«Συγχαρητήρια, Justin Baldoni: ο Harvey Weinstein δεν είναι τελικά με το μέρος σου»

Σε έναν κόσμο πιο καθαρό, ο Justin Baldoni θα είχε ήδη πει: «δεν θέλω ούτε τη σκιά του Weinstein κοντά μου».
Υπάρχουν τίτλοι που δεν χρειάζονται εξηγήσεις, γιατί είναι ήδη επιτάφιοι. «Συγχαρητήρια, Justin Baldoni: ο Harvey Weinstein δεν είναι τελικά με το μέρος σου», διαβάσαμε στο Vanity Fair, και νιώθεις σχεδόν τη γη να μετακινείται κάτω από τις λέξεις. Όχι από την πληροφορία αλλά από το συμβολισμό. Διότι, όταν ένας καταδικασμένος βιαστής μιλά για δικαιοσύνη, δεν ανοίγει απλώς το στόμα του, ανοίγει έναν τάφο. Για τη δημόσια μνήμη, για την έννοια της υπεράσπισης, για ό,τι έχει απομείνει από την ηθική πυξίδα της κοινωνίας.
Αλήθεια, πώς προχωράς όταν ο χειρότερος άνθρωπος στέκεται –ή μοιάζει να στέκεται– στο πλευρό σου;
Η λέξη «στήριξη» παγώνει. Δεν πρόκειται για ηθικό χρέος αλλά για χειραγώγηση ιστορίας. Ο Weinstein δεν στήριξε -τελικά- τον Baldoni, χρησιμοποίησε την υπόθεσή του για να επαναφέρει τη δική του εικόνα στη δημόσια σφαίρα. Και όταν οι αντιδράσεις ξέφυγαν, έκανε πίσω. Όχι από ντροπή, αλλά από στρατηγική. Πάντα έτσι κάνει η εξουσία όταν φτάνει στη λήθη: δεν αποσύρεται, μεταμφιέζεται σε κοινό νου. Επικαλείται το «άδικο». Μιλάει για διαστρέβλωση, για μέσα που τον «σταύρωσαν», για αφήγημα που τον «έκαψε». Δεν ζητά συγχώρεση –ζητά παρέα στην κόλαση. Ίσως κι έναν διάδοχο.

Είναι παράξενο.
Χρειάστηκαν δεκάδες γυναίκες, καταγγελίες, δικαστικές αποφάσεις, δημοσιογράφοι, δικηγόροι και χρόνια ώστε να καταρρεύσει το φάντασμα του πανίσχυρου παραγωγού. Και του πήρε μόλις μία δήλωση στο TMZ για να πείσει το κοινό ότι έχει ακόμα φωνή. Όχι για να απολογηθεί. Αλλά για να αξιολογήσει ποιος «αδικείται» σήμερα. Όποιος νομίζει ότι το τέρας καταρρέει με την καταδίκη, δεν έχει ζήσει αρκετά σε αυτόν τον κόσμο.
Ο Justin Baldoni μπορεί να είναι αθώος. Μπορεί και όχι. Αυτό δεν είναι άρθρο για την ενοχή του. Είναι άρθρο για τη δυστοπία που γεννιέται όταν ένας άνθρωπος, χωρίς ακόμα δίκη, χωρίς τελεσίδικη απόφαση, βλέπει τον βιαστή της γενιάς του να εμφανίζεται δημόσια για να τον υπερασπιστεί. Όχι ως φίλος, ως σύμβολο. Ως κάποιος που βλέπει στον Baldoni τον εαυτό που ήταν, πριν καταρρεύσει. Και αυτό είναι κάτι πιο τρομακτικό από οποιαδήποτε ετυμηγορία.
Όταν η ...στήριξη προέρχεται από έναν καταδικασμένο, παύει να είναι στήριξη.
Γίνεται μνημόσυνο. Μια προσπάθεια να αναστηθεί όχι ο αδικημένος, αλλά ο καταδικασμένος. Ο Weinstein δεν ενδιαφέρεται για τον Baldoni, ενδιαφέρεται για τη δική του εξιλέωση, μέσα από εκείνον. Εάν ο Baldoni βγει νικητής, η αφήγηση «ένας άντρας κυνηγήθηκε από τα ΜΜΕ με ψέματα» θα ξαναφορεθεί. Και οι γυναίκες που κατήγγειλαν, θα ξαναγίνουν «όχλος». Η Ιστορία, μια απλή υπερβολή.
Δεν είναι όλα τα στρατόπεδα ίσα. Δεν είναι όλες οι δηλώσεις ουδέτερες. Δεν είναι όλοι οι υπερασπιστές καλοδεχούμενοι. Υπάρχει μια στιγμή που η αθωότητά σου κινδυνεύει όχι από τους κατηγόρους σου, αλλά από εκείνους που σε υπερασπίζονται με το δηλητήριο ακόμα φρέσκο στο στόμα τους. Αν σε αγκαλιάζει η ιστορία, να το θες. Αν σε αγκαλιάζει ο Weinstein – έστω και προσωρινά – να τρέχεις.
Το πρόβλημα δεν είναι ο Baldoni.
Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε πια αρκετά αποχαυνωμένοι για να μη μας σοκάρει αυτή η ταύτιση. Που το αφήνουμε να περάσει ως «ειδησούλα» με clickbait τίτλο. Που δεν παγώνει ο χρόνος. Που δεν απαιτούμε δήλωση αποστασιοποίησης από τον Baldoni. Όχι γιατί είναι ένοχος. Αλλά γιατί έχει καθήκον να μην αφήσει να τον σύρουν εκείνοι που έπρεπε να έχουν χαθεί από το κάδρο της δημόσιας ζωής. Και όμως, ακόμα μιλούν.
Ο Weinstein δεν αναζητά δικαίωση. Αναζητά κοινό. Και το βρίσκει εύκολα, όσο ο κόσμος ξεχνά τι σημαίνει κακοποίηση. Όσο συγχέουμε την απολογία με τη στρατηγική. Όσο αφήνουμε τον δημόσιο λόγο στα χέρια ανθρώπων που χρησιμοποίησαν τη σιωπή ως όπλο και τώρα παριστάνουν τους διαστρεβλωμένους. Δεν είναι συγκινητικό. Είναι επικίνδυνο. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε πως, αν δεν σε τρομάζει, σε αφορά ήδη.
Σε έναν κόσμο πιο καθαρό, ο Justin Baldoni θα είχε ήδη πει: «δεν θέλω ούτε τη σκιά του Weinstein κοντά μου».
Μέχρι να το κάνει, θα υπάρχει κάτι θολό στο βλέμμα του, κάτι βουβό στο πρόσωπο της Lively, και κάτι ανατριχιαστικά γνώριμο στο κενό.
