50 χρόνια μπροστά και μισός αιώνας πίσω: Το παράδοξο με τον Τσεμπερόπουλο & τη βράβευση στο 66ο ΦΚΘ
Η Ελλάδα έχει μια βαριά συνήθεια να τιμά όταν είναι αργά. Η Θεσσαλονίκη, σε αυτή την περίπτωση, επιλέγει κάτι πιο ώριμο. Αναγνωρίζει έναν δημιουργό που έχει ήδη θεσμικό ρόλο, έχει υπάρξει πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, μέλος ΔΣ, παραγωγός, δάσκαλος. Τον αναγνωρίζει όμως όχι ως «πατέρα» που ολοκλήρωσε αποστολή, αλλά ως ισότιμο συνομιλητή στο παρόν που ήδη ετοιμάζει το επόμενο κεφάλαιο και εκείνο τα διαμαντάκι που δεν γύρισε ακόμα. Για τους νεότερους δημιουργούς, αυτό είναι μάθημα. Και δεν μιλάμε για την κλασική φράση «υπάρχει μια γενιά που άνοιξε δρόμο». Μιλάμε για τη συνειδητοποίηση ότι το σινεμά που στέκεται μισό αιώνα δεν χτίζεται πάνω σε νεύρα εντυπωσιασμού, αλλά πάνω σε ανθρώπινη ακρίβεια. Και ο Τσεμπερόπουλος μοιάζει με ζωντανό αντίδοτο στον κυνισμό που θεωρεί την εμπλοκή με τους χαρακτήρες αφέλεια. Οι ταινίες του είναι γεμάτες ηθικά γκρίζες ζώνες, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν παραχωρούν χώρο στο χαβαλέ της εξυπνάδας.
Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025, Ολύμπιον. Στο πρόγραμμα του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (30/10-10/11) είχε σειρά ο «Εχθρός Μου». Πριν ξεκινήσει, το Φεστιβάλ κάνει αυτό που όφειλε εδώ και χρόνια. Ανακοινώνει τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο στον Γιώργο Τσεμπερόπουλο για μια διαδρομή πενήντα χρόνων που δεν χρειάστηκε καμία αυτοπροβολή για να φανεί. Η βράβευση είχε προαναγγελθεί, αλλά η στιγμή δεν είχε ειπωθεί. Το Φεστιβάλ δεν έφτιαξε μια τελετή κλισεδιάς αλλά έδειξε τι σημαίνει να αναγνωρίζεις έναν δημιουργό που δεν χρειάστηκε ποτέ στρατηγική για να είναι επίκαιρος.
Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, ανέβηκε στη σκηνή όχι ως «τιμώμενος μύθος», αλλά ως δημιουργός που συμμετείχε μέσα στη διοργάνωση. Δίδαξε masterclasses, μίλησε με νέο κοινό, συνομίλησε με ομάδες φοιτητών, άνοιξε αρχεία και διαδικασίες, με ένα έργο που διαβάστηκε ξανά ολόκληρο στην ίδια διοργάνωση. Έξι μεγάλου μήκους, τέσσερις μικρού μήκους από τα χρόνια του AFI, το «Μαύρο + Άσπρο» όπου εμφανίζεται ως ηθοποιός. Ένα πλήρες σώμα δουλειάς που παραμένει λειτουργικό χωρίς περιττές νοσταλγίες.
Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης άνοιξε τη διαδικασία και μίλησε για έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου περιγράφοντας το σινεμά του ως ανθρωποκεντρικό, ως μωσαϊκό χαρακτήρων που παράλληλα παρακολουθεί την ιστορία της Ελλάδας σε κίνηση. Στη σκηνή τον διαδέχονται συνεργάτες.
Ο Ντένης Ηλιάδης ανακαλώντας την «Πίσω Πόρτα» και τη συνεργασία τους τον χαρακτήρισε τον «τελευταίο ουμανιστή Έλληνα σκηνοθέτη» επιμένοντας στη βασική αρχή του: σε κάθε ταινία προηγείται η καρδιά, όχι το κόλπο. Κάτι εύστοχο επίσης που ειπώθηκε είναι πως οι νεότεροι σκηνοθέτες χρειάζονται μια ταινία του Τσεμπερόπουλου δύο φορές τον χρόνο για να βρίσκουν το κέντρο τους.
Ο Γιάννης Τσίρος στάθηκε στον «Εχθρό Μου» και παραδέχτηκε ότι ένιωσε ένοχος επειδή ουσιαστικά τον παρέσυρε στον πρώτο του κινηματογραφικό φόνο. Περιέγραψε τον αγώνα να βρεθεί ισορροπία ανάμεσα στην ηθική αποστροφή για την πράξη και στην ανάγκη να υπάρξει δραματουργικά. Αναγνώρισε ότι παραβίασαν την αρχή που λέει πως δεν επωφελείσαι από την απώλεια του άλλου. Το αποτέλεσμα όμως έφερε βραβεία, διεθνή παρουσία, αναγνώριση.
