101 από τη γέννηση Μίμη Πλέσσα και πάνω από 101 διαμάντια που θα ζουν στους αιώνες των αιώνων, amen!

Ανθή Μιμηγιάννη
101 από τη γέννηση Μίμη Πλέσσα και πάνω από 101 διαμάντια που θα ζουν στους αιώνες των αιώνων, amen!

Γεννημένος στις 12 Οκτωβρίου 1924 και φεύγοντας στις 5 Οκτωβρίου 2024, μόλις μία εβδομάδα πριν κλείσει τα εκατό, ο Μίμης Πλέσσας χάρισε στον ελληνικό ήχο τραγούδια που έγιναν μνήμη, σινεμά, έρωτας, διαμαρτυρία. Από το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», το «Όλα δικά σου μάτια μου», το «Ποια νύχτα σ’ έκλεψε», το «Του αγοριού απέναντι» ως το «Άνοιξε, Πέτρα», οι μελωδίες του όρισαν την ταυτότητα μιας χώρας που τραγουδούσε για να μην ξεχάσει. Κι αν κάτι έμεινε να τον ακολουθεί σαν σφραγίδα, είναι η δική του φράση: «Είμαι ο συνθέτης που έχει τα περισσότερα λογοκριμένα και απαγορευμένα έργα».

Ο Μίμης Πλέσσας υπήρξε μια ιδιοφυΐα που δύσκολα χωρά σε μία μόνο κατηγορία. Δεν ήταν μόνο συνθέτης, ούτε μόνο πιανίστας. Ήταν ο άνθρωπος που γεφύρωσε τη λόγια μουσική με το λαϊκό αίσθημα, που εισήγαγε την τζαζ στο ελληνικό αυτί χωρίς να χάσει την επαφή με τη ρίζα του, που κατάφερε να γίνει παρών σε όλα τα μεγάλα κεφάλαια της μεταπολεμικής τέχνης. Μια ζωή που απλώθηκε σχεδόν σε έναν αιώνα, γεμάτη στιγμές που σήμερα μοιάζουν σχεδόν μυθικές.

Δεν είναι τυχαίο ότι σπούδασε Χημεία και Μαθηματικά στην Ελλάδα και στην Αμερική, πριν παραδοθεί ολοκληρωτικά στη μουσική. Η σχέση του με τις νότες είχε πάντα κάτι το επιστημονικό, σαν να αποκωδικοποιούσε κρυφούς νόμους του ήχου και να τους μετέτρεπε σε συγκίνηση. Για τον ίδιο, η μουσική δεν ήταν μόνο τέχνη αλλά και εξίσωση, μια χημεία ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα που μπορούσε να αποτυπωθεί στο πεντάγραμμο με την ίδια ακρίβεια που αποτυπώνεται μια μαθηματική απόδειξη στον πίνακα.

Η πρώτη του ουσιαστική επαφή με το κοινό ήρθε μέσα από το ραδιόφωνο, όταν το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας τον παρουσίασε ως πρώτο σολίστ στο πιάνο. Εκεί ξεχώρισε το ταλέντο του, μια αίσθηση ελευθερίας και ακρίβειας μαζί, σαν κάποιος να έπαιζε τις νότες όχι απλώς με τα χέρια αλλά με το μυαλό και την καρδιά του ταυτόχρονα. Πολύ γρήγορα το όνομά του άρχισε να συνδέεται με κάτι παραπάνω από την εκτέλεση. Με τη σύνθεση και με τη δημιουργία.

Imagine, να έχουν περάσει 85 χρόνια από τη γέννηση του John Lennon & να έχει πεθάνει τα 45 από αυτά

Γκάντι: «Η σιωπή είναι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα» και «Η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας»

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 και του ’60, όπου ο κινηματογράφος έβρισκε τη δική του γλώσσα και το τραγούδι λειτουργούσε ως καθρέφτης μιας κοινωνίας σε μετάβαση, ο Πλέσσας μπήκε με ορμή.

Έγραψε μουσική για δεκάδες ταινίες, και κάθε φορά οι μελωδίες του γίνονταν το νήμα που κρατούσε ενωμένη την αφήγηση. Στις «Γοργόνες και Μάγκες» η Μαρινέλλα τραγουδά το «Άνοιξε Πέτρα» και η σκηνή απογειώνεται. Στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» η Μαίρη Χρονοπούλου δίνει το «Του αγοριού απέναντι» και το κοινό παρακολουθεί κάτι που ξεπερνά την απλή ερμηνεία. Στο «Όλγα αγάπη μου» η Πόλυ Πάνου χαράζει το «Τι σου ’κανα και πίνεις» και γράφεται ιστορία. Το σινεμά βρίσκει στον Πλέσσα όχι έναν τεχνίτη αλλά έναν συγκάτοικο της ψυχής του.

Δεν είναι τυχαίο ότι από τις πιο μεγάλες στιγμές του ελληνικού βινυλίου παραμένει ο «Δρόμος» του 1969. Ένας δίσκος που πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε μια χώρα που τότε δεν είχε τέτοια νούμερα. Ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Ρένα Κουμιώτη, η Πόπη Αστεριάδη, όλοι μαζί σε ένα έργο που δεν ήταν απλώς μουσικό γεγονός αλλά κοινωνικό συμβάν. Εκεί ακούστηκαν τραγούδια όπως το «Ξημερώνει Κυριακή» και το «Μίλα μου για τη λευτεριά», που το κοινό χειροκροτούσε με τόση δύναμη ώστε η χούντα να τα απαγορεύσει. Αυτό δείχνει την αλήθεια πίσω από την τέχνη: όταν φοβίζει τους ισχυρούς, σημαίνει ότι έχει κατακτήσει το πεδίο που της αναλογεί.

