά θα πετύχεις. Επέστρεψε ο πρώην σου ε;». Ο πρώην μου είναι παντρεμένος με παιδί και έχω να τον δω πέντε χρόνια αλλά δε θέλω να της το χαλάσω. «Θα σε διεκδικήσει εμμονικά». Τα γυαλιά της γλιστρούν συνέχεια από τη μύτη της, όπως με κοιτάζει για να επιβεβαιώσω τη μαντεψιά.

Έχει βουτήξει τη γαμψή μύτη της μέσα στο φλιτζάνι και βλέπει ζέβρες, ένα βάζο με λουλούδια, μια οροσειρά, μια βεντάλια κι ένα μεγάλο βιολί. «Είναι που μ αρέσει ο Παγκανίνι;» αναρωτιέμαι. «Το βιολί σημαίνει ότι είσαι εγωίστρια. Να ρίξεις νερό στο κρασί σου» μου λέει. «Αυτή την περίοδο, θα σπάσεις κόκαλο» συνεχίζει. Που να φας τη γλώσσα σου κουκουβάγια. «Περπατάς στο δρόμο και κοιτάζεις το κινητό. Να κοιτάζεις τα αυτοκίνητα, από κει θα σου ρθει». Τί έγινε ρε παιδιά; Τί γκαντεμιά είναι αυτή;

Τώρα εγώ θα την πληρώσω; Μετά από όλα αυτά την πλήρωσα κιόλας, δεκαπέντε ευρώ. Καλύτερα να τα είχα ποτίσει με βενζίνη και να τα είχα κάψει. Το επόμενο ραντεβού ήταν με μια χαρτορίχτρα στο Παγκράτι.

Ξεμάτιασμα στο Παγκράτι

«Τσιγγάνικα ή ταρώ;» με ρωτάει από το τηλέφωνο η κ. Λίτσα η Πολίτισσα. Ακούγεται συνομίληκη με τον Τουταγχαμών- και είναι. «Δεν έχετε κανονική τράπουλα της μπιρίμπας;» ρωτάω. Ξεσπάει σε γέλια. «Αυτά είναι τα τσιγγάνικα» διευκρινίζει. «Θα έρθω για να στήσουμε το καρέ. Είμαι και καλή στον Θανάση» την πειράζω. «Δε θα μου κάψεις εσύ το μαντικό εγκέφαλο της τράπουλας με θανάσηδες και μπιρίμπες!» λέει. Τελικά κάηκε ο δικός μου εγκέφαλος.

Ωστόσο χαρτιά δε βγήκαν ποτέ από την τσέπη της. Γιατί μόλις με είδε, τινάχτηκε σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Αμάν! Εσύ είσαι ματιαγμένη. Δεν μπορώ να στα πω. Φύγε κι έλα άλλη μέρα» αναφώνησε. Ακολούθησα την εναλλακτική και πήγα στην κουζίνα να με ξεματιάσει. Χασμουριόταν σαν λιοντάρι. Στ' αλήθεια είναι ότι είχα πονοκέφαλο. Πραγματίστρια καθώς είμαι, νόμιζα ότι πάει πακέτο με τη διαδρομή Χαλάνδρι- Κορυδαλλός, όταν την κάνεις ώρα αιχμής, με μέσα μαζικής μεταφοράς. Αμ, δε! Μάτι είχα.

Έχω δει τη γιαγιά μου να ξεματιάζει με νερό και λάδι και προσευχές που «δεν λέγονται» και «πάνε μόνο από άντρα σε γυναίκα». Ωστόσο η κυρία Λίτσα, το χει σπουδάσει αλλιώς. «Εγώ ξεματιάζω με μοσχοκάρφια» ψιθύρισε λες και θα μας άκουγε ο στρατός από ξύλινες ρώσικες μπάμπουσκες που ήταν παρατεταγμένες ανά ύψος, στα ράφια της κουζίνας. Ανοιξε ένα κουτάκι με γαρύφαλλα που βάζουμε στο φαγητό. «Ου να μου χαθείτε. Ακέφαλα είστε όλα;» μονολόγησε σκαλίζοντάς τα.

Βρίσκει εφτά ολόκληρα, βγάζει ένα μεγάλο θυμιατήρι και ανάβει μέσα τρία καρβουνάκια. «Θα με λιβανίσετε;» ρωτάω. «Σσσσστ! Μη μιλάς τώρα. Δεν κάνει κορίτσι μου. Ακούνε. Ξέρω εγώ» λέει. Παίρνει από το ντουλάπι το αλάτι και γεμίζει τη χούφτα της. Λύσσα τα έκανε τα γαρύφαλλα. Δεν μίλησα. Σηκωμένη στις μύτες, περνάει το χέρι της πάνω από το κεφάλι μου, σαν δορυφόρος και μουρμουρίζει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια.

