Βαρβάρα Φύτρου: Η γυναίκα που έχασε τα πάντα στο Μάτι κι αφιέρωσε ό,τι της έμεινε στη δικαίωση

Πατούλια Κατερίνα
Βαρβάρα Φύτρου: Η γυναίκα που έχασε τα πάντα στο Μάτι κι αφιέρωσε ό,τι της έμεινε στη δικαίωση

Η Εβίτα σήμερα θα ήταν ένα κορίτσι 20 ετών κι ο Αντρέας θα ενηλικιωνόταν. Μόνο που η ζωή για την τραγική μητέρα και τους συγγενείς των 104 ψυχών που χάθηκαν στο Μάτι σταμάτησε να προχωρά στις 23 Ιουλίου του 2018, ο χρόνος πάγωσε εξαιτίας εκείνης της φονικής φωτιάς. 

Πόσο πόνο μπορεί να αντέξει μια μάνα; Επτά χρόνια μετά τη φονική φωτιά στο Μάτι, η Βαρβάρα Φύτρου εξακολουθεί να ζει με τον πιο αβάσταχτο εφιάλτη: την απώλεια ολόκληρης της οικογένειάς της μέσα σε ένα απόγευμα. Τα δύο παιδιά της και ο σύζυγός της δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι εκείνη τη μοιραία 23η Ιουλίου του 2018, όταν οι φλόγες σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμά τους και 104 ψυχές χάθηκαν αβοήθητες, εγκλωβισμένες στις φλόγες, στη θάλασσα, στα βράχια.

Πόσος πόνος χωράει στην καρδιά μιας μητέρας που αναγκάστηκε να μάθει πού άφησε την τελευταία του πνοή το παιδί της, που έκανε το μοιραίο άλμα για να σωθεί και δεν τα κατάφερε; Πόσες τύψεις μπορεί να κουβαλά μια γυναίκα που έπρεπε να βρίσκεται στο γραφείο εκείνη την ημέρα και όχι μαζί με τα παιδιά της, την ώρα που περνούσαν τις τελευταίες, εφιαλτικές στιγμές τους; Πόση «δικαιοσύνη» υπάρχει σε πέντε χρόνια φυλακής για όσους πήραν τις αποφάσεις που άφησαν 104 ανθρώπους στο έλεος της φωτιάς ανάμεσά τους μικρά παιδιά που το μόνο που ήθελαν ήταν να ζήσουν ένα χαρούμενο καλοκαίρι;

fytroy.jpg

Επτά χρόνια μετά, τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Ο πόνος παραμένει αμείωτος. Και η Βαρβάρα Φύτρου παραμένει το σύμβολο μιας μάνας που κουβαλά το βάρος μιας ολόκληρης τραγωδίας και ζητά ακόμα το αυτονόητο: αλήθεια και δικαιοσύνη.

Στις 23 Ιουλίου του 2018 η ζωή της Βαρβάρας Φύτρου Βουκάκη είχε τελείωσε. Έτσι εξήγησε η ίδια στην πρώτη κατάθεσή της στη δίκη για τη φωτιά στο Μάτι το 2022 όσα έλαβαν χώρα και της στέρησαν το δικαίωμα να δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να ενηλικιώνονται, να γιορτάζουν όλοι μαζί φέτος τα 60α γενέθλια του συζύγου της Γρηγόρη.

Από το 2018 στο 2025: Αξίζουν μόνο 5 χρόνια φυλακής οι ένοχοι;

Φέτος τον Ιούνιο, με την απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων έφτασε στην επιβολή συνολικών ποινών από 3 έως 340 έτη (εκτιτέα τα 5 έτη).

Στη φυλακή οδηγήθηκαν οι:

  • Σωτήρης Τερζούδης (τότε αρχηγός της Πυροσβεστικής),
  • Βασίλης Ματθαιόπουλος (τότε υπαρχηγός),
  • Ιωάννης Φωστιέρης (τότε επικεφαλής του ΕΣΚΕ)
  • και Ιωάννης Καπάκης (τότε γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας), η συνολική ποινή φυλάκισης των οποίων έφτασε τα 340 έτη (εκτιτέα 5).

«Για τους 4 κατηγορουμένους επιβάλλεται η ποινή άνευ αναστολής, άνευ μετατροπής, καθώς θεωρούνται ύποπτοι τέλεσης νέων αδικημάτων.

Το δικαστήριο αποφάσισε τη μετατροπή της ποινής των 238 ετών προς 10 ευρώ ημερησίως για τους:

  • Χρήστο Γκολφίνο, τότε διευθυντή του «199»,
  • Φίλιππο Παντελεάκο, τότε διευθυντή του Κέντρου Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας,
  • Δαμιανό Παπαδόπουλο τότε διοικητή του Πυροσβεστικού Σταθμού Νέας Μάκρης,
  • Νίκο Παναγιωτόπουλο, τότε διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Αθηνών και
  • Χαράλαμπο Χιώνη, τότε διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής.

Με την ίδια απόφαση έγινε μετατροπή της ποινής και για τον Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο προς 10 ευρώ ημερησίως.

