Η cool Μάγδα Βαρούχα, εκτός από υπέροχη φωνή, οδηγεί και Formula 1 – Απλά, λιτά και Ακομπλεξ-Άριστα
Ο τίτλος του project Ακομπλεξ-Άριστα εμπεριέχει ειρωνεία, θάρρος και αυτοσαρκασμό. Τι είναι τελικά για την ταλαντούχα ερμηνεύτρια πιο επαναστατικό στη σκηνή σήμερα -η τεχνική αρτιότητα ή η αποδοχή της ατέλειας; «Η ατέλεια είναι εθιστική και σέξι. Οι ατέλειες έχουν προσωπικότητα και με τρόπο μαγικό σε κάνουν ανίκητο, αν τις αγκαλιάσεις, τις αγαπήσεις και δεν τις αποφύγεις. Η ατέλεια είναι "όπλο" και αφορμή για εξέλιξη. Εμένα προσωπικά, η τεχνική αρτιότητα με κρατάει κάπως αδιάφορη. Τη θαυμάζω, τη χειροκροτώ, αλλά ούτε με ελκύει, ούτε την αποζητώ. Θέλω να «σπας». Να σπάμε. Να γινόμαστε ένα, να ενώνουμε τα θραύσματα μας και να γίνονται μαγεία. Τότε, ίσως κάποιος το πει «τέλειο», ίσως υπερβολικό, ίσως τολμηρό, αλλά σίγουρα όχι άψυχο. Και αναφέρομαι και στη μουσική, αλλά και στη ζωή, γενικότερα». Όσα μάς αποκάλυψε με αφορμή τα επερχόμενα Σάββατα στο Ράδιο στο Γκάζι.
Η Μάγδα Βαρούχα δεν ανήκει στο είδος των καλλιτεχνών που ψάχνουν εγχειρίδιο για το πώς πρέπει να πορευτούν. Λειτουργεί χωρίς manual και αυτό φαίνεται σε όλη της τη διαδρομή. Δημιουργός και ερμηνεύτρια που έχει περάσει από συνεργασίες με βαρύ αποτύπωμα, άνθρωπος που οδηγεί κάρτ και Formula 1 -με την ίδια άνεση που μπαίνει στο στούντιο. Τα πιο πρόσφατα νέα της θέλουν το Ακομπλεξ-Άριστα να αποτελεί (ξανά) στάση που συνοδεύει μια πορεία που δεν πατά πάνω σε κανόνες, αλλά σε σταθερή δουλειά, καθαρή σκέψη και μια δική της αίσθηση μέτρου.
Όσοι τη γνωρίζουν θα της «χρεώσουν» πως είναι αντισυμβατική χωρίς να το επιδιώκει και cool χωρίς να το κατασκευάζει.
Όσοι δεν τη γνωρίζουν τόσο καλά, όμως, ποια βασικά πράγματα πρέπει να ξέρουν για εκείνη; Ότι η μουσική για τη Μάγδα ισούται με ελευθερία. Ότι το κοινό είναι σπίτι. Ότι η χαρά είναι παρούσα στη δημιουργία της και πως το Βαλς των χαμένων ονείρων είναι το τραγούδι που θα ήθελε να έχει γράψει, επειδή αναγνωρίζει σε αυτό έναν κόσμο που την αφορά. Με τον φόβο της αποτυχίας να μένει χαμηλά, η μεγαλύτερη αγωνία της είναι να μη χάσει τη δυνατότητα να βρίσκεται δίπλα στους δικούς της. Έχοντας ισχυρές αρχές από το σπίτι της, δεν ανέχεται την αχαριστία και απορρίπτει οτιδήποτε συνδέεται με βία, ενώ οι αξίες της δεν γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Έτσι διακρίνεται ο πυρήνας του ανθρώπου πίσω από το Ακομπλεξ-Άριστα: μια δημιουργός που πορεύεται με συνείδηση, ακρίβεια και προσωπική ευθύνη, κρατώντας τη διαδρομή της καθαρή από θορύβους και ξένες επιβολές.
