Θάνος Τοκάκης: «Δεν χρειάζεται όλα στην τέχνη και στον κινηματογράφο να είναι κουλτουριάρικα»
Τι πιστεύει ο Θάνος Τοκάκης για τις ελληνικές εμπορικές ταινίες που είναι sold out και αντίστοιχα γιατί υπάρχουν και sold out «βλακείες» στο θέατρο; Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, λέει στο Queen.gr αυτά που κάποιοι δεν θα τολμούσαν να πουν ή δεν παραδέχονται πως υπάρχουν.
Τον αγαπήσαμε στον ρόλο του ως Αχιλλέα στο «50-50» αλλά μετά τη χρονιά ορόσημο στη δική του καλλιτεχνική του πορεία και το βραβείο Χορν, ο Θάνος Τοκάκης «απογειώθηκε» όχι μόνο στον τομέα της επιτυχίας, αλλά της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Λατρεύει το σινεμά, (πάντα θα τον θαυμάζουμε ως Λουκά στην «Ευτυχία») ετοιμάζει αυτό το διάστημα την επόμενη δική του ταινία μικρού μήκους που πραγματεύεται την ανάταση και την έπαρση της δεκαετίας του '90, δοκιμάζεται μέσω της υποκρισίας του χθες και του σήμερα στην παράσταση «Ο βαρόνος Φ - Φιάκας» και τολμά κάτι διαφορετικό στην ταινία «Ο νόμος του Μέρφι».
Ο ηθοποιός, σεναριογράφος αλλά και σκηνοθέτης, μιλά στο Queen.gr για την τόλμη και την αθωότητα της δικής του νιότης που συχνά αναπολεί και λέει τις δικές του ουσιαστικές αλήθειες για την αποξένωση της εποχής, την ατομικότητα, το ινσταγκραμικό θέατρο και τις mainstream εμπορικές ταινίες του ελληνικού σινεμά (με πιο πρόσφατη το «Υπάρχω») που όχι μόνο δεν βλάπτουν το ελληνικό σινεμά, αντίθετα το ωφελούν.
«Ο κόσμος μπορεί να δει μία βλακεία που είναι sold out, αλλά αρνείται να παραδεχτεί ότι είδε μία βλακεία»
Συνειδητοποιήσατε σε σχετικά μικρή ηλικία το τι θέλατε να κάνετε στη ζωή σας και αντίστοιχα αργότερα αν έχετε ταλέντο για αυτή τη δουλειά;
Δεν το είχα ακόμη σχηματισμένο αυτό στον εγκέφαλό μου από τότε που ήμουν νεαρός, δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Πολλές φορές λέω πως είναι καλό να ακολουθούμε το ένστικτό μας. Όταν ξεκίνησα να παίζω θέατρο, αισθανόμουν αυτό το «κάτι». Όταν εκφραζόμουν, ένιωθα ότι εκφράζω ένα βαθύτερο κομμάτι του εαυτού μου, το οποίο δεν είχα στην καθημερινότητά μου. Θεωρούσα, λόγω κονφορμισμού βέβαια, ότι αυτό που κάνω, είναι ένα χόμπι. Η προσωπική μου επανάσταση, κυρίως προς τον εαυτό μου, γιατί δε συνάντησα αντίσταση από τους γονείς μου σε αυτό που ήθελα να κάνω, ήταν να πάω κόντρα σε αυτόν τον κονφορμισμό και να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Έχουν αλλάξει πολλά σε «εσάς» στον τρόπο σκέψης ή στην τόλμη που είχατε όταν ήσασταν νεότερος;
Ζηλεύω αυτή την τόλμη που είχα εκείνα τα χρόνια, την αθωότητα. Δεν υπήρχε τότε η αίσθηση του κινδύνου. Η αίσθηση του «θανάτου» στο θέατρο και το λέω συμβολικά υπονοώντας τη στασιμότητα. Πολλές φορές μου λείπουν όλα αυτά. Να μπαίνω δηλαδή με φόρα στα πράγματα.
Μεγαλώνοντας, η τόλμη δίνει τη θέση της στην εγκράτεια, στον φόβο;
Η γνώση είναι εκείνη που μας δημιουργεί στη συνέχεια τον φόβο.