Για να φτάσουμε στις ποινές αυτές, οι συγγενείς των θυμάτων, όσοι έχασαν ανθρώπους και περιουσίες στο Μάτι την 23η Ιουλίου 2025, έπρεπε να καταθέσουν ξανά και ξανά όσα τραυμάτισαν τις ψυχές τους και γέμισαν τις καρδιές τους εγκαύματα που δεν λένε να επουλωθούν με το πέρασμα του χρόνου.

Η Βαρβάρα Φύτρου τόνισε στην κατάθεση της το 2024 πως η ελπίδα ήταν να είναι εκείνη η φορά η «τελευταία φορά» που στέκεται απέναντι σε ένα δικαστήριο για να αναβιώσει όσα την στιγμάτισαν για πάντα. Είχε ακούσει άλλωστε το αμίμητο «συντομεύετε» όταν έπρεπε να καταθέσει τι συνέβη λεπτό προς λεπτό και έφτασε στο να χάσει την οικογένειά της σε μια μέρα.

Βοηθήστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα. Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη. Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018 από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων», είχε πει η Βάρβαρα Βουκάκη στη δικαστική αίθουσα.

«Θέλω να δικάσετε δίκαια όσους έχουν ευθύνες και όταν ξανασυναντήσω τους ανθρώπους μου να μπορώ να τους αγκαλιάσω και να τους πω, πως αφού δεν τους ακολούθησα στον δρόμο που πήραν εκείνο το απόγευμα, εδώ που έμεινα έκανα ό,τι μπορούσα. Να τους πω πως πέτυχα την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων. Για να μην ξαναγίνει», είχε πει η μάνα - σύμβολο το 2024.

Οι καταθέσεις της συγκλονίζουν όσες φορές κι αν διαβάσεις, κι αν μπορείς στο ελάχιστον να καταλάβεις όσα έζησε:

«Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους»

«Εγώ επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν. Κάποια στιγμή ο γιος μου σήκωσε το τηλέφωνο του συζύγου μου. Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. Φοβάμαι, μαμά μου, μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να πάω να τους βρω. Μου λέει εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς.

Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».

Στην προσπάθειά της να φτάσει στο Μάτι, ένα μηχανάκι της φώναξε «Γύρνα πίσω, θα καείς, καίγονται τα πάντα», εκείνη όμως δεν σταμάτησε.

«Έπαιρνα το Γρηγόρη. Κάποια στιγμή γύρω στις 18:30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. Καιγόμαστε... Δεν το καταλαβαίνεις. Πού να έρθεις να μας βρεις. Ο Γρηγόρης μου έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας.

Η Βάρβαρα Βουκάκη δεν σταμάτησε ποτέ να ψάχνει την οικογένειά της, κι ας μύριζαν όλα καμένο.

«Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου. Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;

«Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει… Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί.

Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με το ροζ μπλουζάκι της, όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσε. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω.

Η Εβίτα στην τελευταία προσπάθεια, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν: σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια και είδε το παιδί μου και κάλεσε την πυροσβεστική, αλλά δεν ήρθε κανείς. Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν είχε πάει κάποιος! Αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης… δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό».

Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανακατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».

Η είδηση του τραγικού θανάτου και των άλλων δύο μελών της οικογένειάς της δεν άργησε να έρθει.

«Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε τον δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης και η Εβίτα μου».

«Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν απαντούσε κανείς! Δεν υπήρχε κανείς να μας απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα και μύριζε καμμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους και εγώ ήλπιζα να μην δω και τους δικούς μου έτσι… έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο που κάηκαν 26 άνθρωποι! Ήταν από τους τελευταίους που κατέφυγαν στο κτήμα Φράγκου», ανέφερε μεταξύ άλλων.

«Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος… κάτι… Κανείς δεν ενημέρωσε τους ανθρώπους μας να φύγουν. Κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω στην φάκα, στην οδό Δημοκρατίας κοντά στο κτήμα Φράγκου, η αστυνομία» είπε.

H Βαρβάρα Φύτρου συνεχίζει να ζει, να περπατά στους ίδιους δρόμους, να ξυπνά κάθε πρωί με την ίδια εικόνα στα μάτια και το ίδιο βάρος στην καρδιά, να μιλά για τα παιδιά της και τον άντρα της σαν να είναι ακόμα εδώ, να τους υπερασπίζεται απέναντι στη λήθη, να ζητά το αυτονόητο: να ακουστεί η αλήθεια τους, να δικαιωθεί η μνήμη τους.

Γιατί όσο χτυπά η καρδιά της, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Γιατί η αγάπη της είναι πιο δυνατή κι από τη φωτιά.

Όπως λέει κι η ίδια:

«Όσο ζω, θα ζητώ το αυτονόητο: να δικαιωθούν όσοι χάθηκαν εκείνο το μεσημέρι. Δεν μπορώ να τους φέρω πίσω, αλλά μπορώ να παλέψω για τη μνήμη τους»

Και αυτό θα συνεχίσει να κάνει, κάθε μέρα, για όσο αντέχει η καρδιά της.

3773173811048020063250398818262101496692736n.jpg