Ευφυΐα και τεχνητή νοημοσύνη: Μπορείς να γίνεις πιο έξυπνος αν σκέφτεσαι λιγότερο;
Ένα ερώτημα καίριο, αρχέγονο και ταυτόχρονα απολύτως σύγχρονο στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.
Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, όπου η ταχύτητα της πληροφορίας ξεπερνά την ανθρώπινη κλίμακα, η ερώτηση αυτή επιστρέφει με αμείλικτη ένταση, όχι ως ρητορική ατάκα, αλλά ως φιλοσοφικό δίλημμα για τη μοίρα της σκέψης.
Ζούμε στη φάση της λεγόμενης «γνωστικής εκχώρησης» -μιας σιωπηλής παραχώρησης της σκέψης στα συστήματα μηχανικής νοημοσύνης. Τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα δεν αλλάζουν μόνο το πώς εργαζόμαστε ή το πώς μαθαίνουμε, αλλά επηρεάζουν ολοένα και περισσότερο το πώς σκεφτόμαστε και, κατ’ επέκταση, το πώς αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό ως σκεπτόμενα όντα.
Η τεχνητή νοημοσύνη προσφέρει άμεσες απαντήσεις, πειστικές διατυπώσεις, ένα φαινομενικά ατελείωτο απόθεμα γνώσης. Μα το να ακούγεται κάτι σωστό δεν σημαίνει πως η κατανόηση έχει όντως συμβεί. Η ευγλωττία δεν ισούται με τη σκέψη. Και το αποτέλεσμα που αποκτάται χωρίς προσωπικό κόπο είναι, στην πραγματικότητα, άδειο από βάθος.
Η αυθεντική σκέψη δεν κατοικεί στην απάντηση. Βρίσκεται στην ίδια την πάλη, στον δισταγμό, στην αβεβαιότητα, στην εντατική εσωτερική εργασία που προηγείται κάθε συνειδητοποίησης. Είναι η τριβή που προκαλείται όταν ο νους σπρώχνεται προς το άγνωστο. Όπου δεν υπάρχει αυτή η τριβή, δεν υπάρχει και ουσιαστική πνευματική πρόοδος. Όταν η διαδρομή γίνεται υπερβολικά ευθεία και χωρίς εμπόδια, η αυταπάτη του προορισμού αντικαθιστά την αληθινή κατανόηση.
Τα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να λειτουργήσουν ως πολύτιμοι ενισχυτές σκέψης, εφόσον χρησιμοποιούνται με επίγνωση. Μπορούν να αποκαλύψουν κρυφές σχέσεις ανάμεσα σε φαινομενικά ασύνδετες έννοιες, να ενισχύσουν την αναλυτική ικανότητα, να δώσουν νέα ώθηση στη φαντασία. Δεν είναι από τη φύση τους απειλητικά. Είναι μηχανές που, όταν αξιοποιούνται σωστά, επιταχύνουν τη σκέψη, δεν την υποκαθιστούν.
Κι όμως, η λεπτή διαχωριστική γραμμή παραμένει: άλλο είναι το εργαλείο που ανοίγει το μονοπάτι, κι άλλο το εργαλείο που βαδίζει το μονοπάτι αντ’ εσού. Όταν το εργαλείο γίνεται υποκατάστατο του προσωπικού μόχθου, ο κίνδυνος είναι προφανής: η σκέψη ατροφεί, η κρίση αμβλύνεται, ο νους παγιδεύεται σε μια απατηλή αίσθηση πληρότητας.
Η αλήθεια είναι απλή και αμείλικτη: κάθε βήμα προς την ευκολία συνοδεύεται από ένα αντίτιμο. Όταν εκλείπει η ανάγκη για ανάμνηση, για σύνθεση, για βαθύτερη αναζήτηση, οι νοητικές περιοχές που ασχολούνταν με αυτές τις διεργασίες σιγά-σιγά υποχωρούν. Δεν παραχωρούμε μόνο πρακτικές λειτουργίες -παραχωρούμε και το ίδιο το πνευματικό φορτίο που μας οδηγούσε στην εξέλιξη.
Αυτή δεν είναι μια ρομαντική αναπόληση για τις παλαιότερες, αργές εποχές. Είναι μια νηφάλια υπενθύμιση: η σκέψη είναι δεξιότητα. Πλαστική, ζωντανή, διαρκώς εξελισσόμενη. Αν μείνει αδρανής, ατροφεί. Όπως κάθε δεξιότητα, χρειάζεται άσκηση, πειθαρχία, συνέπεια.
Το καίριο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν οι μηχανές σκέφτονται καλύτερα από τον άνθρωπο. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν, μέσα στην άνεση και την ευκολία που προσφέρουν, ο άνθρωπος χάνει τη διάθεση -και κυρίως την ικανότητα- να σκέφτεται μόνος του.
Η εγγύτητα στην τεχνητή ευφυΐα δεν σημαίνει και εσωτερική καλλιέργεια. Το να έχεις στα χέρια σου ένα ισχυρό εργαλείο δεν ισοδυναμεί με το να κατέχεις τη γνώση. Η σοφία δεν διανέμεται. Δεν προσφέρεται έτοιμη. Χτίζεται. Και το χτίσιμό της απαιτεί χρόνο, κόπο, μοναχικότητα και εσωτερικό μόχθο.
Η διαχρονική σοφία παραμένει αφοπλιστική στην απλότητά της:
Όπως σκεφτόμαστε, έτσι δρούμε. Κι όπως δρούμε, έτσι γινόμαστε. Κι εκείνος που παύει να σκέφτεται, παύει -αργά και ύπουλα- να είναι ελεύθερος.