Δεσποινίς Βαρούχα, ανάμεσα στο φως της σκηνής και τη σκιά της δημιουργίας, στη στιγμή που η φωνή γίνεται εξομολόγηση και η σιωπή παραμένει πιο δυνατή από τον ήχο- ποια είστε όταν δεν σας ακούει κανείς;
Οδηγώ πολύ. Δουλεύω πολύ. Κοιμάμαι λίγο. Γελάω δυνατά. Αγαπάω βαθιά. Ανυπομονώ να ξημερώσει. Κάνω ναργιλέ. Δεν βλέπω τηλεόραση. Δυσκολεύομαι να βάλω όρια. Έχω πολλά «επικίνδυνα» χόμπι. Παίζω πιο πολύ κιθάρα απ’ ό,τι πιάνο. Έχω αδυναμία στον ανιψιό μου. Λατρεύω τα ταξίδια. Δίνω πολλές ευκαιρίες, μέχρι να μου γυρίσει το μάτι. Όλα αυτά ίσως είναι θετικά και αρνητικά μαζί. Συχνάζω σε όλη την Αττική, αλλά κυρίως κινούμαι μεταξύ Αμπελοκήπων (το σπίτι μου) και Καπανδριτίου (το πατρικό μου). Οριακά ζω στο αυτοκίνητο, αλλά το απολαμβάνω. Η αγαπημένη μου έξοδος είναι να αράζω στο μπαλκόνι μου με τους φίλους μου και να μαγειρεύουμε ή να παραγγέλνουμε. Το αγαπημένο μου βινύλιο είναι «Οι μπαλάντες της Χαρούλας», της Χαρούλας Αλεξίου, λόγω ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας. Στο σπίτι μου ακούγαμε σχεδόν τα πάντα: η μαμά παραδοσιακά, ο μπαμπάς λαϊκά, ο αδερφός μου ροκ και ρεμπέτικα, κι εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιό μου για να βρω την ησυχία μου. Μου άρεσε πολύ να ανακαλύπτω τις δικές μου μουσικές και θυμάμαι ότι είχα ένα ραδιοφωνάκι που κυρίως έκανε «παράσιτα», αλλά όταν έβρισκα κάτι που μου άρεσε, το ηχογραφούσα με ένα recorder που είχα και το άκουγα ξανά και ξανά.
Από το Καπανδρίτι μέχρι τη σκηνή του Ράδιο στο Γκάζι, η διαδρομή σας μοιάζει περισσότερο με πορεία ψυχής παρά με καριέρα. Αν κοιτάξετε πίσω, τι σας ώθησε περισσότερο: η ανάγκη να ακουστείτε ή η ανάγκη να καταλάβετε;
Πορεία ψυχής. Κάπως έτσι είναι, ναι. Δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη «καριέρα», για να είμαι ειλικρινής. Η μουσική για εμένα είναι η ζωή μου, άρα δεν θα στρίμωχνα τη ζωή μου σε αυτή την άχρωμη λέξη. Μέσα από τη μουσική και τον κόσμο γύρω από αυτή εξελίσσομαι, μεγαλώνω, αγαπάω, πονάω, ταυτίζομαι, νοιάζομαι, συγχωρώ, ξεσπάω. Με ώθησε η ψυχή μου στη μουσική, στη δημιουργία, στην εξέλιξη. Με ώθησε, μάλλον, η ανάγκη -χωρίς να το έχω σκεφτεί ποτέ- να βρω μια οικογένεια που θα με μεγάλωνε με τους δικούς μου «κανόνες» και τις δικές μου προτεραιότητες. Και θα της έδινα κι εγώ τον πραγματικό μου εαυτό, χωρίς δεύτερες σκέψεις, με τα καλά και τα κακά του.
Το Ακομπλεξ-Άριστα 2 έρχεται μετά από μια σεζόν όπου το κοινό σάς είδε να γεφυρώνετε το υπόγειο της Πραξιτέλους με τη νυχτερινή Αθήνα. Τι κρατάτε αναλλοίωτο, ακόμη κι όταν αλλάζει όλο το σκηνικό γύρω σας;
Αναλλοίωτη κρατάμε την αλληλοεκτίμηση και την αγάπη που έχουμε ως ομάδα, τον σεβασμό στις μουσικές επιρροές του καθενός και την ερμηνευτική «καψούρα» -εξού και το «Ακομπλεξ-Άριστα». Το συναίσθημα, το πάθος, το χαμόγελο και τις ιδιαίτερες μουσικές εκπλήξεις. Το περσινό πρόγραμμα ήταν μια πολύ μικρή γεύση από αυτό που έρχεται φέτος. Έχουμε δουλέψει πολύ στην εξέλιξη του ήχου, της αισθητικής και των «παντρεμάτων».