Η Κατερίνα Μπέη ανοίγοντας τα παρασκήνια του «Υπάρχω» μίλησε για μια γνωριμία που άργησε, για μια συγγραφή γεμάτη ώρες συζήτησης, αλλαγών και ανατροπών. Παράλληλα, θύμισε ότι η ταινία έφτασε σχεδόν το ένα εκατομμύριο θεατές και ταξίδεψε μέχρι τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού ενώ τόνισε τη δυσκολία να αποτυπωθεί μια προσωπικότητα όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης χωρίς εξιδανίκευση και χωρίς κατεδάφιση.
Ακολούθησε ένα σύντομο βίντεο με υλικό από τη φιλμογραφία του
Έπειτα ο Ντένης Ηλιάδης ανέβηκε στη σκηνή και του παρέδωσε τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. Ο Τσεμπερόπουλος πήρε τον λόγο, είπε ότι είχαν ήδη ειπωθεί όσα σχεδίαζε να πει και στάθηκε στις δύο αίθουσες της Θεσσαλονίκης όπου είδε το έργο του να μεγαλώνει όλα αυτά τα χρόνια. Θύμισε τους ανθρώπους που τον επηρέασαν στην αρχή της διαδρομής του και αναφέρθηκε στη δουλειά με κάμερα στο χέρι, στη λογική που τον ακολουθεί μέχρι σήμερα. Ολοκλήρωσε λέγοντας πως θεωρεί το βραβείο αναγνώριση θεατών.
Στην προβολή του «Εχθρού Μου» που ακολούθησε, το Q&A κινήθηκε γύρω από τα πρακτικά της παραγωγής. Η Ελένη Κοσσυφίδου είπε ότι θυμάται πρόσωπα και όχι αριθμούς. Ο Τσεμπερόπουλος μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε το θέμα του φόνου και για τις σκηνές πάλης που απαιτούσαν απόλυτη προσοχή. Ο Μαυροματάκης αναφέρθηκε στο βάρος του ρόλου. Ο Γιώργος Γάλλος μίλησε για το πώς υποστήριξε έναν χαρακτήρα που δεν του έμοιαζε. Η συζήτηση έκλεισε με μια αναφορά στις σιωπές και στις παύσεις που οδηγούν μια ταινία χωρίς να γράφονται στο χαρτί.
Ο τυπικός ορισμός του τιμητικού Χρυσού Αλέξανδρου παραπέμπει σε «σύνολο προσφοράς»
Ο τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος συνδέεται παραδοσιακά με το κλείσιμο μιας διαδρομής. Με μια πορεία που έχει πάρει θέση στο αρχείο. Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος κινείται αλλού. Η φιλμογραφία του λειτουργεί σαν εργαλείο ανάγνωσης μιας χώρας που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Από τα «Μέγαρα» έως το «Υπάρχω», δεν συγκεντρώνει ανοίγει ενότητες και η βράβευση συναντά έναν δημιουργό σε φάση απόλυτης λειτουργικότητας.
Τα «Μέγαρα» μελετούν τη σχέση ανθρώπου και τόπου σε περίοδο πίεσης και πολιτικών αποφάσεων. Η οπτική τους επανέρχεται σήμερα σε συζητήσεις για περιβάλλον και κοινότητες. Ο «Ξαφνικός Έρωτας» καταγράφει το πέρασμα μιας γενιάς ανάμεσα σε δύο χώρες και σε δύο συστήματα προσδοκιών. Το «Άντε Γεια» δείχνει μια Αθήνα που αναζητά ρυθμό πριν σταθεροποιηθεί η έννοια της επιτυχίας. Η «Πίσω Πόρτα» φωτίζει την εφηβεία τη στιγμή που συναντά κοινωνικούς κραδασμούς. Ο «Εχθρός Μου» εξετάζει τη σύγκρουση ανάμεσα σε αξίες και πράξη μέσα σε συνθήκες πίεσης. Το «Υπάρχω» ακολουθεί τη ζωή του Καζαντζίδη ως αλληλουχία γεγονότων που διαμόρφωσαν μια πορεία, χωρίς επιτήδευση και χωρίς επίκληση στη συγκίνηση.
