«Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα»
Γεννημένος σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου 1948, ο Παύλος Σιδηρόπουλος έζησε σαν να ήξερε πως δεν θα γεράσει. Δισέγγονος του Ζορμπά, ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη -λογοτέχνιδας και πρώτης συζύγου του Νίκου Καζαντζάκη, άριστος μαθητής των μαθηματικών, εραστής της ποίησης, σωτήρας των περιθωριακών. Αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε για να τον αγιοποιήσει ούτε για να αναμασήσει τη ροκ γραφικότητα του «καταραμένου». Γράφτηκε γιατί 77 χρόνια μετά τη γέννησή του, τα λόγια του παραμένουν πιο επίκαιρα, πιο άβολα και πιο αληθινά από ποτέ.
«Κάποτε θα ’ρθουν να σου πουν, πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν…». Ίσως το παιδί που (δεν) υπερασπίστηκε ο Παύλος να ήταν ο εαυτός του. Ήταν να ήταν κι όλοι εμείς. Γιατί ήξερε πολύ καλά -από νωρίς- ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να συνθλίβει τα παιδιά.
Γεννημένος σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου 1948, ο Παύλος Σιδηρόπουλος έζησε σαν να ήξερε ότι δεν θα προλάβει να γεράσει. Δισέγγονος του Ζορμπά, ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη -λογοτέχνιδος και πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, άριστος μαθητής των μαθηματικών, εραστής της ποίησης, σωτήρας του κάθε περιθωριακού. Ο Παύλος δεν ήταν ποτέ μόνο ένας. Ήταν «ο Ασυμβίβαστος». Ο τραγουδιστής που τόλμησε να γράψει για τα ναρκωτικά όταν όλοι έκαναν ότι δεν υπάρχουν.
Όμως αυτό το άρθρο δεν γράφεται για να μιλήσει απλώς για τον Παύλο. Δεν γράφεται για να τον αγιοποιήσει ούτε για να αναπαράξει τη ροκ γραφικότητα του καταραμένου. Γράφεται γιατί φέτος, 77 χρόνια μετά τη γέννησή του και 35 από τον θάνατό του, τα λόγια του δεν ήταν ποτέ πιο ανατριχιαστικά επίκαιρα:
«Υπερασπίσου το παιδί. Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα».
Γιατί το παιδί δεν γλιτώνει.
Το παιδί δεν γλιτώνει επειδή η κοινωνία δεν έχει καμία πρόθεση να το προστατέψει. Κάποτε ελπίζαμε ότι θα ’ρθουν να μας πουν πως μας αγαπούν, πως μας πιστεύουν. Ήρθαν όμως να μας πουν ψέματα. Ήρθαν να μας πουλήσουν.
Ο Παύλος πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου 1990. Την ίδια ημερομηνία, 18 χρόνια αργότερα, ο Αλέξης Γρηγορόπουλος δολοφονείται στα Εξάρχεια. Ο ένας «από ηρωίνη», ο άλλος από σφαίρα. Κι όμως, και οι δύο δολοφονήθηκαν από το ίδιο σύστημα: αυτό που δεν συγχωρεί το παιδί που σκέφτεται, το παιδί που ζει αλλιώς, το παιδί που δεν αντέχει τις φόρμες και τα πρωτόκολλα.
Σήμερα, εν έτει 2025, δεν είναι πια μόνο το παιδί που κινδυνεύει. Είναι η ίδια η έννοια του παιδιού που ξεθωριάζει. Βλέπουμε γονείς να βασανίζουν τα σπλάχνα τους, να τα κρατούν μέχρι ασφυξίας, να τα ταΐζουν φάρμακα αντί για γάλα. Είδαμε τη Μούρτζουκου να ειρωνεύεται την ίδια τη Δικαιοσύνη, live, με το ύφος μιας κοινωνίας που έχει πάψει να ντρέπεται.
Ζήσαμε τα Τέμπη, και αντί να σταματήσουμε τον κόσμο, συνεχίσαμε. Όλα λειτούργησαν σαν να μη συνέβη ποτέ εκείνο το βράδυ –σαν να μην υπήρξαν ποτέ εκείνα τα παιδιά. Το κράτος, η κοινωνία, οι λέξεις, όλα έμοιαζαν ξαφνικά πολύ λίγα, πολύ αργά. Το λάθος έγινε «ανθρώπινο», η απώλεια «στατιστική», το πένθος «περαστικό». Στην Ελλάδα του σήμερα, το παιδί δεν χρειάζεται να στερηθεί για να χαθεί. Αρκεί να υπάρξει. Αρκεί να εμπιστευτεί. Αρκεί να ελπίσει. Και κάποιες φορές, αυτό είναι το πιο επικίνδυνο απ’ όλα.