Η σχέση του με τις μεγάλες φωνές της εποχής ήταν ένα κεφάλαιο από μόνο του. Ο ίδιος δεν έβλεπε ποτέ τον ερμηνευτή σαν απλό εκτελεστή. Έγραφε με το αυτί στραμμένο στη φωνή που θα δώσει σάρκα στις νότες. Για αυτό και η Τζένη Βάνου, όταν τραγουδά «Η αγάπη μας», μοιάζει με ευρωπαϊκή ντίβα. Για αυτό και η Ρένα Κουμιώτη, με την απλότητα και τη στιβαρότητά της, γίνεται φωνή μιας ολόκληρης εποχής που αναζητά την πρώτη αγάπη. Για αυτό και ο Τόλης Βοσκόπουλος βρίσκει στο «Ένα ρολόι σταματημένο» το πάθος που θα τον συνοδεύει για πάντα.

Δεν έβαλε την τέχνη του σε αποκλειστικά συμβόλαια, δεν έψαξε προστάτες. Αυτό είχε κόστος. Για χρόνια οι φωνές των τραγουδιών του ήταν πιο γνωστές από το ίδιο το όνομά του. Ο ίδιος παραδεχόταν ότι χρειάστηκε η τηλεόραση και οι επαναλήψεις του κινηματογράφου για να αρχίσει να αναγνωρίζεται η υπογραφή του. Και όμως, αυτό το κόστος έγινε και η αλήθεια του. Ένας δημιουργός που δεν διαπραγματεύτηκε την ανεξαρτησία του.

Η μνήμη του είναι γεμάτη από εικόνες που φανερώνουν το πόσο βαθιά κουβαλούσε την Αθήνα και την Ελλάδα μέσα του. Το πράσινο τραμ που έγινε κίτρινο, η λατέρνα της Πλάκας, το υπόγειο του Σινεάκ που έτρεμε από τα χειροκροτήματα, οι πρόβες με τη Ρένα Βλαχοπούλου, η χειραψία με τον Duke Ellington, η συνάντηση με τον Quincy Jones. Όλα αυτά ήταν κομμάτια της ζωής του, αλλά και κομμάτια της μουσικής του. Γιατί ο ίδιος έβλεπε πρώτα με το αυτί. Όπως έλεγε, πρώτα θυμόταν τον ήχο, μετά τη μυρωδιά, μετά την εικόνα.

Δεν έλειψε ποτέ από τον χώρο του θεάτρου. Συνεργάστηκε με σπουδαίους δημιουργούς, από τον Δημήτρη Ποταμίτη μέχρι νεότερους σκηνοθέτες. Έγραψε ακόμη και για παιδικό θέατρο, αποδεικνύοντας ότι η μουσική του μπορούσε να μιλήσει σε κάθε ηλικία. Αγαπούσε το παιδικό κοινό γιατί πίστευε ότι εκεί βρίσκεται η καθαρότερη μορφή ακρόασης.

Κι αν η πολιτική τον βρήκε πάντα σε απόσταση, η στάση του ήταν ξεκάθαρη. Δεν ανήκε σε στρατόπεδα, δεν χρωστούσε σε κομματικές ταυτότητες. Το μόνο που ήθελε ήταν η ελευθερία. Αυτό έγραφε στους τοίχους όταν ήταν φοιτητής, αυτό κρατούσε ως σημαία μέχρι τέλους. Ίσως για αυτό και η φράση του στον δημοσιογράφο Γιάννη Αλεξίου, «είμαι ο συνθέτης με τα περισσότερα λογοκριμένα και απαγορευμένα έργα», ακούγεται σαν εξομολόγηση ενός ανθρώπου που έζησε την τέχνη του ως πράξη αντίστασης.

Έφυγε μία εβδομάδα πριν γίνει εκατό

Έφυγε γεμάτος έργο, γεμάτος αναμνήσεις, γεμάτος μουσική. Και άφησε πίσω του μια παρακαταθήκη που δεν μετριέται σε βιογραφικά σημειώματα αλλά σε στιγμές. Στιγμές που εξακολουθούν να ζουν σε κάθε γάμο, σε κάθε σχολική γιορτή, σε κάθε βραδινή συντροφιά, σε κάθε κινηματογραφική επανάληψη. Στιγμές που θα συνεχίσουν να συνοδεύουν τη ζωή μας για όσο υπάρχει ελληνικός ήχος.

Αν θέλει κάποιος να γνωρίσει τον Μίμη Πλέσσα, δεν χρειάζεται να διαβάσει απλώς το βιογραφικό του. Αρκεί να ακούσει. Να ακούσει το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», να ακούσει το «Όλα δικά σου μάτια μου», να ακούσει το «Ποια νύχτα σ’ έκλεψε», να ακούσει το «Του αγοριού απέναντι», να ακούσει το «Άνοιξε, Πέτρα». Εκεί βρίσκεται η αλήθεια του. Εκεί βρίσκεται και η αλήθεια μιας ολόκληρης εποχής.

Και αν το έργο του πρέπει να συνοψιστεί, ίσως το καλύτερο είναι να αφεθούμε στις 100 μεγάλες επιτυχίες του, που δεν είναι απλώς κομμάτια μουσικής αλλά κομμάτια ζωής. Διαμάντια που θα ζουν στους αιώνες των αιώνων, amen.