Τελετή έναρξης του 66ου ΦΚΘ με Father, Mother, Sister, Brother: 3 πράξεις για όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ

Ανθή Μιμηγιάννη
Τελετή έναρξης του 66ου ΦΚΘ με Father, Mother, Sister, Brother: 3 πράξεις για όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ

Την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου, στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον, πραγματοποιήθηκε η έναρξη του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης χωρίς επιδείξεις, με λόγο καθαρό από τον Γρηγόρη Ελευθερίου, ουσία από τον Ορέστη Ανδρεαδάκη και την Ελίζ Ζαλαντό, και μια ηχηρή αναφορά στον Διονύση Σαββόπουλο που έδωσε βάρος στη μνήμη της πόλης. Η Indya Moore, παρούσα στη Θεσσαλονίκη, ενσάρκωσε την ευγένεια του ήθους χωρίς κραυγές, πριν προβληθεί το Father, Mother, Sister, Brother του Jim Jarmusch -τρεις πράξεις πάνω στην οικειότητα, τη μνήμη και την απόσταση που χωρά ανάμεσα σε όσα αγαπήθηκαν και όσα ξεχάστηκαν.

Η τελετή έναρξης του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης λειτούργησε ακόμα μια φορά ως δήλωση συνέπειας σε έναν θεσμό που επιμένει να υπηρετεί την ουσία του σινεμά και όχι την εικόνα του.

Ο Γρηγόρης Ελευθερίου, δημιουργός του @babaka.gr, παρουσίασε με χιούμορ και ουσία έναν θεσμό που εξακολουθεί να λειτουργεί ως ο πιο συνεκτικός πολιτισμικός καθρέφτης της πόλης.

1761909020153-940079359-img8549.jpg

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης και η Ελίζ Ζαλαντό μίλησαν με λόγο σταθερό και καθαρό, διατηρώντας τον χαρακτήρα του φεστιβάλ ως πεδίου συνάντησης ιδεών και όχι προβολής ισχύος. Η παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου ήταν αισθητή μέσα από τους λόγους που ακούστηκαν, μια αναφορά στην καλλιτεχνική του ηθική που εξακολουθεί να συνδέει τη Θεσσαλονίκη με το πνεύμα της δημιουργικής ανυπακοής.

1761909099835-164184275-img8544.jpg

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης όταν ανέβηκε στη σκηνή του Ολύμπιον για να παρουσιάσει την ταινία έναρξης, Father Mother Sister Brother του Τζιμ Τζάρμους είπε μεταξύ άλλων. "Η ταινία που θα δούμε σε λίγο κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και είμαι σίγουρος ότι θα σας γοητεύσει. Είναι ένα τρίπτυχο για τους δεσμούς και τα δεσμά της οικογένειας, για τις παρεξηγήσεις, τα μισόλογα, τις υποσχέσεις που δεν εκπληρώθηκαν, αλλά και για την οικειότητα, την τρυφερότητα και, κυρίως, για την αγάπη".

Ανάμεσα στα highlights της βραδιάς ήταν αναμφίβολα η παρουσία της Indya Moore. Εμφανίστηκε με συστολή που δεν θύμιζε αμηχανία αλλά αυτοέλεγχο, με εκείνη την ευγένεια που δεν έχει ανάγκη να προβληθεί για να υπάρξει.

img8548.jpg

«Χαίρομαι πολύ που είμαι εδώ για να μοιραστώ αυτή την ταινία μαζί σας. Πρόκειται για μια σημαντική ταινία που με κάνει να σκέφτομαι τους πατεράδες, τις μαμάδες, τις αδερφές και τους αδερφούς όλων μας. Τα τελευταία τρία χρόνια πολλοί από μας γίναμε μάρτυρες μιας θηριωδίας που δεν περιμέναμε πως θα δούμε, η οποία συνέβη σε πατεράδες, μαμάδες, αδερφές και αδερφούς. Θρηνώ για την ανθρωπότητα, καθώς οδηγούμαστε στην αυτοκαταστροφή. Ωστόσο, οι ταινίες, η τηλεόραση και οι ιστορίες μάς υπενθυμίζουν πως δεν είμαστε απλώς άτομα, αλλά συνυπάρχουμε συλλογικά, ακούμε το γέλιο, το κλάμα, τη λύπη του διπλανού μας. Είμαστε όλοι αντανακλάσεις, ο ένας του άλλου. Και για να χτίσουμε ένα ασφαλές μέλλον για τα παιδιά μας πρέπει να θυμόμαστε πως η εμπειρία κάθε ανθρώπου είναι μια αντανάκλαση όλων των άλλων. Αν δεν έχουμε αυτό στο μυαλό μας, ίσως χάσουμε την ευκαιρία να συνεχίσουμε να αγαπάμε, να χαιρόμαστε και να δημιουργούμε οικογένειες στον όμορφο πλανήτη μας. Ελπίζω όταν δείτε την ταινία να μη σκέφτεστε μόνο τη δική σας οικογένεια, αλλά και όλων των άλλων, με την ίδια σπουδαιότητα που αναλογίζεστε τη δική σας. Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα μαγικό μέρος».

