Διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ το δικαίωμά σου να τα λες μέχρι τέλους

Σήμερα, που η δημόσια σφαίρα έχει καταντήσει αρένα, που το «διαφωνώ» σημαίνει «θα σε ακυρώσω», που ο διάλογος έχει αντικατασταθεί από hashtags και συγκρουσιακές ρητορικές, ο Βολταίρος, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή, μοιάζει πιο αναγκαίος από ποτέ. «Να εκτιμάς εκείνους που αναζητούν την αλήθεια, αλλά να φυλάγεσαι από εκείνους που ισχυρίζονται πως τη βρήκαν».
Η φήμη ενός ανθρώπου, λένε, διαρκεί εκατό χρόνια. Αν έχεις προσφέρει κάτι βαθύ, ρηξικέλευθο ή απλώς ενοχλητικό για την εποχή σου, ίσως και λίγο παραπάνω. Οι πραγματικά ανθεκτικοί στον χρόνο δεν είναι εκείνοι που έχουν δίκιο - το δίκιο είναι σχετικό και ευμετάβλητο. Είναι εκείνοι που άναψαν μια σπίθα αμφιβολίας. Μια λέξη, μια ιδέα, μια βλασφημία που δεν σβήστηκε, αλλά λειτούργησε ως προπαγανδιστικό ερέθισμα της ελευθερίας. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Βολταίρος. Και όσο κι αν φαίνεται μακρινό το Παρίσι του 1694, στις 21 Νοεμβρίου εκείνου του έτους γεννήθηκε ένας άνθρωπος που θα ταυτιζόταν με ολόκληρη την έννοια του Διαφωτισμού. Ο François-Marie Arouet.
Γνωστός πλέον μόνο με το ψευδώνυμο που ο ίδιος κατασκεύασε: Voltaire. Πνεύμα ελεύθερο, ειρωνικό, αντισυμβατικό, σχεδόν σατανικά επίκαιρο που έφυγε σαν σήμερα 30 Μαΐου 1778.
Και σήμερα, σε έναν κόσμο τεχνολογικά ιλιγγιώδη, ηθικά ρευστό, πολιτικά πολωμένο και φανατισμένο σε βαθμό μισανθρωπίας, τα λόγια του εξακολουθούν να μην χαρίζουν.
«Διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να τα λες». Η φράση αυτή αποδόθηκε στον Βολταίρο αν και γράφτηκε από τη βιογράφο του Evelyn Beatrice Hall. Ίσως δεν την είπε ακριβώς έτσι. Αλλά την έζησε. Την υποστήριξε με το αίμα και τα εξορισμένα του χειρόγραφα. Σήμερα, που η δημόσια σφαίρα έχει καταντήσει αρένα, που το «διαφωνώ» σημαίνει «θα σε ακυρώσω», που ο διάλογος έχει αντικατασταθεί από hashtags και αλληλοσφαγιαστικές ρητορικές, ο Βολταίρος μοιάζει πιο αναγκαίος από ποτέ.
Η αμφιβολία, η ειρωνεία, η ελευθερία του λόγου, η μάχη κατά της μισαλλοδοξίας, η ανάγκη για γνώση –όλα όσα υπηρέτησε με τον νου, την πένα και τον σαρκασμό του, είναι σήμερα πάλι στο επίκεντρο. Μόνο που λείπει το πνεύμα. Η λεπτότητα. Η τόλμη χωρίς κραυγή. Η αποδόμηση χωρίς εξευτελισμό.
Ο Βολταίρος ήταν Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος. Μα πάνω απ’ όλα, ήταν φορέας του πιο επικίνδυνου είδους λόγου: του έξυπνου λόγου. Εκείνου που δεν επιχειρηματολογεί για να κερδίσει, αλλά για να σπάσει τη σιωπή. Εκείνου που γελάει με το παράλογο, χωρίς να το δαιμονοποιεί. Εκείνου που διαλύει το ιερό, όχι επειδή το μισεί, αλλά επειδή δεν το φοβάται.
Αν και πλούσιος, κοσμοπολίτης και εκκεντρικός, προτιμούσε την απλότητα: «Εγώ και τα παιδιά μου καλλιεργούμε τον κήπο μας, η εργασία μάς προστατεύει από τρία μεγάλα κακά: την πλήξη, την αμαρτία και την ανάγκη».