Το παράδοξο με τον Χρυσό Αλέξανδρο δεν βρίσκεται στο ερώτημα αν τον άξιζε. Αυτό είναι δεδομένο και βαρετό ως συζήτηση
Το παράδοξο βρίσκεται στο timing. Στο ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διαλέγει να τον τιμήσει σε μια περίοδο όπου το ελληνικό σινεμά περνά φάση αυτοσυνείδησης, φιλμικής εξωστρέφειας, φεστιβαλικών καριέρων και συγχρόνως κούρασης από τον καθωσπρεπισμό των αφηγήσεων. Η διοργάνωση, μέσα στη φασαρία των νέων τίτλων, ανάβει έναν σταθερό φάρο και υποδεικνύει ένα μοντέλο αφήγησης που παραμένει σύγχρονο χωρίς να χρειάζεται νεύρο επίδειξης.
Η ταμπέλα «τελευταίος ουμανιστής» ακούγεται εντυπωσιακή, όμως κρύβει κάτι πολύ πρακτικό. Στις ταινίες του Τσεμπερόπουλου, η κάμερα προσέχει το βλέμμα του ηθοποιού πριν προσέξει το κάδρο. Ο ρυθμός χτίζεται πάνω στη συμπεριφορά του σώματος, όχι πάνω σε σκηνοθετικές φιγούρες. Οι ήρωές του έχουν επαγγέλματα, ηλικίες, οικογενειακές υποχρεώσεις, ιδεολογίες, με τη φθορά και τη σύγχυσή τους. Δεν είναι σύμβολα. Αυτή η εμμονή με τον άνθρωπο σήμερα μοιάζει σχεδόν ριζοσπαστική μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η εικόνα και η πλατφόρμα καθορίζουν το βάρος του περιεχομένου.
Σε πολλά φεστιβάλ βλέπουμε ταινίες που μοιάζουν φτιαγμένες για να περιγραφούν ωραία σε καταλόγους και pitches. Στο σινεμά του Τσεμπερόπουλου η περιγραφή έρχεται τελευταία. Πρώτα μπαίνει το ερώτημα. Τι σημαίνει να χάνεις τη γη σου. Τι κάνει ένα ζευγάρι όταν βαλτώνει. Πώς διαλύεται μια οικογένεια μετά από μια εισβολή. Τι κουβαλάει ένας άνθρωπος που τραγουδά για τους άλλους και δεν έχει χώρο να ξεκουμπώσει ο ίδιος. Αυτά τα ερωτήματα δεν συνοδεύονται από πυροτεχνήματα. Επιμένουν.
Η βράβευση λοιπόν λειτουργεί σαν δήλωση κατεύθυνσης. Ένα κορυφαίο φεστιβάλ δείχνει σε όλους μια διαδρομή όπου το κέντρο δεν είναι ούτε οι φόρμες ούτε οι μόδες. Το κέντρο είναι ο θεατής που βγαίνει από την αίθουσα και κουβαλά την ταινία στη ζωή του. Ο ίδιος ο Τσεμπερόπουλος μίλησε για σινεμά που χρειάζεται την αίθουσα και την επικοινωνία. Και αυτό είναι θέση κόντρα στην λογική του ατελείωτου scroll.
Υπάρχει κι άλλο επίπεδο σε αυτό το παράδοξο
Η Ελλάδα έχει μια βαριά συνήθεια να τιμά όταν είναι αργά. Η Θεσσαλονίκη, σε αυτή την περίπτωση, επιλέγει κάτι πιο ώριμο. Αναγνωρίζει έναν δημιουργό που έχει ήδη θεσμικό ρόλο, έχει υπάρξει πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, μέλος ΔΣ, παραγωγός, δάσκαλος. Τον αναγνωρίζει όμως όχι ως «πατέρα» που ολοκλήρωσε αποστολή, αλλά ως ισότιμο συνομιλητή στο παρόν.
Για τους νεότερους δημιουργούς, αυτό είναι μάθημα. Και δεν μιλάμε για την κλασική φράση «υπάρχει μια γενιά που άνοιξε δρόμο». Μιλάμε για τη συνειδητοποίηση ότι το σινεμά που στέκεται μισό αιώνα δεν χτίζεται πάνω σε νεύρα εντυπωσιασμού, αλλά πάνω σε ανθρώπινη ακρίβεια. Ο Τσεμπερόπουλος μοιάζει με ζωντανό αντίδοτο στον κυνισμό που θεωρεί την εμπλοκή με τους χαρακτήρες αφέλεια. Οι ταινίες του είναι γεμάτες ηθικά γκρίζες ζώνες, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν παραχωρούν χώρο στο χαβαλέ της εξυπνάδας.
Ο θεσμός, με τη σειρά του, βγαίνει κερδισμένος. Το 66ο ΦΚΘ δεν περιορίζεται στο να ανακοινώσει ένα τιμητικό βραβείο και να το εντάξει στο τυπικό τελετουργικό. Χτίζει ένα πλαίσιο.
