Το να εξοριστεί το Κων/νου & Ελένης στο ΣουΚου είναι μια τάση να πειράζουμε πάντα τα λάθος πράγματα;
Η απόφαση να «εξοριστεί» από τη μεσημεριανή ζώνη έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι βαθύτερο για την ελληνική τηλεόραση. Ότι έχει την τάση να πειράζει τα λάθος πράγματα. Σε μια χώρα που η έννοια του «νέου» εξαντλείται στη μετακίνηση των ίδιων προσώπων από εκπομπή σε εκπομπή, εκείνο που ενοχλεί είναι μια σειρά που αγαπήθηκε αδιάλειπτα από το 1998 μέχρι σήμερα. Πάντως, μια υποψιασμένη από εμάς, θα έλεγε ότι όπως το Κων/νου και Ελένης είναι αξίωμα -και δεν χρειάζεται καμία απόδειξη, έτσι και θα γυρίσει πίσω σε καθημερινή βάση εκεί που ανήκει.
Υπάρχουν σειρές που δεν μετριούνται σε νούμερα τηλεθέασης, σε prime time προβολές ή σε εμπορικά breaks. Που ξεφεύγουν από τα όρια του «τηλεοπτικού προϊόντος» και γίνονται κάτι βαθύτερο. Ένας πολιτισμικός καθρέφτης, ένας άτυπος κώδικας μεταξύ των θεατών, μια κοινή γλώσσα που μιλούν γενιές ολόκληρες. Το Κωνσταντίνου και Ελένης ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για σίριαλ που το κουβαλάς μαζί σου, το ενσωματώνεις στις ατάκες της παρέας, το επικαλείσαι για να εξηγήσεις καταστάσεις της καθημερινότητας, γίνεται πολιτισμικό εργαλείο. Κι αυτό είναι το πρώτο σημείο όπου η λέξη «αξίωμα» συναντά τη λαϊκή ψυχή. Το Κωνσταντίνου και Ελένης δεν είναι σειρά που χρειάζεται να αποδείξει την αξία της. Την έχει ήδη αποδείξει χιλιάδες φορές, εδώ και σχεδόν 3 δεκαετίες, κι όμως δεν χρειάστηκε ποτέ να μπει σε τέτοιο κόπο.
Η απόφαση, λοιπόν, να «εξοριστεί» από τη μεσημεριανή ζώνη έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι βαθύτερο για την ελληνική τηλεόραση.
Ότι έχει την τάση να πειράζει τα λάθος πράγματα. Σε μια χώρα που η έννοια του «νέου» εξαντλείται στη μετακίνηση των ίδιων προσώπων από εκπομπή σε εκπομπή, εκείνο που ενοχλεί είναι μια σειρά που αγαπήθηκε αδιάλειπτα από το 1998 μέχρι σήμερα. Μια σειρά που στάθηκε μπροστά από την εποχή της -όχι με τον φθηνό τρόπο του εντυπωσιασμού, αλλά με το έξυπνο, υπόγειο χιούμορ της, με την ικανότητά της να σατιρίζει την ίδια την ελληνική πραγματικότητα. Με την αλήθεια και τον αυτοσχεδιασμό των ταλαντούχων πρωταγωνιστών της.
Κάθε επεισόδιο είναι σαν χρονικό μιας χώρας που προσπαθεί να εκμοντερνιστεί αλλά δεν ξέρει πώς
Μιας κοινωνίας που στέκεται αμήχανη ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο, γελάει με τα στερεότυπα αλλά δεν τα εγκαταλείπει ποτέ. Ο Μάνθος Φουστάνος, ο Κωνσταντίνος Κατακουζηνός, η Ελένη Βλαχάκη, η Πέγκυ Καρρά, η Ματίνα Μανταρινάκη, ο Νικόλας Βαρθακούλιας, αποτέλεσαν αρχετυπικές φιγούρες του ελληνικού μικρόκοσμου. Η «κυριλέ» νοοτροπία, η λαϊκή εξυπνάδα, η αγωνία της κοινωνικής ανόδου, η μανία για κοινωνικά «πρόσωπα» -όλα αυτά περνάνε μέσα από την κωμωδία, αλλά μένουν σαν παρακαταθήκη.
