Η οικογενειακή γιορτή

Η οικογενειακή γιορτή

Όταν το γεύμα με την φαμίλια σου είναι το κάτεργό του -και τούμπαλιν.

Τhe King

Και να, έφτασε η ώρα που θα πρέπει να πάμε στο πατρικό σου για να φάμε παρέα με τον πατέρα σου, τη μάνα σου, την αδερφή σου και τον καλό της, επειδή πέρασε αρκετός καιρός από το γεύμα των Χριστουγέννων και οφείλουμε να ανανεώσουμε το «οικογενειακό πακέτο» στο χρόνο ομιλίας μας. Πώς μεταφράζεται αυτό; Δεν θα τολμήσω να ανοίξω το στόμα μου για το αμαρτωλό δίπτυχο πολιτικά-αθλητικά, μη τυχόν ανεβάσω την πίεση στο μελλοντικό πεθερό μου και θα οπλιστώ με ιώβειο υπομονή ακούγοντας για πολλοστή φορά για τον πεντακάθαρο, αλπικό αέρα στο εξοχικό σας στην Ορεινή Κορινθία.

Ευτυχώς για μένα, η μαμά σου μαγειρεύει υπέροχα, αν και κάποια στιγμή πρέπει να μεταλαμπαδεύσει την πεπειραμένη μαγειρική γνώση της στην κορούλα της. Γιατί ξέρεις να παραγγέλνεις κοτόπουλο με βασιλομανίταρα, αλλά δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πώς να φτιάχνεις ένα απλό σουφλέ που να τρώγεται και να μην είναι για στοκάρισμα και άλλα μερεμέτια. Αλλά ας μην ξύνω πληγές. Ας επικεντρωθώ στη «χαρούμενη» οικογενειακή ατμόσφαιρα που συμπεριλαμβάνει το εκνευριστικό high pitch στη φωνή της αδερφής σου στο δριμύ κατηγορώ της σε όσες κάνουν μπότοξ (απορώ πώς δεν έχει σπάσει ακόμα τα κολονάτα ποτήρια του κρασιού της μάνας σου), στο εξακολουθητικό «πάει καλά η δουλειά σου παιδί μου;» από τον πατέρα σου, το μελίρρυτο «να σου βάλω λίγο ακόμα» της μαμάς και το κενό βλέμμα του vegetable φίλου της αδερφής σου, για τον οποίο, ακόμη, δεν έχω διαπιστώσει πως βγαίνει από το mute.

Προφανώς με τηλεχειρισμό ή έξωθεν βοήθεια. Και εσύ φυσικά, ως ενάρετη θυγατέρα, μην ξεχάσεις φεύγοντας να πάρεις τα τάπερ που θα σε φορτώσει η μανούλα, γιατί μας βρήκε ελαφρώς «κομμένους» από την τελευταία φορά. Επίσης, δε μπορώ να καταλάβω γιατί δε με αφήνεις να τραβήξω με το κινητό μου αυτές τις μαζώξεις σε φουλ οικογενειακό ανσάμπλ. Ήταν πιο έξυπνος ο Thomas Vinterberg με το Festen που πήρε βραβείο στις Κάννες;

The Queen

«Καλώς το το κορίτσι», «Σε χάσαμε», «Ε, να σε βλέπουμε λιγάκι πιο συχνά». Κάπως έτσι ξεκινάνε οι οικογενειακές συνάξεις με την οικογένεια (του) για να καταλήξουν πάνω από ένα μπουτάκι κοτόπουλο περιχυμένο με μανιτάρια (το οποίο η μητερούλα του εξακολουθεί να μαγειρεύει ως αδιαμφισβήτητη σπεσιαλιτέ της παρότι ξέρει πως έχω αλλεργία στον συγκεκριμένο γευστικό μύκητα και κατεβάζει τα μούτρα της με την ίδια έκπληξη αναμεμειγμένη με απογοήτευση κάθε φορά που δεν το καταβροχθίζω) στο καυτό θέμα των απογόνων.

Τα υπονοούμενα πέφτουν βροχή (χαλάζι, μη σου πω) στο τραπέζι: «Πως πέρασαν τα χρόνια ούτε που το καταλάβαμε», «Είναι δύσκολες εποχές αλλά με λίγο καλή διαχείριση είναι ευκαιρία να αγοράσετε ένα πιο μεγάλο σπίτι», «Η γυναίκα του Πίπη είναι στον 4ο μήνα της». Και τότε μια χαρά βρίσκεις το mute στο τηλεχειριστήριο, το ίδιο που κάνει τον γκόμενο της αδερφής μου να παίρνει όρκο σιωπής στα οικογενειακά τραπέζια και το πατάς και ούτε ακούς ούτε απαντάς. Και μένω εγώ να χαμογελάω συγκαταβατικά, πάνω από το μπουτάκι που κρυώνει στο πιάτο μου, κάνοντας άκομψους ελιγμούς για να αποφύγω τους βομβαρδισμούς. Εν τω μεταξύ η γυναίκα του αδερφού σου τρέχει ωρυόμενη πίσω από τα τέρατα που καταχρηστικά ονομάζει «παιδιά» και με κοιτάζει με μισό μάτι φθονώντας την άτεκνη ζωή μου.

Κι όταν η πιο μεγάλη ώρα, του αποχωρισμού η ώρα, φτάσει η μαμά σου μας φιλεύει με ταπεράκια και παραχώνει και τη συνταγή για το κοτόπουλο με μανιτάρια, το αγαπημένο του κανακάρη της. Το έχω πάρει πια απόφαση. Μαζί με τον αγαπητικό πάει πακέτο και το πακέτο «οικογένεια». Και, μαζί με το πακέτο «οικογένεια», πάει πακέτο και το οικογενειακό γεύμα/ δείπνο. Να λέω και ευχαριστώ που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ετήσιες συναντήσεις μας και δεν περνάω κάθε Κυριακάτικο απόγευμά μου σε γονείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, θα μου έλεγαν οι παθούσες αναξιοπαθούσες.

*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.