Το τραγούδι Δε σε χαρίζω μοιάζει να συνοψίζει μια στάση ζωής, όχι απλώς ερωτικής. Ποια κομβική στιγμή σάς έκανε να πείτε «δεν χαρίζομαι πια»;
Τους στίχους σε αυτό το αγαπημένο μου τραγούδι τους έχει γράψει μια «άγνωστη φίλη», η Μαρίζα Βαρελοπούλου. Είχα λάβει το 2017 ένα email, διάβασα τους στίχους και απευθείας έγραψα τη μουσική. Άνοιξα το συρτάρι και το «έκλεισα» εκεί. Φέτος άνοιξα το συρτάρι ξανά, κάνοντας ακριβώς την ίδια διαδικασία, όντας όμως μια άλλη Μάγδα. Ταυτίστηκα τόσο πολύ που αναρωτήθηκα αν τελικά είχα γράψει εγώ τους στίχους. Το «Δε σε χαρίζω», προσωπικά, το αφιερώνω στον εαυτό μου, γιατί του το χρωστάω μια ολόκληρη ζωή. Στη συνέχεια, το αφιερώνω σε όσους επιλέγουν να είναι δίπλα μας και θέλουν να φτιάξουμε μαζί έναν καλύτερο κόσμο. Όχι υποδεικνύοντας τον τρόπο και επιβάλλοντας καταστάσεις, αλλά προσπαθώντας να δουλέψουμε ως ομάδα και να ζήσουμε ελεύθεροι και ευτυχισμένοι με τα «ταξίδια» μας.
Σε κάθε σας συνύπαρξη με τον Χρήστο Αδαμόπουλο υπάρχει μια αίσθηση ειλικρίνειας. Δύο φωνές που δεν παλεύουν να εντυπωσιάσουν αλλά να επικοινωνήσουν. Τι κρατάτε πιο πολύ απ’ αυτή τη χημεία -την καλλιτεχνική συνεννόηση ή το ανθρώπινο άκουσμα πίσω απ’ τις νότες; Ποια είναι η γνώμη σας για εκείνον;
Ο Χρήστος είναι ένα υπέροχο, αυθεντικό, ολόγλυκο πλάσμα. Φαίνεται έτσι ένας τύπος ωραίος, επιβλητικός, αλλά παράλληλα είναι ένα παιδί με τρομερά αγνή και καθαρή ψυχή, και αυτό για εμένα είναι καταλυτικό. Όσο υπέροχη φωνή και να έχει, η σύνδεση έρχεται με την ψυχή. Φωνάρες βρίσκεις, ψυχάρες όχι. Παρόλο που δεν γνώριζε καν ο ένας την ύπαρξη του άλλου πριν συνεργαστούμε και παρόλο που ερχόμασταν από διαφορετικούς μουσικούς κόσμους, από την αρχή είχαμε τρομερή χημεία και, κουμπώνοντας ιδανικά ο ένας στον άλλον, φτιάξαμε τον δικό μας κόσμο. Τον Ακομπλεξάριστο.
Photo Credit: Βαγγέλης Λευθέρης
Photo Credit: Βαγγέλης ΛευθέρηςΑπό τον Κώστα και τον Αλέξανδρο Χατζή μέχρι τον Χρήστο Θηβαίο και τη Ματούλα Ζαμάνη, έχετε ζήσει διαφορετικές εκδοχές της σκηνής. Ποιο κοινό σημείο ενώνει αυτούς τους τόσο ίδιους αλλά και τόσο διαφορετικούς ταλαντούχους δημιουργούς;
Η πορεία στη μουσική μού έχει μάθει να εκτιμώ τις «μικρές» στιγμές με τους ανθρώπους που σε κοιτούν στα μάτια όταν τους μιλάς και σου χαρίζουν όλη τους την προσοχή. Όλοι οι παραπάνω είχαν αυτό το κοινό. Είναι τεράστια τιμή να έχω βρεθεί στη σκηνή με αυτούς τους μοναδικούς δημιουργούς, δασκάλους, ανθρώπους. Αυτό που για εμένα έχει ιδιαίτερη αξία είναι ότι καταφέραμε να συνδεθούμε συναισθηματικά και όχι απλώς να συνυπάρξουμε για τα «φώτα», στο πλαίσιο μιας τυπικής διαδικασίας. Είμαι ευγνώμων που με αρκετούς από τους ανθρώπους με τους οποίους έχω συνεργαστεί πλέον μας δένει μια βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση.