Κι όμως, η τηλεόραση σήμερα μοιάζει να πιστεύει πως αυτό που την εμποδίζει να αναπνεύσει είναι η ύπαρξη αυτής της σειράς σε καθημερινή βάση
Λες και δεν φταίνε οι ατελείωτες εκπομπές-φωτοτυπίες που υπόσχονται «νέες ιδέες» αλλά καταλήγουν να είναι η ίδια παλιά συνταγή με άλλο σκηνικό. Λες και δεν φταίνε οι μισοψημένοι διάλογοι, τα αδιάφορα πάνελ, τα reality που νομίζουν ότι ανακαλύπτουν τον τροχό της τηλεθέασης κάθε τρεις και λίγο. Όχι. Το πρόβλημα, λέει, είναι το Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ας το παραδεχτούμε. Η ελληνική τηλεόραση ανακυκλώνει πρόσωπα πιο γρήγορα κι από ό,τι η βιομηχανία της μόδας ανακυκλώνει τάσεις. Κάθε σεζόν υπόσχεται νέες φωνές, νέες εκπομπές, νέες θεματολογίες -και κάθε σεζόν καταλήγουμε να βλέπουμε τις ίδιες φάτσες, με τις ίδιες ατάκες, να αλλάζουν μόνο τίτλους και σκηνικά. Είναι μια μορφή πολιτισμικής στασιμότητας που φοράει το κοστούμι της και βαφτίζεται «τηλεοπτική ανανέωση». Και μέσα σε όλο αυτό, μια σειρά που αντέχει δεκαετίες θεωρείται εμπόδιο;
Το Κωνσταντίνου και Ελένης δεν ήταν ποτέ εμπόδιο. Ήταν σημείο αναφοράς
Ήταν το μέτρο με το οποίο καταλαβαίναμε ότι η σάτιρα μπορεί να είναι και λαϊκή και ευφυής. Ότι η κωμωδία μπορεί να είναι διαχρονική χωρίς να γίνεται γραφική. Κι ότι οι τηλεοπτικοί χαρακτήρες μπορούν να ζήσουν πολύ περισσότερο από τις σειρές τους, γιατί κουβαλούν κάτι αυθεντικό. Κι αυτό δεν το χαρίζει καμία prime time προβολή -το χαρίζει η αλήθεια που αναγνωρίζει ο κόσμος.
Και ναι, ας υπάρξουν νέες εκπομπές. Ας βρουν χώρο νέοι δημιουργοί. Αλλά η δημιουργικότητα δεν χτίζεται με το σβήσιμο όσων άντεξαν στον χρόνο. Χτίζεται όταν τολμάς να φέρεις κάτι αληθινά διαφορετικό, όχι όταν κλείνεις το μάτι στις ίδιες τηλεοπτικές παρέες και περιμένεις να βγει κάτι φρέσκο από μια κούραση δεκαετιών.
Γιατί η αλήθεια είναι μία
Το Κωνσταντίνου και Ελένης δεν χρειάζεται απόδειξη, γιατί δεν μετακινείται στην πραγματικότητα. Είναι εδώ μαζί με τους φανατικούς τηλεθεατές. Οι ατάκες του έχουν γίνει μέρος της γλώσσας μας, οι χαρακτήρες του έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου, οι καταστάσεις του έχουν αποκτήσει διαστάσεις αλληγορίας. Είναι η κωμωδία που γελάει με τον εαυτό της και μ’ εμάς ταυτόχρονα, κι αυτό δεν το αγγίζει καμία αλλαγή προγράμματος.
Στο τέλος, όλα γυρίζουν. Τα αξιώματα δεν καταργούνται, απλώς περιμένουν την ώρα να ξαναεφαρμοστούν. Κι όταν η τηλεοπτική πραγματικότητα καταλάβει ότι η νοσταλγία δεν είναι αδυναμία αλλά πολιτισμικό αίτημα, τότε το Κωνσταντίνου και Ελένης θα επιστρέψει -όχι σαν απομεινάρι μιας άλλης εποχής, αλλά σαν υπενθύμιση ότι όσα λέμε «παλιά» είναι συχνά όσα μας κρατούν ζωντανούς στο παρόν.
Αν κάτι μας δίδαξε το Κωνσταντίνου και Ελένης, είναι πως ό,τι έχει πραγματική αξία δεν το εξαφανίζει καμία τηλεοπτική αναδιάρθρωση -απλώς περιμένει, χαμογελώντας ειρωνικά, την ώρα της επιστροφής του.
Για την ιστορία, η μετακίνηση αυτή έγινε ώστε, μετά το μεσημεριανό δελτίο, να προβάλλονται οι Αποκαλύψεις του Πέτρου Κουσουλού στις 13:30 και αργότερα το καθιερωμένο Rouk Zouk με τη Ζέτα Μακρυπούλια. Καμία ένσταση στις νέες εκπομπές, προφανώς. Ο αέρας της ανανέωσης είναι απαραίτητος. Απλώς, στην αδυσώπητη επανάληψη προσώπων και συνταγών, δεν έφταιγε η μοναδική σειρά που στάθηκε για δεκαετίες πέρα από τάσεις και νούμερα.