Αφιέρωμα, masterclass, προσβάσιμη προβολή του «Άντε Γεια», ειδική έκδοση «Πρώτο Πλάνο». Όλο αυτό δεν είναι απλώς φόρος τιμής αλλά δήλωση. Οι ταινίες δεν παρουσιάζονται ως αποσπάσματα μιας χρυσής εποχής αλλά ως corpus που σηκώνει νέα ανάγνωση. Αυτό είναι ουσιαστικό αν σκεφτείς ότι κλείνει την πόρτα στην αντίληψη ότι το παλιό σινεμά είναι κάτι για βραδινές ζώνες στην τηλεόραση και συλλεκτικά dvd.
Η αγορά, βέβαια, έχει άλλη λογική. Box office, πλατφόρμες, συμβόλαια. Ο «Εχθρός Μου» θεωρήθηκε αδικημένος στα εισιτήρια. Το «Υπάρχω» έκανε μεγάλη επιτυχία. Οι αριθμοί, όμως, δεν είναι ο κοινός παρονομαστής. Ο κοινός παρονομαστής είναι η συνέπεια μιας ματιάς που αντιμετωπίζει τους ήρωές της ως σύνθετα όντα, με αντιφάσεις και βάρος. Ο θεατής νιώθει ότι κάποιος τον παίρνει στα σοβαρά. Και αυτό δεν μετριέται σε sold out, χτίζει όμως φήμη που αντέχει.
Στον απόηχο της βραδιάς, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «τι ωραία τιμή του έγινε»
Το ερώτημα αφορά τον τρόπο που διαβάζουμε τέτοιες στιγμές. Η παρουσία του Τσεμπερόπουλου δημιουργεί ένα σημείο αναφοράς για το είδος του σινεμά που συνεχίζει να έχει λόγο μέσα στο σήμερα. Η απονομή δεν εγκλωβίζεται σε ένα στιγμιότυπο αλλά δίνει υλικό για συζήτηση γύρω από τις αξίες, τη ματιά και την ευθύνη που διαμορφώνουν τη σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή στην Ελλάδα. Και δεν περιορίζεται στον ίδιο αλλά απλώνεται σε όλη την κοινότητα που αναζητά σταθερά ποια ταυτότητα θέλει να υπηρετήσει.
Το «παράδοξο» λοιπόν ξεκαθαρίζει
Ένας δημιουργός τιμάται για το σύνολο του έργου του την ώρα που το έργο του είναι πιο χρήσιμο από ποτέ. Η συγκυρία, η κρίση εμπιστοσύνης στις εικόνες, η κόπωση από την επιφανειακή δραματοποίηση, η ανάγκη για προτάσεις που να αντέχουν συζήτηση, όλα αυτά φτιάχνουν ένα περιβάλλον όπου η φιλμογραφία του διαβάζεται αλλιώς. Αν γυρνούσαμε τον χρόνο πίσω, δεν θα χρειαζόταν «διορθώσεις» στα διαμάντια του. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να τα ξανακοιτάξουμε με μάτια 2025. Να δούμε πώς φωτίζουν ερωτήματα που δεν είχαμε καν φανταστεί όταν βγήκαν στις αίθουσες.
Σε τελική ανάλυση, ο Χρυσός Αλέξανδρος είναι αντικείμενο. Το ουσιαστικό lifetime achievement για τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο βρίσκεται αλλού. Στο επόμενο παιδί που θα δει την «Πίσω Πόρτα» και θα συνδέσει την εφηβεία του με μια εποχή που δεν έζησε. Στον επόμενο θεατή που θα βγει από τον «Εχθρό Μου» και θα τρομάξει με το πόσο κοντά αισθάνεται στον ήρωα. Στην επόμενη προβολή του «Υπάρχω» όπου κάποιος θα καταλάβει ότι το λαϊκό τραγούδι είναι βιογραφία μιας χώρας και όχι μόνο soundtrack.
Ναι, το Φεστιβάλ προχώρησε σε μια κίνηση με ιδιαίτερο βάρος.
Αναγνώρισε αυτό το έργο σε χρόνο που το κρατά ζωντανό και λειτουργικό. Το αν αυτή η αναγνώριση θα ανοίξει νέες διαδρομές για τις αίθουσες θα φανεί στα χρόνια που έρχονται. Εκεί θα αποτυπωθεί αν η στιγμή της βράβευσης λειτούργησε ως επέκταση μιας σταθερής επιλογής υπέρ ενός σινεμά που έχει στον πυρήνα του κάτι θεμελιώδες. Τον άνθρωπο.
