To bullying σε Markle και Lively αφορά τον βαθύ φόβο απέναντι σε γυναίκες που δεν συμμορφώνονται

Ανθή Μιμηγιάννη
To bullying σε Markle και Lively αφορά τον βαθύ φόβο απέναντι σε γυναίκες που δεν συμμορφώνονται

Η κουλτούρα που φαίνεται να επιτρέπει και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να ενθαρρύνει την ταχεία διάδοση αρνητικών αφηγήσεων, ιδίως όταν πρόκειται για γυναίκες που αμφισβητούν το status quo. Ο μισογυνισμός και η πολιτισμική αγανάκτηση απέναντι σε γυναίκες που δεν συμμορφώνονται με τις προσδοκίες της κοινωνίας.

Γιατί τόσοι πολλοί είναι πεπεισμένοι ότι αυτές οι γυναίκες είναι ανειλικρινείς -και γιατί είναι τόσο εξοργισμένοι γι’ αυτό; Είναι επειδή τις βρίσκουν απλώς ενοχλητικές, ή μήπως έχουν τόσο απορροφηθεί από τη δυναμική των social media που δεν μπορούν να διακρίνουν την πραγματικότητα από την κατασκευασμένη αγανάκτηση; Είναι τόσο δύσκολο να αποδεχτούμε ότι ο μισογυνισμός είναι ένας ιστός τόσο λεπτός και διάχυτος, που μπορεί να παγιδεύει ακόμα και τις πιο προνομιούχες γυναίκες;

Η Meghan Markle και η Blake Lively δεν είναι ούτε οι πρώτες ούτε οι τελευταίες γυναίκες που καταδικάζονται όχι για κάτι που έκαναν, αλλά επειδή δεν κατάφεραν να είναι αόρατες, επειδή δεν μίκρυναν αρκετά τον εαυτό τους ώστε να μην ενοχλούν. Όποια κι αν είναι η άποψη κάποιου για τις επιλογές ή τις δηλώσεις τους, το ερώτημα παραμένει: γιατί η ύπαρξή τους αντιμετωπίζεται ως προσβολή; Γιατί τόσος κόπος να τις αποκαθηλώσουμε, να αποδείξουμε ότι δεν είναι τόσο αυθεντικές, τόσο ευφυείς, τόσο χαρισματικές όσο ισχυρίζονται; Και το κυριότερο, γιατί η οργή αυτή προέρχεται τόσο συχνά από άλλες γυναίκες;

Ας το θέσουμε διαφορετικά: γιατί το να θεωρηθεί μια γυναίκα «ψεύτικη» ισοδυναμεί με πολιτισμική καταδίκη; Μήπως επειδή, σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες πρέπει να είναι ταυτόχρονα λαμπερές αλλά και σεμνές, έξυπνες αλλά όχι αλαζονικές, επιτυχημένες αλλά χωρίς να απειλούν, η κατηγορία της επιτήδευσης είναι ο πιο βολικός τρόπος να τις φιμώσουμε; Στην πραγματικότητα, η έννοια της «αυθεντικότητας» όπως τη χρησιμοποιούμε στις δημόσιες συζητήσεις είναι συχνά μια παγίδα: απαιτούμε από τις γυναίκες να είναι αυθεντικές, αλλά μόνο αν η αυθεντικότητα τους ταιριάζει με τις προσδοκίες μας.

Η αντίδραση απέναντι στη Markle, τη Lively και, νωρίτερα, την Amber Heard, δεν αφορά τόσο τα έργα ή τις ημέρες τους. Αφορά τον βαθύ πολιτισμικό φόβο απέναντι στις γυναίκες που δεν συμμορφώνονται. Γιατί αν η Markle, η Lively ή η Heard πουν την αλήθεια τους, τότε ίσως και άλλες γυναίκες αρχίσουν να μιλούν. Ίσως αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι η εξουσία, ακόμα και όταν εμφανίζεται με το πρόσωπο της βασιλικής οικογένειας, ενός δημοφιλούς ηθοποιού ή ενός σκηνοθέτη του Χόλιγουντ, μπορεί να είναι καταχρηστική. Και αυτή είναι μια σκέψη που πολλοί θα προτιμούσαν να μην έχουν.

Το ότι οι πιο φανατικές εχθροί αυτών των γυναικών είναι επίσης γυναίκες δεν είναι τυχαίο. Είναι το αποτέλεσμα ενός συστήματος που μας διδάσκει ότι η γυναικεία δύναμη είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: ότι για να ανέβεις, πρέπει κάποια άλλη να πέσει. Οι γυναίκες που πρωτοστάτησαν στο διαδικτυακό λιντσάρισμα της Heard, που γελοιοποιούν τη Markle, που κατηγορούν τη Lively για υπερβολή, δεν λειτουργούν μεμονωμένα. Είναι οι φορείς μιας παράδοσης που θέλει τις γυναίκες να αλληλοϋπονομεύονται, να προσπαθούν να αποδείξουν πως είναι πιο αρεστές, πιο «καλές», πιο αποδεκτές από τις άλλες.

Κι έτσι, κάθε φορά που μια γυναίκα βγαίνει μπροστά και μιλάει –για την εμπειρία της, για την αλήθεια της, για τα όνειρά της– το θέαμα αυτό μοιάζει αφόρητο σε κάποιους. Είναι πιο εύκολο να την πουν ναρκισσίστρια, ψεύτικη, υστερική. Να την απαξιώσουν. Γιατί αν την άκουγαν, θα έπρεπε ίσως να αναρωτηθούν για τον δικό τους ρόλο. Θα έπρεπε να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.