Αφού μου ρίχνει πρώτα ένα τριαξονικό φτύσιμο στο μέτωπο, τη μπλούζα και τα πόδια μου που με έκανε να σιχαθώ την ύπαρξή μου, αδειάζει τη χούφτα πάνω στα αναμμένα καρβουνάκια. «Ώι μάνα μου! Ωι μάνα μου!» αρχίζει να φωνάζει. «Σκάσε αναθεματισμένο!». Λουφάζω στη γωνία, έχουμε πόλεμο εδώ, αρχίζουν να τινάζονται και να σκάνε τα γαρύφαλλα σαν μικρά πυροτεχνήματα. Μετά από κάθε ένα που σκάει εκείνη εκσφενδονίζει μια λίστα από ανατριχιαστικές κατάρες. Δυο τρεις μόνο να πιάσουν, ο «ματιαστής» μου, την έβαψε. Θα του πετρώσουν τα μάτια, θα του καούν τα τσίνορα και θα του ανάψουν τα στήθια. Αφού έσκασαν όλα τα γαρύφαλλα, αποκαμωμένη από το τελετουργικό, έβγαλε το πόρισμα. «Ζηλοφθονία!».

Πάντως ένιωσα καλύτερα, μου πέρασε αμέσως ο πονοκέφαλος. Έτσι πρέπει να ένιωσε και εκείνη η φοράδα στη Θήβα που «έπεσε κάτω σκασμένη από το μάτι. Ήταν ψηλή κι αγέρωχη, αρχοντική φοράδα, μαύρη και σπάνια. ώσπου την είδε μια γυναίκα που γεννήθηκε την ημέρα του Κρόνου και τη σακάτεψε. Έπεσε κάτω τρεις μέρες ώσπου πήγε η γιαγιά μου και την ξεμάτιασε. Τι σου ναι το ξεμάτιασμα! Έγινε μετά περδίκι». Φοράδα που έγινε περδίκι, γαρύφαλλο σκαστό, κληρονομικό χάρισμα, θαυματουργό φτύσιμο. Είχα να κάνω με ειδικό. Μπροστά της οι μάγισσες της Σμύρνης, είναι γατάκια.

Ματζούνια στη Νίκαια

Επόμενο ραντεβού στη Νίκαια. «Να πας στη συνεργάτη της Κατίνας και να βρεις την Ευαγγελία» μου είπαν δυο γνωστές μου. Η Κατίνα, με υποδέχεται στα "Μυστικά" της, με τρατάρει λικέρ και λουκούμι, με μουσική υπόκρουση που σε ταξιδεύει στην Πόλη. Με καταγωγή από εκεί και προϋπηρεσία στον χώρο του μάρκετινγκ, ξέρει πώς να προβάλει καλύτερα τις υπηρεσίες της. «Όταν το άνοιξα» λέει «είδα την Αγιά Σοφιά στον ύπνο μου. Ήξερα ότι θα πάει καλά». Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ρίχνει και η ίδια το χαρτί. «Οταν ταξιδεύω στην Πόλη, έχω πελάτη τον Σουλεϊμάν».

Η Ευαγγελία, περιμένει στο μικρό δωμάτιο. Φαίνεται έξυπνη και συνεννοήσιμη. Βρίσκω την ευκαιρία για μερικές ερωτήσεις. «Όταν σε ρωτάνε τί δουλειά κάνεις, τί λες;» τη ρωτάω. «Μελλοντολόγος». «Δηλαδή είσαι μέντιουμ;». «Δεν βάζεις μια σφαίρα κάτω και κάνεις το μέντιουμ. Αυτά δεν υπάρχουν. Εγώ έχω ένα έμφυτο ταλέντο. Την εικόνα μου τη βγάζει ο άνθρωπος. Είμαι γεννημένη και μέρα πανσελήνου έχω καταγωγή από την Αίγυπτο». Τα δύο τελευταία εκλαμβάνονται στον χώρο, ως μεταπτυχιακά.

«Ετσι ήμαστε όλοι στην οικογένεια- η μάνα μου, η γιαγιά μου, ο παππούς μου είναι από το όρος Σινά και είχαν όλοι το χάρισμα. Η κόρη μου είναι 10 χρονών και ήδη βλέπει πράγματα στον καφέ». Η ίδια, δεν διαβάζει μόνο το φλυτζάνι αλλά και το πιάτο. «Είμαι από τις λίγες που λένε και τούρκικη καφεμαντεία» λέει. Στα χέρια της κρατάει λέει «την ψυχομαγνητική τράπουλα. Η τράπουλα αυτή τραβάει την αύρα του κάθε ανθρώπου».