Δεν κάνετε πια τηλεόραση επειδή δεν προέκυψε κάποια πρόταση που να σας αρέσει, απλά δεν έτυχε ή θέλατε σκόπιμα να αφιερωθείτε στο θέατρο;
Νομίζω ότι είναι όλα αυτά μαζί. Δεν βρίσκω κάτι μεμπτό ή κακό στην τηλεόραση, σε καμία περίπτωση. Είναι απλά, το τι μου ταιριάζει και τι όχι. Το πιο δύσκολο για εμένα όταν δουλεύεις στην τηλεόραση, είναι η ταχύτητά της. Τις περισσότερες φορές δεν μπορώ να είμαι αποτελεσματικός. Δεν μπορώ να είμαι καλός, κάνοντας πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Έχετε ξεπεράσει κάποια στιγμή τα όρια της αντοχής σας;
Πολλές φορές μου έχει συμβεί κυρίως όταν ήμουν νεότερος σε ηλικία. Και κατάλαβα ότι δεν ήμουν καλός σε τίποτε από ότι έκανα παράλληλα. Είναι μάταιο. Ξέρετε, σε όλο αυτό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο οικονομικός παράγοντας. Προσπαθώ να μην αποζητώ πολύ περισσότερα, από αυτά που μπορώ να αντέξω. Τώρα ζω καλά. Σε δύο χρόνια μπορεί να έχω άλλες ανάγκες και να πω ότι χρειάζομαι περισσότερα λεφτά. Θα κάνω τότε και κάτι άλλο.
Πώς θα χαρακτηρίζατε αυτή τη χρονιά για το ελληνικό θέατρο;
Το δικό μου γούστο, δεν ταιριάζει με όσα συμβαίνουν στο ελληνικό θέατρο αυτή τη στιγμή. Το κοινό πια βλέπει Netflix. Και θέλει να βλέπει αντίστοιχα στο θέατρο ένα γρήγορο θέαμα και να επιστρέφει ήσυχο στο σπίτι του. Έτσι πιστεύει πως πρέπει να είναι το θέατρο. Και εμείς οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί, μπαίνουμε στο ίδιο «τρυπάκι» για να του προσφέρουμε αυτό που επιθυμεί. Δεν θέλουν οι θεατές τα «βαριά» έργα. Το να μη τα βλέπει κάποιος όμως ένα βαρύ έργο, είναι σα να μου λέει πως δεν θέλει να τρώει κουνουπίδι και τρώει junk food. Όταν όμως αποφασίζεις να προσέξεις το σώμα σου, γιατί αντίστοιχα δεν προσέχεις και το μυαλό σου; Υπάρχει ένα μεγάλο θέμα που έχει προκύψει και με την περικοπή των επιχορηγήσεων. Όπως επίσης το Εθνικό Θέατρο έχει χάσει πλέον τον προσανατολισμό του. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα πρόσωπα που το αποτελούν.
Είναι όμως και μία μεταβατική περίοδος που μπορεί να μας οδηγήσει κάπου καλύτερα στο μέλλον από την προσπάθεια κάποιων λίγων όπως εσείς;
Δεν ξέρω αν είμαστε σε μία μεταβατική περίοδο, ή αν μιλάμε πια για μία παγιωμένη κατάσταση. Υπάρχει μεν κάποιο αντίβαρο από λιγοστούς πια στο θέατρο, αλλά δε βλέπω να βελτιώνεται η κατάσταση. Οι παραστάσεις γίνονται sold out πριν καν ανακοινωθούν. Ζούμε πια σε ένα ινσταγκραμικό θέατρο.
Ο κόσμος μπορεί να δει μία βλακεία η οποία είναι sold out και αρνείται να παραδεχτεί ότι είδε μία βλακεία.
Λόγω αυτής της κατάστασης, έχουν πια αλλάξει και τα δικά σας κριτήρια για να δεχτείτε μία συνεργασία στο θέατρο; Βάζετε κάποιες προϋποθέσεις;
Σαφώς. Την περσινή χρονιά έκανα έναν μονόλογο στο θέατρο, στο έργο «Ο Τίποτας» και ήταν μία αρκετά δύσκολη συνθήκη, θέλω να πιστεύω ότι έβαζα και το κοινό μέσω του έργου σε μία πιο δύσκολη θέση από αυτή που είχε συνηθίσει. Αυτό όμως είχε ένα πολύ μεγάλο κόστος για εμένα. Ίσως γιατί περίμενα μία μεγαλύτερη ανταπόκριση, μία επικοινωνία μεταξύ μας. Αυτή η επικοινωνία πλέον έχει χαθεί. Υπάρχει ένας ηθοποιός που παίζει κάτι και ένας θεατής που βλέπει κάτι. Πλέον ανάμεσά τους υπάρχει ένας τοίχος που όλο και αυξάνεται.
Το θέατρο είναι κάτι βαθύτερο από μία απλή διασκέδαση. Είναι ενσυναίσθηση. Είναι να μπορούμε να συνυπάρχουμε μαζί. Αλλά πώς να ζήσουμε μαζί σε μία εποχή που κυριαρχεί η ατομικότητα;
Υπάρχουν όμως και κάποιες παραστάσεις που στην προσπάθεια να γίνουν πρωτοποριακές, καταλήγουν βαρετές. Με το κοινό να μην καταλαβαίνει τι θέλει να πει το έργο και τι οι δημιουργοί του.