Μίλησε με ήρεμη αυτοπεποίθηση, χωρίς να επιδιώξει συγκίνηση. Αναφέρθηκε στην ταινία ως αφορμή να ξανασκεφτούμε τη συλλογικότητα, τους δεσμούς που καθορίζουν το αν είμαστε ακόμη ικανοί να αγαπάμε. Θύμισε πως οι πατεράδες, οι μητέρες, οι αδελφές και οι αδελφοί των ιστοριών αυτών είναι οι ίδιοι άνθρωποι που συναντούμε καθημερινά, πως ο καθένας μας καθρεφτίζει τον άλλον. Η φωνή της είχε καθαρότητα και βάθος, χωρίς καμία επιτήδευση, σαν προέκταση του ίδιου του έργου που εκπροσωπεί. Στην εποχή όπου τα άδεια αντικείμενα επιμένουν να κάνουν θόρυβο, η στάση της Moore λειτούργησε σαν υπενθύμιση του τι σημαίνει παρουσία με ήθος: μια γαλήνη που δεν χρειάζεται κραυγή για να ακουστεί.

Ο Jim Jarmusch, αν και απών για λόγους υγείας, έστειλε μήνυμα μέσω βίντεο, λιτό και στοχαστικό, με τον ίδιο έλεγχο του ρυθμού που χαρακτηρίζει το έργο του.

img8552.jpg

Η επιλογή της ταινίας Father, Mother, Sister, Brother, ήδη υποψήφιας για Gotham Award, επιβεβαίωσε την προσήλωση του φεστιβάλ σε ένα σινεμά που παρατηρεί τον άνθρωπο χωρίς θεατρικότητα και χωρίς την ψευδαίσθηση της εντυπωσιακής αφήγησης.

Η ταινία των 110’ λειτουργεί ως τρίπτυχο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, μια γεωγραφία της οικειότητας που απλώνεται ανάμεσα σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ιρλανδία και Γαλλία.

Ο Jarmusch δεν ενδιαφέρεται για το αν συνδέονται οι ιστορίες αλλά για το τι μένει ανάμεσά τους, αυτό το ενδιάμεσο είναι το πραγματικό του θέμα.

1761909130694-949871764-img8541.jpg

Στο πρώτο μέρος ο Tom Waits ενσαρκώνει έναν πατέρα που έχει αποσυρθεί από κάθε υποχρέωση επικοινωνίας και επιτρέπει στα παιδιά του, τον Adam Driver και τη Mayim Bialik, να τον προσεγγίσουν μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου η οικειότητα μοιάζει με καθήκον. Η συνάντηση εκτυλίσσεται σαν διαδικασία παρατήρησης, χωρίς κορύφωση ή εξήγηση, σαν ένα βουβό τεστ αντοχής ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους που γνωρίζουν υπερβολικά πολλά ο ένας για τον άλλον. Η σκηνοθεσία του Jarmusch κρατά τη στατικότητα ως επιλογή ρυθμού και ησυχίας, αφήνοντας τις κινήσεις να αποκτήσουν το βάρος του χρόνου. Κάθε βλέμμα μοιάζει με απόπειρα να αποκατασταθεί η τάξη, κάθε παύση με παραδοχή. Ο ρυθμός ανασαίνει με μαθηματική ακρίβεια, η εικόνα κρατά την απόσταση χωρίς ψυχρότητα, η διάρκεια μετατρέπεται σε εργαλείο κατανόησης και ο χρόνος παύει να είναι μέτρηση και γίνεται κατάσταση.

img8540.jpg

Το δεύτερο μέρος με τη Charlotte Rampling, την Cate Blanchett και τη Vicky Krieps αποτυπώνει την ευγένεια ως μέσο επιβολής και την απόσταση ως μορφή ισορροπίας. Ο χώρος αποκτά τη δομή σκηνής, όχι για να θυμίσει θέατρο αλλά για να εκθέσει την εσωτερική βία που γεννά η οικειότητα. Η Rampling μιλά με ακρίβεια χειρουργού, κάθε φράση της μοιάζει με προστατευτικό φράγμα απέναντι στην οικειότητα. Η Blanchett κινείται μέσα σε πειθαρχημένο έλεγχο, σαν να μετρά τον αέρα πριν αναπνεύσει, ενώ η Krieps διαχέεται ανάμεσά τους σαν υποτόνιο κύμα που απορροφά τη σύγκρουση χωρίς να την ακυρώνει. Ο Jarmusch οργανώνει το κάδρο σαν άσκηση ψυχικής συμμετρίας, οι γραμμές δεν τέμνονται αλλά συμβιώνουν, συγκρατημένες, σαν μορφές που συναινούν σιωπηλά στο ότι η τρυφερότητα έχει πάντα μια δομή εξουσίας.