Η πρόταση αυτή, μέσα στην αθωότητά της, είναι σήμερα σχεδόν ανατρεπτική. Στη σημερινή υπερπαραγωγική εμμονή, με εμμονή στην απόδοση, στο status, στα likes, η πράξη της εσωτερικής εργασίας, της πνευματικής καλλιέργειας, φαντάζει σχεδόν ύποπτη. «Αν αυτός είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος, τότε πώς είναι οι υπόλοιποι;» γράφει στο Καντίντ. Ένα ερώτημα που ίσως μόνο η απελπισία του παρόντος μπορεί να απαντήσει επαρκώς.
Ο Βολταίρος πίστευε στην αλήθεια, όχι ως ιδεολογικό θέσφατο αλλά ως διαρκές ζητούμενο: «Να εκτιμάς εκείνους που αναζητούν την αλήθεια, αλλά να φυλάγεσαι από εκείνους που ισχυρίζονται πως τη βρήκαν».
Αν κάτι μας έχει στερήσει η εποχή της ταχύτητας, των αλγορίθμων και της υστερικής υπερανάλυσης είναι ακριβώς αυτό: την ικανότητα να μην ξέρουμε. Να ζούμε με την αμφιβολία. Να ακούμε τον άλλον χωρίς να ετοιμάζουμε την απάντηση. «Η αμφιβολία δεν είναι ευχάριστη κατάσταση, αλλά η βεβαιότητα είναι παράλογη».
Σήμερα, που όλοι έχουν μια γνώμη για όλα και ελάχιστη επίγνωση για οτιδήποτε, τα αποφθέγματα του Βολταίρου είναι εργαλεία αποτοξίνωσης. Από την αμετροέπεια, την ημιμάθεια, τη βία της βεβαιότητας.
«Όσοι μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις παραλογισμούς, μπορούν να σε κάνουν να διαπράξεις φρικαλεότητες». Το διαβάζεις και νομίζεις πως είναι σχολιασμός για τα τρολ του διαδικτύου, για τις ρητορικές μίσους στα social media, για τους πολέμους της πληροφορίας. Και όμως γράφτηκε σε έναν άλλο αιώνα. Ή όχι τόσο άλλον τελικά.
Ο Βολταίρος ήξερε πως η ιστορία γράφεται «μόνο σε μια ελεύθερη χώρα». Κι αν η ελευθερία κινδυνεύει, δεν είναι πάντα από δικτάτορες. Συχνά κινδυνεύει από τη λήθη. Από τη μετριότητα. Από τον εθισμό στο εύκολο.
Η κοινή λογική, έλεγε, «δεν είναι τόσο κοινή». Ούτε η ανθρωπιά. Ούτε η ανεκτικότητα. Ούτε η ικανότητα να γελάμε με τα ιερά μας χωρίς να αισθανόμαστε προδομένοι.
Στον καιρό του, υπερασπίστηκε τον Ζαν Καλας, έναν Προτεστάντη που εκτελέστηκε άδικα. Σήμερα, υπερασπιζόμαστε ελάχιστους. Όχι γιατί δεν υπάρχουν αθώοι να σώσουμε, αλλά γιατί είμαστε απασχολημένοι με την εικόνα μας. Η κοινωνία του θεάματος δεν θέλει διαφωτιστές. Θέλει influencers. Όχι εκείνους που σπέρνουν ιδέες, αλλά αυτούς που προωθούν προϊόντα.
Κι όμως, παρά την αποξένωση, την τεχνολογική μέθη, την ηθική σύγχυση, μια φωνή σαν του Βολταίρου συνεχίζει να επιβιώνει. Όχι γιατί η ιστορία τον δικαίωσε –η ιστορία δεν δικαιώνει ποτέ εν ζωή. Αλλά γιατί ο χρόνος δεν κατάφερε να τον αποδομήσει.
Η φήμη του, λοιπόν, έχει ξεπεράσει τα 100 χρόνια. Όχι γιατί ήταν άγιος. Αλλά διότι είχε τη γενναιότητα να πάει κόντρα στην εποχή του, χωρίς να την εξευτελίσει. Να την σαρκάσει, χωρίς να την ακυρώσει. Να αγαπήσει τον άνθρωπο, χωρίς να κολακέψει τις αδυναμίες του. Και αυτό, σε έναν κόσμο που ψάχνει ήρωες ανάμεσα σε φίλτρα και viral clips, είναι σχεδόν υπερφυσικό.
Γι’ αυτό η φήμη του θα ξεπεράσει κι άλλους αιώνες. Όχι μόνο κάθε επέτειο γέννησης και θανάτου, αλλά κάθε φορά που κάποιος τολμά να πει κάτι που διαφωνεί με το ρεύμα. Και το υπερασπίζεται. Μέχρι τέλους.