Το πρώτο σας single φέρει τον τίτλο Όνειρα. Από τότε μέχρι σήμερα, ποιο όνειρο πληρώθηκε και ποιο παραμένει χρεωμένο;
Έχουν πληρωθεί πολλά όνειρα από τότε και το λέω με μεγάλη περηφάνια και φούσκωμα στο στήθος. Όνειρα σχετικά με τη μουσική αλλά και άλλου είδους, έπειτα από πολύ κόπο αλλά και άφθονη αγάπη. Για παράδειγμα, η συνεργασία μου με τον Χρήστο Θηβαίο και το μοίρασμα ενός δικού μου τραγουδιού, του «Δε θα γεράσουμε μαζί». Να τραγουδήσω στο Ηρώδειο, επίσης, επιτεύχθηκε. Να κυκλοφορήσω έναν ολοκληρωμένο δίσκο, έγινε. Ένα ακόμη τεράστιο μου όνειρο και μεγάλη αγάπη ήταν να βρεθώ στον κόσμο της F1 -μεγάλη ιστορία, αλλά τα κατάφερα. Ένας μεγάλος ανεκπλήρωτος έρωτας παραμένει ακόμα μια συνεργασία με τη Χαρούλα Αλεξίου. Ξέρω όμως ότι θα τη «συναντήσω» κάπου σε όλο αυτό το ταξίδι της ζωής και θα δημιουργηθεί κάτι μοναδικό, όταν έρθει η ώρα.
Στο album 28 και κάτι κυριαρχεί η ειλικρίνεια μιας γυναίκας που δεν κρύβεται πίσω από το μικρόφωνο. Ποιο τραγούδι του θεωρείτε πιο «επικίνδυνο» συναισθηματικά για εσάς;
Από τον δίσκο αυτόν, τον πρώτο μου και μοναδικό προς το παρόν, ξεχωρίζω κάθε τραγούδι για τελείως διαφορετικούς λόγους. Θεωρώ ότι οι στίχοι είναι αρκετά παραστατικοί και οι μελωδίες έχουν πλαισιώσει πολύ τρυφερά ακόμα και τα σημεία στίξης. Το «Δε θα γεράσουμε μαζί», το οποίο μοιράζομαι με τον Χρήστο Θηβαίο, είναι η αδυναμία μου. Είναι ο έρωτάς μου. Και έγινε ακόμα πιο σημαντικό για εμένα όταν ένας άνθρωπος-ορόσημο πρόσθεσε μια απλή λέξη στον τίτλο και άλλαξε όλη του τη ζωή. «Αν», «Αν δε γεράσουμε μαζί». Γιατί η ελπίδα στη ζωή και η θετική νότα, το «φως» που λέμε, κρύβονται στα πιο απλά «πράγματα». Σε δύο μόνο γράμματα, στην προκειμένη.
Ο τίτλος του project Ακομπλεξ-Άριστα εμπεριέχει ειρωνεία, θάρρος και αυτοσαρκασμό. Τι είναι τελικά πιο επαναστατικό στη σκηνή σήμερα -η τεχνική αρτιότητα ή η αποδοχή της ατέλειας;
Η ατέλεια είναι εθιστική και σέξι. Οι ατέλειες έχουν προσωπικότητα και, με τρόπο μαγικό, σε κάνουν ανίκητο αν τις αγκαλιάσεις, τις αγαπήσεις και δεν τις αποφύγεις. Η ατέλεια είναι «όπλο» και αφορμή για εξέλιξη. Εμένα, προσωπικά, η τεχνική αρτιότητα με κρατάει κάπως αδιάφορη. Τη θαυμάζω, τη χειροκροτώ, αλλά ούτε με ελκύει ούτε την αποζητώ. Θέλω να «σπας». Να σπάμε. Να γινόμαστε ένα, να ενώνουμε τα θραύσματά μας και να γίνονται μαγεία. Τότε ίσως κάποιος το πει «τέλειο», ίσως «υπερβολικό», ίσως «τολμηρό», αλλά σίγουρα όχι άψυχο. Και αναφέρομαι τόσο στη μουσική όσο και στη ζωή, γενικότερα.