img8536.jpg

Στο τρίτο κεφάλαιο με την Indya Moore και τον Luka Sabbat η απώλεια αποκτά μορφή πράξης και όχι συμβολισμού. Οι δύο χαρακτήρες κινούνται σε έναν χώρο που μοιάζει απογυμνωμένος από ιδιοκτησία και μνήμη, ανάμεσα σε αντικείμενα που μετατρέπονται σε τεκμήρια ύπαρξης. Αγγίζουν, ανοίγουν, παρατηρούν, σαν να επιχειρούν να ανασυνθέσουν τη ζωή μέσα από τα υπολείμματά της. Η κάμερα δεν αναζητά το συναίσθημα αλλά τη στάση, κρατά μια απόσταση που δεν είναι ψυχρή αλλά πειθαρχημένη, μια μορφή σεβασμού απέναντι στο πένθος. Ο ρυθμός της σκηνοθεσίας επιτρέπει στο βλέμμα να αναπνεύσει, η φωτογραφία κρατά τη θερμοκρασία της καθημερινότητας και η μουσική ακούγεται μόνο όσο χρειάζεται για να θυμίσει ότι ακόμη και η σιωπή έχει ήχο. Το πένθος λειτουργεί σαν διανοητική διαδικασία κατανόησης, όχι σαν έκρηξη, και ο Jarmusch αφήνει τους ήρωες να υπάρξουν μέσα σε αυτήν τη νηφαλιότητα που μετατρέπει τον χρόνο σε τόπο συμφιλίωσης.

img8538.jpg

Η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη της συνέχειας, πώς επιβιώνουν οι σχέσεις όταν δεν υπάρχει αφήγηση να τις συγκρατήσει. Ο Jarmusch οργανώνει τον χρόνο σαν πειραματική παρτιτούρα. Οι τρεις ιστορίες δεν συνδέονται λογικά αλλά ηχητικά, με επαναλήψεις ρυθμού και στάσης σώματος. Δεν υπάρχει ηθικό ή ψυχολογικό συμπέρασμα, υπάρχει η εμπειρία του να παρατηρείς ανθρώπους να κουβαλούν την ενοχή της ύπαρξης. Ο σκηνοθέτης αντιστρέφει την κλασική δραματουργία, αφαιρεί το γεγονός και κρατά τη συνθήκη. Ο θεατής δεν οδηγείται στην κάθαρση αλλά στη συνειδητοποίηση ότι η απουσία της είναι η μόνη δυνατή λύση.

Ο Driver μετατρέπει τη σιωπή σε κίνηση, η Rampling παραμένει αδιαπραγμάτευτα επιβλητική, η Blanchett λειτουργεί με την ακρίβεια ηθοποιού που ξέρει να περιορίζει τον εαυτό της, η Moore αποδεικνύει ότι η αλήθεια της υποκριτικής δεν βρίσκεται στην τεχνική αλλά στη συνείδηση του βλέμματος. Ο Jarmusch διατηρεί την κινηματογραφική του ηθική, δεν ζητάει από τους ηθοποιούς να ενσαρκώσουν ρόλους, ζητά να διατηρήσουν την παρουσία τους.

Η ουσία του Father, Mother, Sister, Brother βρίσκεται στη ριζική του απλότητα. Δεν είναι ένα φιλμ για την οικογένεια αλλά για τη σχέση ανάμεσα στην ύπαρξη και την παρατήρηση. Ο Jarmusch, έχοντας διανύσει μια πορεία που ξεκινά από την αντισυμβατική αμερικανική σχολή του ’80 και φτάνει σε αυτό το ώριμο στάδιο εσωτερικής αφαίρεσης, δείχνει πως η πραγματική ρήξη δεν είναι αισθητική αλλά ηθική. Η σιωπή δεν είναι τεχνική επιλογή, είναι στάση απέναντι στον κόσμο.

Η επιλογή αυτής της ταινίας για την έναρξη του φεστιβάλ έδειξε πρόθεση να δοθεί προτεραιότητα στην ουσία του κινηματογράφου και όχι στη φόρμα του. Καμία φαντασμαγορία, καμία υπερπαραγωγή, μόνο σεβασμός στην τέχνη που εκτίθεται χωρίς προστατευτικό περίβλημα. Ο Jarmusch χειρίζεται τη δράση σαν παρενθετικό στοιχείο και τη διάρκεια σαν κύριο φορέα νοήματος. Το Father, Mother, Sister, Brother λειτουργεί σαν ανατομία της μνήμης και της συγγένειας, μια ήρεμη παρατήρηση πάνω στην ανθρώπινη σχέση όταν το συναίσθημα έχει ξεφύγει από τη σκηνοθεσία. Ένα φιλμ που μένει, χωρίς φωνές, γιατί λέει τα πάντα με τον χρόνο.

Η έναρξη με Jarmusch έκοψε κατευθείαν τον δρόμο προς το εύκολο. Καμία έξαρση, καμία επιφάνεια. Μόνο ένας δημιουργός που εξακολουθεί να μετρά τον άνθρωπο χωρίς σκηνοθετημένο συναίσθημα και ένα φεστιβάλ που ξεκινά με το μόνο πράγμα που αντέχει στον χρόνο, την αλήθεια.