Αν ισχύουν όλα όσα είπε, η ζωή μου θα είναι χαρούμενη σαν αυτή που ζει η οικογένεια του Βιτάμ, θα αποκτήσω πολλά χρήματα και σε 2 υπογράφω για μια νέα δουλειά. "Αν θα είναι δύο ώρες, δύο μέρες, δύο μήνες, ή δυο χρόνια δεν ξέρω να σου πω". Ελπίζω να μην είναι δύο αιώνες. Εμπόδιο στο δρόμο μου θα σταθεί μια κακιά συνυφάδα η οποία μου σκάβει τον λάκο. Για κάτι τέτοιες, η Κατίνα συστήνει «Κοκαλάκι νυχτερίδας. Είναι για την γλωσσοφαγιά. Δεν μπορώ να το ανοίξω» λέει κρατώντας ένα ξύλινο κουτάκι. «Είναι από κανονική νυχτερίδα;», «Ναι περίμενε να σου τη φέρω». Επιστρέφει κρατώντας μια βαλσαμωμένη νυχτερίδα. «Οταν φτιαχτεί για σένα και μελετηθεί, είμαι το καλύτερο γούρι».

«Εγώ ξεματιάζω με απήγανο» λέει η Κατίνα αναφερόμενη σε ένα βοτάνι που λέγεται ότι είχε αμυντικές ιδιότητες απέναντι στις μάγισσες. Η ίδια είναι κινητή εγκυκλοπαίδεια για ματζούνια και λιβάνια επαναφοράς, προστασίας, αφθονίας. «Μόνο για καλό!» διευκρινίζει. «Τα έχω όλα εδώ και είναι γνήσια, από την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία. Αυτό εδώ, είναι μαύρος μόσχος. Για χρήμα και για να προσελκύεις αγάπη. Όπως και το δυνατό λιβάνι από το Ντουμπάι. Αυτό το βάζεις στο πορτοφόλι σου, στην τσέπη σου ή το καις στο θυμιατήρι». Πιάνω τη σοκολάτα έρωτα: «Τη βάζεις στο καρβουνάκι σου θυμιαίνεις και σου έρχεται πιο κοντά το πρόσωπο». Πλακώνεσαι δηλαδή με το αίσθημα και αντί να πας να φας δέκα αμυγδάλου, παίρνεις αυτή και θυμιατίζεις. Συμφέρει στις θερμίδες- η τιμή ωστόσο είναι απλησίαστη για μένα. «Μόνο τις μικρές ώρες θυμιατίζουμε. Όταν ο άλλος είναι ήρεμος» λέει η ειδικός. Μετά πέφτω πάνω στο επίμαχο κουτί. Έχει μέσα ένα φυλαχτό με περιστερόσκονη. Δηλαδή, τέφρα περιστεριού. I rest my case.

Τράπουλα στο Χαλάνδρι

«Εγώ είμαι η καλύτερη, κι η παλιότερη. Και δεν είμαι καθόλου μετριόφρων» λέει η κ. Ελένη. «Ανοιξα στο Φάληρο το 2007 και τώρα στο Χαλάνδρι. Όλοι ακολούθησαν και φτιάχνουν τώρα πολίτικους καφενέδες. Εγώ το έκανα ανατολίτικο το μαγαζί να θυμίζει την πατρίδα μου. Ολες λένε ότι είναι από την Πόλη. Τρέχα γύρευε από πού είναι. Δέχομαι αθέμητο ανταγωνισμό».


"Μνήμες από την πόλη": Βαριά διακόσμηση, άρωμα ναργιλέ που σε υπνωτίζει, γαλάζια μάτια παντού. «Πήγαινε στο αστέρι" μου λέει και με στέλνει στην κυρία στα ενδότερα. «Μαρία η Θεσσαλονικιά» μου συστήθηκε. Εβγαλε την τράπουλα από ένα πουγκί, με έβαλε να κόψω, να σταυρώσω, να ξανακόψω. «Η αδερφή σου είναι σε σοβαρή σχέση και μόλις μετακόμισε». Ωχ! Τί παίχτηκε; Όντως ισχύει.

Τα χαρτιά της φανέρωσαν tips για το μέλλον μου, ότι θα αλλάξω δουλειά, ότι θα πάρω ένα μικρό αυτοκίνητο, ότι δεν πρέπει να ανεβαίνω σε μηχανή «γιατί δεν είναι στο κάρμα σου», ότι η γιαγιά μας θα μας δώσει κάποιο κειμήλιο το Πάσχα. Για λεφτά δεν μου είπε τίποτα, ούτε ευρώ δεν είδε, πού να το δει αφού δεν υπάρχει, οπότε αποφάσισα ότι αυτή είναι η πιο αξιόπιστη. «Κάνουμε και ξεμάτιασμα με μολύβι και κηρομαντεία» μου είπε η κ. Ελένη. Πού να ξερε πόσα γαρύφαλλα έσκασε για μένα η Λίτσα η Πολίτισσα- όλα για πάρτη μου στην πίστα της βασκανίας.