Photo Credit: Ιωάννης Μπερούκας
Photo Credit: Ιωάννης ΜπερούκαςΈχετε μιλήσει για την αγάπη σας για το καρτ και τη Formula 1 -ένα φαινομενικά «αντιθετικό» πάθος. Σας ισορροπεί η ταχύτητα ή σας βοηθά να καταλάβετε πότε πρέπει να φρενάρετε;
Δεν είναι καθόλου αντίθετο. Η ταχύτητα, η ελεγχόμενη και ασφαλής ταχύτητα, είναι λύτρωση. Είναι ελευθερία. Είναι ένα πάθος που σου επιτρέπει να «χάνεσαι», να εστιάζεις στον στόχο, να είσαι προσηλωμένος και να ακούς την καρδιά σου έξω από το σώμα, από την αδρεναλίνη και την ένταση. Για εμένα, έτσι είναι και η μουσική. Ένα ταξίδι που με κάνει να ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά, να θέλω να φτάσω πιο μακριά, με μεγαλύτερη ταχύτητα, με περισσότερα ρίσκα, με στόχους που θα με κάνουν να ιδρώνω και όχι να νυστάζω.
Η μουσική σας έχει κάτι βαθιά παραδοσιακό και ταυτόχρονα σύγχρονο. Πώς κρατάτε την ισορροπία ανάμεσα στο ένστικτο του παλιού και στην περιέργεια του νέου;
Απλά αφήνομαι. Βάζω κάτω το «βάζο» με τα χαρτάκια των μουσικών μου επιρροών, τα ανακατεύω και φτιάχνω τραγούδια. Η δημιουργία, για εμένα, δεν θέλει τόσο πολλή σκέψη. Θέλει συναίσθημα. Δεν θέλει ταμπέλες, κουτάκια, πρέπει και δεν πρέπει. Θέλει αγάπη. Θέλει προσωπικότητα. Θέλει χαρακτήρα, έμπνευση και πάθος. Η ισορροπία έρχεται όταν κάνεις αυτό που πιστεύεις και σε εκφράζει, όχι όταν εγκλωβίζεσαι στο τι θα πουν οι άλλοι και σε ποιο ράφι θα σε κατατάξουν. Δεν είμαστε σοκολάτες και πατατάκια. Είμαστε άνθρωποι, με λόγο, άποψη και μοναδικότητα.
Στη συναυλία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στο Ηρώδειο τραγουδήσατε σε έναν χώρο όπου η Ιστορία δεν επιτρέπει υπερβολές. Πώς αντιμετωπίζει κανείς τη σιωπή ενός τόπου που κουβαλά τόσες φωνές πριν από τη δική του;
Με σεβασμό και ανατριχίλα. Είναι συγκλονιστικό συναίσθημα να βρίσκεσαι σε έναν τόσο ιστορικό χώρο και μάλιστα από την πλευρά του ερμηνευτή. Δεν έχω ζήσει πιο «ήσυχο» ξέσπασμα. Όλη μου η συγκίνηση και το τρέμουλο τα κλείδωσα στο στήθος μου μέχρι που βγήκα στο κοινό. Τότε αφέθηκα και ελευθέρωσα όλη μου την ένταση, σαν να έπρεπε να παραδοθώ στην ιστορικότητα του θεάτρου και σε όλα τα μάτια που βρίσκονταν εκεί.
Οι στίχοι σας μοιάζουν με ψυχικά πορτρέτα, όχι απλές αφηγήσεις. Γράφετε για να καταλάβετε κάτι βαθύτερα ή για να το αποδεχθείτε;
Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Κάποτε δεν ήξερα. Πλέον αντιλαμβάνομαι ότι έψαχνα απαντήσεις πρώτα από τον ίδιο μου τον εαυτό. Μόνη είχα βρει έναν τρόπο να ρωτάω τη Μάγδα και να ανακαλύπτω εκείνη αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Είναι ένας μηχανισμός αυτοΐασης ή τουλάχιστον έτσι ξεκίνησε. Εύχομαι κάθε ακροατής να χτίζει τη δική του ιστορία και να απολαμβάνει τα λάθη και τα πάθη του μέσα σε αυτή. Η σιωπή είναι πολύ δύσκολο να μοιράζεται και να είναι απολαυστική, πόσο μάλλον σε συνεργασίες. Αυτό που με δένει με τους ανθρώπους και, κατ’ επέκταση, με τους συνεργάτες μου είναι ο σεβασμός, η αλήθεια και η ενσυναίσθηση.