Φυσικά. Αρκετοί λειτουργούν όπως τα κακομαθημένα παιδιά. Κάνουν μόνο αυτό που θέλουν εκείνοι. Ούτε όμως και αυτό το θέατρο, είναι του γούστου μου. Πιστεύω ότι ένας ηθοποιός και ένας σκηνοθέτης πρέπει πάντα να έχουν ως στόχο να επικοινωνούν με το κοινό μέσω των έργων τους. Να «σκύβω» εγώ προς το κοινό και εκείνο προς εμένα. Πρέπει να έχει λαϊκότητα αυτό που κάνεις στο θέατρο. Που σημαίνει ότι μπορεί να έρθει να το δει για παράδειγμα κάποιος που είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και κάποιος που δεν είναι μορφωμένος. Και να είναι και οι δύο ευχαριστημένοι από αυτό που θα δουν. Δεν είναι ότι πρέπει μέσω της νόησης να καταλάβει κάποιος το έργο. Το ζητούμενο είναι να το αισθανθεί. Να οξύνουμε τα συναισθήματά μας.
Επειδή μιλήσατε για τα social media. Αντίστοιχα, δεν λειτουργούν και βοηθητικά για περάσει κάποιος πιο εύκολα και σε πιο ευρύ κοινό το μήνυμά του;
Τα social media δε δημιουργήθηκαν για να κάνουν κακό. Φυσικά και βοηθούν. Αλλά όλη αυτή την τεχνολογία, αντί να μας υπηρετεί, την υπηρετούμε εμείς στο τέλος.
Εκτός από την επικοινωνία, έχει χαθεί και αυτή η επαφή του θεατή με τον ηθοποιό, που αναζητούσε να τον δει μετά την παράσταση για να συζητήσει μαζί του για το έργο και όχι μόνο να του δώσει συγχαρητήρια ή να βγάλει μία φωτογραφία μαζί του;
Υπάρχει και είναι πολύ ωραίο αυτό. Και όταν υπάρχει μία βαθύτερη κουβέντα εκτός από τα «συγχαρητήρια» είναι ακόμη πιο ωραίο. Όχι ότι δεν μου αρέσουν και τα «μπράβο» (γελάει).
Πάμε λίγο στο «Βαρόνο Φ - Φιάκας». Ένα έργο που γράφτηκε το 1870, αλλά κατά πόσο αφορά και σε τι, τη σύγχρονη εποχή;
Το βασικό θέμα που είναι διαχρονικό είναι η υποκρισία σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Μία βαθιά ριζωμένη κατάσταση που την έβλεπε να υπάρχει και ο συγγραφέας εκείνη την εποχή για να την αποτυπώσει. Νομίζω ότι δυστυχώς, είμαστε πια ποτισμένοι με αυτή την υποκρισία.
Και την απάτη, γιατί και αυτή ως φαινόμενο θίγεται στο έργο. Πόσες φορές έχετε εξαπατηθεί, όχι σε υλικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο προσδοκιών;
Πολλές φορές έχω εξαπατηθεί. Θεωρώ όμως αναγκαία και αυτή την εξαπάτηση να σου συμβεί για να προχωρήσεις μετά «μπροστά». Το πρώτο πράγμα που κάνω αν αισθανθώ εξαπατημένος, είναι να δω αν έχω δίκιο. Μετά αν θεωρώ ότι έχω αδικηθεί, το επικοινωνώ.
Έχει μέτρο η κωμωδία για έναν ηθοποιό; Είναι ένα δύσκολο είδος στη διαχείρισή του;
Υπάρχουν πολλά είδη κωμωδίας, κάποια και με σκοπό να μην έχουν μέτρο. Αυτό που αισθάνεσαι ως ηθοποιός σε μία κωμωδία στο θέατρο, σε σχέση με το σινεμά, είναι η άμεση ανταπόδοση του κόσμου. Και όταν δεν υπάρχει αυτή, επηρεάζεσαι ψυχολογικά ως ηθοποιός. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται μία ιδιαίτερη διαχείριση. Όταν παίζεις κάτι δραματικό δεν το περιμένεις αυτό.
Σας έχει «μπλοκάρει» πάνω στη σκηνή η αντίδραση κάποιου από τους θεατές;
Αρκετές φορές. Εκεί μετρά και η εμπειρία που έχεις ως ηθοποιός.
Λείπουν οι μεγάλοι δάσκαλοι του θέατρου στην εποχή μας; Εκείνοι που δημιουργούσαν «σχολές» που σμίλευαν τους ηθοποιούς και οδήγησαν σε έναν άλλο δρόμο το ελληνικό θέατρο;
Χάθηκε ένα σημείο αναφοράς όταν για παράδειγμα «έφυγε» ο Λευτέρης Βογιατζής, μιλώντας για σκηνοθέτες. Επίσης, ο αγαπημένος Δημήτρης Ήμελλος που «έφυγε» πριν από λίγο καιρό, άφησε πολύ μεγάλη θεατρική κληρονομιά πίσω του, από ότι ακούω να λένε όσοι υπήρξαν μαθητές του.
