Γιατί γκρινιάζουμε συνέχεια για τη δουλειά μας;

Γωγώ Φούντα
Γιατί γκρινιάζουμε συνέχεια για τη δουλειά μας;

Τι είναι τελικά αυτό που μας κάνει να μην είμαστε ευχαριστημένοι σε καμία δουλειά;

Η αλήθεια είναι πως οι Έλληνες, και κυρίως οι τελευταίες γενιές Ελλήνων, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι με την εκάστοτε δουλειά που κάνουν, γι' αυτό και η γκρίνια έχει αναδειχθεί σε εθνικό μας σπορ. Πολλοί πιστεύουν πως αυτό οφείλεται στο ότι βαριούνται εύκολα, ότι έχουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες, ότι θέλουν να βγάλουν περισσότερα λεφτά ή ότι η ματαιοδοξία τους χτυπά κόκκινο και τα θέλουν όλα δικά τους.

Κι όμως, τίποτε από αυτά δεν ισχύει, τουλάχιστον κατά μέσο όρο. Αυτό απέδειξαν πρόσφατες έρευνες, οι οποίες έβγαλαν το συμπέρασμα πως δεν φταίνε οι εργαζόμενοι για τη γκρίνια τους, αλλά οι ελληνικές επιχειρήσεις που δεν κοιτάζουν μακριά.

Συγκεκριμένα, περίπου το 30% των Ελλήνων αλλάζει την αρχική εργασία του για μια πιο σχετική με το αντικείμενο των σπουδών του, ενώ το 35% φεύγει αναζητώντας ένα καλύτερο εργασιακό περιβάλλον, με προοπτικές ανέλιξης και, κυρίως, ανθρώπινο κλίμα.

Με τα ποσοστά ανεργίας να εκτινάσσονται στα ύψη, οι νέοι από 18 έως 25 χρονών αναζητούν εναγωνίως μια δουλειά, τη πρώτη τους, με αποτέλεσμα το 82% εξ αυτών να τη βρίσκει μεν σε διάστημα 2-6 μηνών , αλλά η πλειονότητα να βολεύεται αρχικά σε μια θέση άσχετη με τις γνώσεις της. Έτσι αναγκαστικά συνεχίζουν την αναζήτηση.

Ένα ακόμα σημαντικό θέμα είναι πως οι νεοπροσληφθέντες καλούνται, συνήθως, να υπογράψουν συμβάσεις ορισμένοι χρόνου, αλλά με καθημερινή 8ωρη παρουσία, με μισθό που κυμαίνεται από 680 έως 900 ευρώ.

Το 55% εξ αυτών, δηλώνουν απογοητευμένοι από τη συγκεκριμένη κατάσταση και δεν πιστεύουν πλέον πως το πτυχίο τους μπορεί να τους βοηθήσει.

Η μόνη λύση αυτού του προβλήματος είναι οι εταιρίες να αποφασίσουν να κάνουν πλήρη ανάλυση της ηλικιακής δομής των υπαλλήλων τους, των ικανοτήτων τους κ.ο.κ., καθώς και στον προγραμματισμό του προσωπικού τους.

Δυστυχώς, προς το παρόν, λίγες εταιρίες προσφέρουν επαρκώς ευρεία κλίμακα εργαλείων διαχείρισης καριέρας και ακόμα λιγότερες γνωρίζουν ποιοι υπάλληλοί τους είναι εξειδικευμένοι και σε ποιον τομέα. Οι περισσότερες δεν προσπαθούν καν να προαγάγουν μια δυναμική αμοιβαίας εκτίμησης, καθοδήγησης και μεταβίβασης δεξιοτήτων μεταξύ των εργαζομένων τους και συνήθως μόνο οι μισοί υπάλληλοι έχουν τον χρόνο, την ενημέρωση και τη διάθεση να επωφεληθούν από τα προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης.

Συμπερασματικά, οι ελληνικές εταιρίες πρέπει να κατανοήσουν πως το τμήμα Ανθρώπινων Πόρων έχει ως βασική αρμοδιότητα όλα τα παραπάνω στοιχεία και όχι μόνο τις άδειες και τη μισθοδοσία. Μόνο με τη συνεχή και σωστή εκμετάλλευση των Ανθρώπινων Πόρων πρόκειται να αυξηθεί η παραγωγικότητα στην κάθε εταιρία, γι' αυτό και η παραπάνω έρευνα θα έπρεπε να τοιχοκολληθεί στους διαδρόμους κάθε εταιρίας, μήπως και οι υπεύθυνοι καταλάβουν καλύτερα κάποια πράγματα.