Πόσα παιδιά δεν γλίτωσαν.
Και μην ψάχνεις φτώχεια, κακοτυχία ή «παραμέληση». Δεν φοράει κουρέλια η κακοποίηση. Φοράει και ακριβά brands. Και απεικονίζεται σε ευτυχισμένες φωτογραφίες στα social media.
Ο Παύλος δεν έζησε να δει την υπόθεση της Πισπιρίγκου. Δεν έζησε να δει το τα social media να γίνονται θέατρο καταγγελίας και η ανωνυμία να καλύπτει τέρατα. Μα την είχε ήδη τραγουδήσει αυτή την κόλαση:
«Έχε το νου σου στο παιδί… Κλείσε την πόρτα με κλειδί… Θα σε πουλήσουν».
Το παιδί που δεν γλίτωσε
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν εκείνο το παιδί που (δεν) ήθελε να γλιτώσει. Όχι με τον εύκολο τρόπο υπογράφοντας συμβόλαια με το κατεστημένο. Γεννημένος το 1948, σε ένα σπίτι με βαριές σκιές: τον Ζορμπά, την Αλεξίου, τον Καζαντζάκη. Ο πρώτος του χάρισε τη φωτιά, οι άλλοι τις λέξεις. Ανάμεσά τους, ένα παιδί που έμαθε να αμφισβητεί από νωρίς.
Ενα παιδί με μαθηματικό μυαλό που δεν ήθελε να ζήσει για πάντα αλλά να ζήσει αληθινά. Ήθελα να γράφει αληθινά. Αλλά η λογοκρισία ήρθε από παντού. Από το κράτος, από τις εταιρείες, από την κουλτούρα της σιωπής. Τραγούδια από τον «Εν Λευκώ» κόπηκαν «γιατί μιλούν για ναρκωτικά». Μα δεν ήταν ποτέ τα ναρκωτικά το θέμα. Ήταν το γιατί. Ήταν ο λόγος που χρειάζεται κάποιος να ξεφύγει. Ήταν η κοινωνία που δημιουργεί εξαρτήσεις και μετά ρίχνει τους εξαρτημένους στα σκουπίδια σαν χαλασμένα παιχνίδια.
Ο Παύλος δεν ζήτησε να γίνει ήρωας. Ζήτησε να τραγουδήσει τον θυμό του. Να προστατέψει το παιδί μέσα του και το παιδί που έβλεπε να βασανίζεται σε κάθε γειτονιά, σε κάθε καταγγελία που δεν φτάνει ποτέ στον εισαγγελέα. Στα τραγούδια του δεν θα βρεις κανέναν εθνικό ύμνο. Θα βρεις το «Να μ’ αγαπάς», αλλά και το «Φλου». Θα βρεις μια Ελλάδα που ματώνει, μια κοινωνία που μαθαίνει στα παιδιά πως δεν έχει σημασία τι είσαι, παρά μόνο τι προσποιείσαι.
Ο Παύλος το πλήρωσε.
Και τώρα, τι;
Αν θες να πεις κάτι πολύ εύστοχο για τον Παύλο, μην πεις απλώς «ήταν μπροστά απ’ την εποχή του». Πες ο Παύλος ήταν μέσα στην εποχή του. Και πάλευε με ό,τι δεν τολμούσε κανείς να δει: με τις εξαρτήσεις, με την απώλεια, με την εγκατάλειψη, με την υποκρισία, με την πολιτική αδράνεια. Τραγουδούσε για όλα εκείνα που μας βόλευε να αγνοούμε, τότε όπως και τώρα. Όπως ο θάνατος των παιδιών. Η αδιαφορία για τον άλλον. Η κοινωνία που σκεπάζει τη βία με παπλώματα αξιοπρέπειας. Το κράτος που κοιμάται όταν ουρλιάζουν τα παιδιά.
Υπερασπίσου το παιδί. Όχι μόνο το δικό σου. Όλα. Μίλα στον δρόμο, κατήγγειλε την κακοποίηση, πίστεψε το παιδί. Μην αποστρέφεις το βλέμμα. Γιατί όσο εσύ κοιτάς αλλού, κάποιος άλλος τραβάει την κουρτίνα και παίζει το ίδιο έργο. Ξανά και ξανά. Και δεν είναι θέατρο.
Ο Παύλος δεν πέθανε απλώς από ηρωίνη πέθανε γιατί κανείς δεν τον έμαθε να ζει αλλιώς. Πέθανε γιατί η κοινωνία είχε άλλα να κάνει. Πέθανε γιατί η φωνή του ενόχλησε.
77 χρόνια μετά τη γέννησή του ένα πράγμα έχει αξία:
Υπερασπίσου το παιδί. Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα.