Μετά την ταινία «Ευτυχία» όπου και βραβευτήκατε για τον β’ ανδρικό ρόλο με το βραβείο «Ίρις» για τον Λουκά και τον ρόλο στο «Η θάλασσα των Σαργασσών» έχετε νέα σχέδια ή προτάσεις που αφορούν στον κινηματογράφο;
Είναι προτεραιότητά μου ο κινηματογράφος, εκφράζομαι καλύτερα εκεί, είναι κομμάτι της ζωής μου το οποίο δεν θέλω να αφήσω. Ετοιμάζω τη δεύτερη ταινία μου μικρού μήκους, που θα βγει το Πάσχα. Έχω γράψει το σενάριο, σκηνοθετώ, αλλά και παίζω. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ιδιωτικό σχολείο τη δεκαετία του ’90. Επέλεξα αυτή την εποχή γιατί έχει και πολιτικό ενδιαφέρον. Μου αρέσει να βάζω ως ένα «τσόφλι» το πολιτικό κομμάτι στις ταινίες μου. Εγώ μεγάλωσα σε αυτή τη δεκαετία, θυμάμαι όλη αυτή την οικονομική άνθιση, την ανάταση της εποχής, όπου όλοι νομίζαμε ότι ζούσαμε υπέροχα και κατέληξε στη γνωστή ελληνική έπαρση που κορυφώθηκε μέχρι το 2004. Μας καλλιεργήθηκε η άποψη πως είμαστε άτρωτοι.
Αυτή η γενιά των ‘90s έζησε πολύ ωραία, δημιούργησε πολλά, αλλά στη συνέχεια πέρασε από τη δεκαετία της κρίσης και χάθηκαν οι φιλοδοξίες της. Η σημερινή γενιά κληρονόμησε από τη προηγούμενη τον φόβο και την ανασφάλεια;
Δεν υπάρχει μόνο ο φόβος, αλλά και η γκρίνια και η μιζέρια. Όταν κάνουμε όμως μία ανασκόπηση, όταν «κοιτάμε» το παρελθόν, δεν πρέπει να το κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα. Δεν το ωραιοποιούμε, δεν αφηνόμαστε στην παρελθοντολαγνία. Είναι καλό να απαγκιστρωθούμε από το παρελθόν μας και να χαράξουμε μία νέα πορεία για το μέλλον.
Η ταινία «Ευτυχία» άνοιξε έναν νέο δρόμο για μεγάλες ελληνικές παραγωγές, ειδικά για τις βιογραφικές ταινίες. Είναι όμως αυτές οι ταινίες και μία εμπορική καθαρά επένδυση;
Η «Ευτυχία» σίγουρα άλλαξε πολλά στον κινηματογράφο, αλλά από την άλλη πλευρά για να το πω απλά, δε χρειάζεται όλα όσα γίνονται στην τέχνη και τον κινηματογράφο να είναι αυτό που λέμε, κουλτουριάρικα. Πρέπει να υπάρχουν και αυτά. Και στο σινεμά αλλά και στο θέατρο, πρέπει να υπάρχει το mainstream το οποίο καθόλου κακό δεν το θεωρώ. Φέρνουν κόσμο στο σινεμά αυτές οι ελληνικές ταινίες. Αυτές θα τροφοδοτήσουν τον κινηματογράφο και τα άλλα είδη του.
Το ότι το mainstream φέρνει κόσμο στον κινηματογράφο, δεν αποδείχθηκε και πρόσφατα με την ταινία «Υπάρχω» για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη; Πήγαν στις αίθουσες τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα που δεν είναι σινεφίλ.
Αυτό ακριβώς συνέβη. Και δε συνέβη μόνο με την ταινία «Υπάρχω» αλλά και με την ταινία «Ο νόμος του Μέρφυ» που έχω τη χαρά να συμμετέχω. Είναι μία διαφορετική ταινία από την πρώτη, πιο τολμηρή, αλλά «έκανε» εισιτήρια. Πιστεύω ότι το ελληνικό σινεμά κρατά ένα επίπεδο γιατί δεν έχουν σταματήσει οι επιχορηγήσεις και δε «λογοδοτεί» κάθε ταινία στο εισιτήριο. Σας θυμίζω επίσης, ότι mainstream στη δεκαετία του ’80 θεωρούνταν ο Σκορτσέζε και ο «Νονός». Αυτό κάτι μας λέει. Όλα χρειάζονται τελικά στην τέχνη.
