Να μην έχουμε καμία άλλη Κυριακή αλλά μακάρι τα ισόβια να είναι ολόκληρη ζωή -και πάλι δε φτάνει
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος. Όσοι παρακολουθούμε τη δικαστική και σωφρονιστική πραγματικότητα αυτής της χώρας, ξέρουμε καλά: ισόβια δεν σημαίνει ισόβια. Ο μουσικός που τσιμέντωσε τη γυναίκα του, την Παναγιώτα Μαζαράκη, κυκλοφορεί ελεύθερος στα 7 χρόνια. Ο δολοφόνος της Φαίης Μπλάχα έκανε «αυτοκριτική» με χλιδάτες επενδύσεις και περιουσία για τρεις ζωές. Πότε πρόλαβαν να μετανιώσουν; Και δεν είναι οι μόνοι. Παιδοκτόνοι, βιαστές, δολοφόνοι –όλοι παραδίδουν το ίδιο μήνυμα: η ποινή είναι μονάχα η αρχή της λήθης. Η Κυριακή δεν θα γιορτάσει ξανά γενέθλια, δεν θα ερωτευτεί ξανά, δεν θα γίνει μάνα, δεν θα ζήσει τίποτα, γιατί πολύ απλά έτσι αποφάσισε κάποιος που λέγεται Θανάσης Κουρέλης.
Η Κυριακή Γρίβα δεν πρόλαβε να ζήσει ούτε το ένα τρίτο της ζωής της. Στα 28 της, την πρόλαβε το μαχαίρι της πατριαρχικής παράνοιας. Πέντε μαχαιριές. Έξω από το αστυνομικό τμήμα. Ένα τμήμα που δεν λειτούργησε ούτε ως ανάχωμα, ούτε ως άσυλο. Όχι επειδή δεν είχε δυνατότητα. Αλλά επειδή –όπως αποδείχθηκε από την ίδια την καταγραφή της κλήσης στην Άμεση Δράση– δεν είχε διάθεση. Όταν η Κυριακή είπε «με παρακολουθεί», η απάντηση ήταν «τα περίπλοκα δεν είναι ταξί, κυρία μου». Κι έπειτα, σιωπή.
«Το περιπολικό δεν είναι ταξί» αλλά αν ήταν η 28χρονη Κυριακή μπορεί να ξυπνούσε σπίτι της σήμερα
Η υπόθεση της Κυριακής Γρίβα είναι σύμβολο. Γιατί συμβαίνει ενώ φωνάζει, ενώ τρέχει, ενώ ζητά βοήθεια κανείς δεν ακούει. Την Κυριακή, δεν τη σκότωσε μόνο ο Αθανάσιος Κουρέλης. Τη σκότωσε κι ένας μηχανισμός που δεν αναγνωρίζει τη γυναικεία ζωή ως ιερή, ως επείγουσα, ως άξια προστασίας.
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος
Η Κυριακή τον είχε καταγγείλει. Τον φοβόταν. Είχε πάει στην αστυνομία. Τον ήξεραν. Όμως, την ημέρα της δολοφονίας της, ήταν εντελώς αβοήθητη. Βρισκόταν έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων. Ο δολοφόνος ήξερε πού θα ήταν. Τη βρήκε. Και τη μαχαίρωσε μέχρι θανάτου. Έξω από το τμήμα.
Όλα αυτά έγιναν όχι σε κάποιο απομονωμένο χωριό, αλλά σε έναν από τους πιο κεντρικούς δήμους της Αθήνας με επίσημη απόρριψη του αιτήματός της για σωτηρία.
Η δίκη έγινε. Οι γονείς της στάθηκαν όρθιοι. Ο πατέρας της έβαλε να ακούγεται η φωνή της κόρης του, από την κλήση στην Άμεση Δράση. Ρώτησε τον δολοφόνο: «Τι σου έκανε η Κυριακή και την σκότωσες; Ή μάλλον τι δεν σου έκανε;». Ο Κουρέλης παρέμεινε ανέκφραστος.
Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και 5 χρόνια φυλάκιση. Ομόφωνα. Και –ευτυχώς– χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Γιατί τα πέντε του μαχαιρώματα δεν είχαν ούτε πάθος, ούτε σύγχυση. Είχαν μεθοδικότητα και ήρεμη ψυχική κατάσταση, είπε το δικαστήριο. Μακάρι να σταματούσαμε εκεί.
Μα είναι, τελικά, τα ισόβια ισόβια;
Και εδώ αρχίζει η πραγματική οργή. Η λέξη «ισόβια» ακούγεται πάντα σαν μια τελεία. Σαν να τελειώνει το δράμα, να μπαίνει μια τιμωρία, να επέρχεται η κάθαρση. Όμως, όσοι παρακολουθούμε τη δικαστική και σωφρονιστική πραγματικότητα αυτής της χώρας, ξέρουμε καλά: ισόβια δεν σημαίνει ισόβια.
Ο μουσικός που τσιμέντωσε τη γυναίκα του, την Παναγιώτα Μαζαράκη, κυκλοφορεί ελεύθερος στα 7 χρόνια. Ο δολοφόνος της Φαίης Μπλάχα έκανε «αυτοκριτική» με χλιδάτες επενδύσεις και περιουσία για τρεις ζωές. Και δεν είναι οι μόνοι. Παιδοκτόνοι, βιαστές, δολοφόνοι –όλοι παραδίδουν το ίδιο μήνυμα: το δικαστήριο είναι μονάχα η αρχή της λήθης.
Και για να είμαστε δίκαιοι: κανείς δεν λέει να μη δίνεται δεύτερη ευκαιρία σε έναν άνθρωπο που μετανιώνει, που συνειδητοποιεί, που αλλάζει. Αλλά πώς αποδεικνύεται η μετάνοια όταν δεν έχει προηγηθεί ούτε ένα «συγγνώμη»; Πώς απονέμεται χάρη ή μείωση ποινής σε ανθρώπους που δεν παραδέχτηκαν τίποτα, που έδειξαν μηδενική ενσυναίσθηση; Πώς εξισώνεται το δικαίωμα στη ζωή του θύτη με εκείνο του θύματος, που κόπηκε για πάντα;
Δεν είναι λαϊκισμός να θυμάσαι
Θα πουν κάποιοι: «Μην είμαστε λαϊκιστές». Και έχουν εν μέρει δίκιο. Δεν διοικούνται κοινωνίες με το συναίσθημα. Αλλά πείτε μου: υπάρχει πιο επικίνδυνος κυνισμός από την αποστειρωμένη λογική ενός συστήματος που ξεχνά τους δολοφονημένους;
Δεν είναι λαϊκισμός να θυμάσαι πως κάποια γυναίκα έγινε «φωτογραφία» γιατί δεν της δόθηκε προστασία. Δεν είναι υπερβολή να απαιτείς να μην υπάρχουν «ισόβια» που στην πράξη είναι 12ετία με αναστολή. Δεν είναι φανατισμός να μην δέχεσαι ότι μπορεί κάποιος να σκοτώσει, να καταδικαστεί και να είναι έξω πριν καν τελειώσει το πένθος της οικογένειας του θύματος.
Η μάνα της Κυριακής είπε: «Θα είμαι εδώ για όλες τις γυναίκες που με χρειάζονται». Να σταματήσει η καραμέλα ότι ο δολοφόνος έχει θέματα ψυχιατρικής φύσεως. Αυτό, κυρίες και κύριοι, δεν είναι πόνος. Είναι πολιτική πράξη. Είναι φωνή που βγαίνει από τον τάφο της κόρης της και διεκδικεί αξιοπρέπεια για όλες.