Η μουσική βιομηχανία ευνοεί τις ηχώ, όχι τις φωνές. Πώς προστατεύετε τον εαυτό σας από το να μη γίνετε αντανάκλαση κάποιου άλλου;
Απλά είμαι ο εαυτός μου. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι η ταυτότητά μας χτίζεται από τα δικά μας κομμάτια. Εμείς είμαστε το παζλ. Δεν προσπαθώ να μιμηθώ ή να αντιγράψω, αλλά ούτε να απαρνηθώ στοιχεία της φωνής, της χροιάς και ενίοτε της ερμηνείας μου που μπορεί να θυμίζουν «κάτι άλλο». Δεν προσπαθώ να με αλλάξω, αλλά να με πάω δέκα βήματα παρακάτω και κάθε φορά να ανακαλύπτω τις πιο εξελιγμένες εκδοχές μου. Δεν προσπαθώ να είμαι εγώ. Είμαι εγώ. Και ό,τι γίνει.
Η τεχνητή νοημοσύνη εισβάλλει και στη μουσική. Προγράμματα συνθέτουν, φωνές αναπαράγονται, συναισθήματα προσομοιώνονται. Πιστεύετε ότι η ψυχή της τέχνης μπορεί να αλγοριθμοποιηθεί ή πως πάντα κάτι ανθρώπινο θα της ξεφεύγει;
Όχι φυσικά. Η ψυχή δεν αντιγράφεται. Το πάθος, το αίμα, οι παλμοί, οι φλέβες δεν μπορούν να αντικατασταθούν από κανένα «ρομποτάκι», που θα έλεγε και ο ανιψιός μου. Είναι τρομακτικό και επίφοβο το πόσο εύκολα και γρήγορα δημιουργούνται εικόνες, τραγούδια, «άνθρωποι» μέσα από την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά σίγουρα δεν θεωρώ ότι μπορούν να φτάσουν την ανθρώπινη ερμηνεία. Πώς να συνδεθείς με κάτι ψεύτικο άλλωστε; Με κάτι χωρίς καρδιά και συναίσθημα; Ίσως ξεγελαστείς για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά μετά;
Στα social media ο θόρυβος συχνά σκεπάζει τη μουσική. Πώς κρατάτε τη φωνή σας ζωντανή μέσα σε έναν κόσμο που μετρά τα likes πιο εύκολα απ’ την αλήθεια;
Δεν ξέρω. Έχω, νομίζω, έναν μηχανισμό να φιλτράρω και να κρατάω τις ισορροπίες στη ζωή μου. Δεν τον κάνω πάντα απόλυτα σωστά και αλάνθαστα, σίγουρα. Όμως, μετά από κόπο, τακτοποίησα τη Μάγδα εσωτερικά. Και μπορώ να πω ότι πλέον δε με αγγίζει κάτι που λάμπει αλλά κάτι που καίει. Σαν τους ανθρώπους, ένα πράγμα.
Δεσποινίς Βαρούχα, έχετε πει πως κάθε συναυλία είναι μια μορφή εξομολόγησης. Αν σας στερούσαν αυτή τη γέφυρα επικοινωνίας, πού θα βρίσκατε καταφύγιο για όσα δεν λέγονται με λόγια;
Δεν θα μου τη στερήσει κανείς. Θα βρίσκω πάντα τον τρόπο να τραγουδάω και να εκφράζομαι. Είτε το κοινό είναι χιλιάδες κόσμος, είτε είναι οι γάτες της γειτονιάς. Το καταφύγιό μας, είναι η ψυχή μας. Και αυτή δεν μπορεί να μας τη στερήσει και να τη φυλακίσει κανείς. Πέρα από τον ίδιο μας τον εαυτό.
