Φιλιππίδης: Αληθινή ποινή δεν είναι τα 3 χρόνια με αναστολή ή το 50/50 του διχασμού, αλλά το στίγμα
Πώς γίνεται κάποιος που κρίθηκε ένοχος για δύο απόπειρες βιασμού να συνεχίζει τη ζωή του με μια απλή αναστολή, ενώ άλλοι άνθρωποι για μικροκλοπές ή για αδυναμία πληρωμής χρέους σαπίζουν στις φυλακές;
Ένοχος. Έξι γράμματα που δεν είναι πολλά. Που δεν έχουν ούτε γροθιά, ούτε βρισιά μέσα τους. Αλλά έχουν βάρος. Όχι για όλους, όμως, όπως αποδείχθηκε. Για άλλους είναι ένας φάκελος που κλείνει. Για άλλους, μια πόρτα που επιτέλους ανοίγει. Και για άλλους –τους περισσότερους– ένα στίγμα που κολλάει πάνω τους σαν ιδρώτας σε θεατρικά φώτα: ανεξίτηλος και μονίμως υπό αμφισβήτηση.
Ομόφωνα ένοχος ο Πέτρος Φιλιππίδης για τις 2 απόπειρες βιασμού - Η ποινή φυλάκισης
Ένταση στη δική του Πέτρου Φιλιππίδη: «Πέντε χρόνια δεν έχω πει τίποτα» - Το ξέσπασμα του ηθοποιού
Ο Πέτρος Φιλιππίδης κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για δύο απόπειρες βιασμού. Όχι από τα social media και το Χ. Αλλά από το Εφετείο. Και τιμωρήθηκε με τρία χρόνια φυλάκιση με αναστολή. Μετά από χρόνια σιωπής, μαρτυριών, ερωτήσεων που ξεπέρασαν τα όρια του εύλογου, με συνηγόρους που ρωτούσαν για εσώρουχα και χαρακτήρες, με κοινή γνώμη που διασκέδαζε πιο πολύ με τα κουτσομπολιά απ’ ό,τι προβληματιζόταν με τα γεγονότα.
Πολλοί είπαν: «Και γιατί μίλησαν τώρα;» Όχι όμως: «Και γιατί δεν τιμωρήθηκε τότε;».
Το να καταγγέλλεις κάποιον που έχει φήμη είναι σαν να στέκεσαι με ένα κερί στον αέρα. Σου το σβήνουν εύκολα –με φτύσιμο, με κυνισμό, με χλεύη. Και όμως, αυτές οι γυναίκες δεν ήθελαν να γίνουν διάσημες. Δεν ήθελαν τηλεθέαση. Δεν ήθελαν trending hashtags. Ήθελαν να ζήσουν χωρίς φόβο. Και να δουλέψουν χωρίς να σιωπούν για να μη χάσουν τη δουλειά τους.
Η φήμη, όταν σε εξυπηρετεί, γίνεται θώρακας. Όταν σε βαραίνει, γίνεται σταυρός. Για χρόνια ο Φιλιππίδης χτίστηκε ως αυθεντία. Μπορεί να ήταν ταλαντούχος –αλλά δεν ήταν αθώος σύμφωνα με τα δεδομένα. Η εξουσία του δεν ήταν μόνο υποκριτική. Ήταν κυριολεκτική. Οι φήμες και οι επώνυμες αναφορές σε διάφορες συνεντεύξεις τον ήθελαν να πέταγε τασάκια, να έδιωχνε κόσμο από τις δουλειές, να δημιουργούσε φόβο. Στον χώρο του, αλλά και έξω από αυτόν, για πολλούς συναδέλφους του -κατά τα λεγόμενά τους, δεν φημιζόταν για το ήθος του. Φημιζόταν γενικώς. Κι αυτό αρκούσε. Γιατί κάπου, κάποτε, η φήμη έγινε συνώνυμο της ατιμωρησίας.
Πέρα από φήμες, το δεδομένο είναι πως ούτε η αναστολή, ούτε η διάρκεια της ποινής, ούτε οι παροδικές κρατήσεις έχουν την ικανότητα να ξεπλύνουν την εμπειρία του τραύματος. Ούτε για τα θύματα. Ούτε για τον γιο του ηθοποιού, που πληρώνει μια τιμωρία που δεν του ανήκει –ένα ακόμη αθώο θύμα σε έναν κύκλο ενοχής χωρίς προσωπική ευθύνη.
Η κοινωνία μας έχει μεγάλη άνεση να ξεχνά. Έχει μεγαλύτερη ακόμη ευκολία να συμπονά τον δράστη. Και μια σχεδόν τρομακτική απέχθεια για τις γυναίκες που μιλούν. Δεν είναι απλό το να πας στο δικαστήριο και να απαντήσεις στο «τι εσώρουχο φορούσες». Δεν είναι καθαρτήριο, είναι τραύμα από την αρχή.
Αλήθεια τώρα;
Πολλοί είναι εκείνοι που από το πρωί της Τρίτης 15 Ιουλίου, αναρωτιούνται πώς γίνεται κάποιος που κρίθηκε ένοχος για δύο απόπειρες βιασμού να συνεχίζει τη ζωή του με μια απλή αναστολή, ενώ άλλοι άνθρωποι για μικροκλοπές ή για αδυναμία πληρωμής χρέους σαπίζουν στις φυλακές;
Αυτό βέβαια δεν είναι νομικό ερώτημα. Είναι ηθικό. Και παραμένει ανοιχτό.
Και τελικά:
Η ενοχή αποδείχθηκε. Το στίγμα όμως σε ποιον μένει;
Γιατί κάποιοι κουβαλούν το βάρος της καταγγελίας κι ας μην κρίθηκαν ποτέ ένοχοι, ενώ άλλοι, ακόμη και με τη σφραγίδα της δικαιοσύνης, μοιάζουν να διαφεύγουν αλώβητοι.
Ίσως όμως το στίγμα να μην είναι μόνο κοινωνικό. Ίσως να είναι υπαρξιακό. Να μην γράφεται σε ποινές, αλλά να εγγράφεται στην ιστορία ενός ανθρώπου, στον τρόπο που πια δεν τον κοιτάζουν –ή τον κοιτάζουν αλλιώς.
Ίσως αυτή να είναι τελικά η ποινή που κανένα δικαστήριο δεν επιβάλλει, αλλά καμία απόφαση δεν αναιρεί: να γίνεις κάτι που ο ίδιος δεν μπορείς πια να ξεχάσεις πως υπήρξες.
Ένοχος. Με όσα αυτό συνεπάγεται. Ακόμη κι όταν σβήνει από τους τίτλους, μένει στη σκιά.