Η αστυνομία και οι δεύτερες ευκαιρίες που δίνονται μόνο στους δολοφόνους
Η έκκληση της Κυριακής στην Άμεση Δράση είναι ντοκουμέντο ντροπής. Αλλά δεν είναι η εξαίρεση. Είναι η νόρμα. Όταν μια γυναίκα καλεί βοήθεια, δεν αντιμετωπίζεται ως εν δυνάμει θύμα. Αντιμετωπίζεται ως ενοχλητική, υπερβολική, υπερδραματική. Όταν φτάνει το μαχαίρι, τότε όλοι παριστάνουν τους ανήξερους.
Και μετά, έρχεται η πολιτεία να πει «τα ισόβια είναι αρκετά». Αλήθεια, για ποιον;
Για τον Κουρέλη που σε 15 χρόνια θα μιλά για σωφρονισμό; Ή για την Κυριακή που δεν θα έχει ξανα γενέθλια, που δεν θα ερωτευτεί ξανά, που δεν θα γίνει μάνα, που δεν θα πάρει ποτέ της σύνταξη;
Και η κοινωνία; Θα πει «έγινε το χρέος». Όμως αν αύριο η κόρη σου πέσει σε έναν τέτοιο άνθρωπο και της πεις «πήγαινε στο τμήμα να σωθείς», τι ακριβώς θα της συμβουλεύεις να κάνει όταν της πουν «τα περίπλοκα δεν είναι ταξί»;
Οι γονείς της Κυριακής δεν είναι ήρωες. Είναι άνθρωποι που στάθηκαν όρθιοι γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή
Δεν θέλουν αγιοποίηση. Δεν τη χρειάζονται. Αυτό που θέλουν –και οφείλουμε να τους το δώσουμε– είναι να γίνει η ιστορία της Κυριακής Γρίβα το τέλος μιας μακάβριας αλυσίδας. Όχι άλλο «κάναμε ό,τι μπορούσαμε». Όχι άλλο «μειωμένος καταλογισμός». Όχι άλλο «δεν μας ειδοποίησε έγκαιρα».
Η μάνα της είπε: «Σήμερα θα της πάω γλυκά στο μνήμα». Σκέψου το. Η κόρη της δεν πήγε σε κανένα σπίτι, δεν πήγε βόλτα, δεν πήγε να φτιάξει ζωή. Πήγε στο μνήμα της.
Και εμείς ακόμα συζητάμε αν ισχύουν τα ισόβια.
Δεν υπάρχει πιο πολιτικό ζήτημα από την ίδια τη ζωή
Όταν μια κοινωνία επιτρέπει να αποφυλακίζονται βιαστές, παιδοκτόνοι, βασανιστές, δολοφόνοι –τότε έχουμε μπροστά μας όχι μόνο νομικό πρόβλημα, αλλά υπαρξιακό.
Ποια είναι η αξία μιας ανθρώπινης ζωής;
Ποιο είναι το μέτρο της δικαιοσύνης;
Ποιο είναι το τίμημα της μεταμέλειας και ποιος το αξιολογεί;
Είναι δυνατόν να μιλάμε ακόμα για «ισόβια» όταν η λέξη έχει καταντήσει να σημαίνει δεκαπενταετία με καλό δικηγόρο;
Είναι δυνατόν να σκοτώνεις, να καταδικάζεσαι, να ξαναβγαίνεις και να διαπράττεις ξανά;
Αυτό είναι κοινωνικό έγκλημα. Συστημικό. Και όσο μένει ατιμώρητο, όσο βαφτίζεται «σωφρονισμός» χωρίς συγγνώμη, χωρίς αποδοχή, χωρίς καμία έμπρακτη αλλαγή – θα έχουμε κι άλλες Κυριακές.
Αλλά αυτή τη φορά, δεν θα λέγεται Κυριακή. Θα είναι η δική σου φίλη. Η δική σου αδερφή. Η δική σου κόρη.
Γιατί, αλήθεια…
Πόσες Κυριακές πρέπει να χαθούν μέχρι τα ισόβια να σημαίνουν ζωή, και η δικαιοσύνη να μην μοιάζει με διακοπές σε αναστολή;
