Πλαστική ομορφιά

Πλαστική ομορφιά

Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η νεότερη;

Τhe King

Τον τελευταίο καιρό παρατηρώ ότι περνάς περισσότερο χρόνο (κατά μερικά λεπτά) στον καθρέφτη του μπάνιου. Χωρίς να έχω κάποιο βίτσιο κατασκοπείας, σε έχω «πιάσει» κάποιες φορές να τραβάς με τα δάχτυλά σου τα μάγουλά σου προς τα πίσω, σαν να προσπαθείς να τσιτώσεις το δέρμα σου. Και είναι γεγονός πως τον τελευταίο μήνα έχω παρατηρήσει μια καινούργια σειρά από μπόλικα λευκά βαζάκια με ενυδατικές να έχουν κάνει απόβαση στα ξυριστικά μου.

Θέλω να σου εξομολογηθώ πως απολαμβάνω δεόντως αυτό το ενδελεχές ψαχούλεμα στο πρόσωπό σου. Το angst της ρυτίδας δεν είναι κακό, αρκεί να μην αντιμετωπίζεις κάθε γραμμή στο μέτωπό σου ως την απόλυτη καταστροφή του κόσμου (κανένα πρόσωπο δεν μένει ατσαλάκωτο στο χρόνο και την βαρύτητα, εκτός αν ζητήσεις από κάποια ανώτερη συμπαντική δύναμη να σου «λακάρει» τη μούρη).

Αλλά αν και σε θεωρώ, όπως πάντα, υπερβολική καθώς στην πραγματικότητα δείχνεις μια χαρά, πολύ νεότερη από την πραγματική ηλικία σου και χωρίς την ανάγκη οξέων φρούτων και καλλυντικού στοκαρίσματος, θέλω να ξέρεις πως είμαι υπέρ των ήπιων -επαναλαμβάνω το «ήπιων»- επεμβάσεων στο πρόσωπό σου. Αν λοιπόν επιθυμείς μερικά διακριτικά τσιμπήματα με υαλουρονικό οξύ, μπορείς να τα κάνεις και να νιώσεις αυτό το απατηλό boost γυναικείας ματαιοδοξίας που πάνω από όλα εσένα θα κάνει να νιώσεις καλύτερα.

Η τόνωση της αυτοπεποίθησής σου σε κάνει λιγότερο γκρινιάρα και μένα πιο ήρεμο στη συμβίωσή μας. Απλώς μετά μην περιμένεις να βρω τις διαφορές σαν να παίζουμε σε φωτογραφικό κουίζ. Μήπως μαζί με όλα αυτά σκέφτεσαι να έρθεις μαζί μου και στο γυμναστήριο που σε παρακαλάω το τελευταίο εξάμηνο;

The Queen

Την πρώτη κρίση με κωδικό τίτλο «μαμά γερνάω» την έπαθα στην ηλικία εκείνη που για πρώτη φορά συνειδητοποιείς πως παιδάκι πια δεν είσαι. Όχι κοπελίτσα. Παιδάκι. Αν και παιδάκι είσαι ακόμα. Δεν μιλάω για τα πολυσυζητημένα 30, όχι. Μιλάω για τα τρυφερότατα 19. Με το που αντιλήφθηκα πως το 1 θα αποχαιρετίσει για πάντα (εκτός και αν γίνω υπεραιωνόβια) το νουμεράκι που δηλώνει τα (ληξιαρχικά έστω) έτη μου και τη θέση του θα πάρει το 2 ένιωσα πως η ανοδική πορεία της ηλικίας μου θα κρατούσε α λα μπρατσέτα -για πάντα εφεξής- την κάθοδο του κάλλους μου και της φρεσκάδας μου. Υπερέβαλα, θα μου πεις. Εννοείται, θα σου απαντήσω. Η υπερβολή πάει αγκαζέ με τη νιότη και την άγνοια, όμως.

Που να φανταζόμουν πως κάποτε τις άσπρες τρίχες στην κεφαλή δεν θα τις δημιουργούσα αυτοβούλως οξυζενάροντας με μανία τα μαλλιά μου αλλά θα ερχόντουσαν μόνες τους να κατσικωθούν στην καρκάλα μου; Και πώς να σκεφτόμουν τότε πως εκείνη η μικροσκοπική ρυτιδούλα έκφρασης θα εξοντωνόταν στον συναγωνισμό από το πάτημα της χήνας που θα άφηνε κάποτε το αποτύπωμά της φαρδύ πλατύ στην άκρη των ματιών μου; Εκείνη η ασύλληπτα αδιόρατη ρυτιδούλα, όμως, ήταν εκείνη που με έστειλε σούμπιτη στο δερματολόγο που άκουσε το παράπονό μου με υπομονή και κρατήθηκε να μη σκάσει από τα γέλια αποχαιρετώντας με (σχεδόν με κλότσησε έξω από την πόρτα, για να είμαι σαφής) με διαβεβαιώσεις πως η μούρη μου καμιά ανάγκη δεν είχε από κρέμες, μαντζούνια, σέρουμ, απολεπιστικά και παντός είδους βελτιωτικά. Δεν ικανοποιήθηκα, όχι. Έτρεξα με δάκρυα στα μάτια στο πλησιέστερο κατάστημα καλλυντικών και γέμισα σακούλες με κρέμες αντιρυτιδικές και αναπλαστικές και υδατικές και ό,τι άλλο φανταστεί ομορφατζούς νους. Τους είπα πως είναι για τη μαμά μου που περνάει, τάχα μου δήθεν, κρίση ηλικίας αλλιώς δεν θα μου τις έδιναν να παστώσω με δαύτες το άσπιλο μουτράκι μου.

Τα χρόνια πέρασαν. Εκείνη η μικρή ρυτιδούλα απέκτησε (μεγάλη) παρέα, το botox έκανε την εμφάνισή του στην αγορά της ομορφιάς, το «Nip/Tuck» τρύπωσε στο σαλόνι μου μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης και με εξοικείωσε μια και καλή με τις αισθητικές επεμβάσεις και αυτός ο αναθεματισμένος ο καθρέφτης χάρη δεν μου έκανε να με κοροϊδέψει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Κοιτάζομαι τα πρωινά, πριν το concealer βελτιώσει τις ατέλειες, κοιτάζομαι προσεκτικά και σκέφτομαι: ακόμα και αν ο χρόνος πάψει να με αγαπά, εσύ θα συνεχίσεις;
(Με ή άνευ γυμναστηρίου)

*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.