Οι φορές που «πάθαμε» για Γιάννη Μπέζο «εκείνες κι γω» αλλά και όλοι οι «απαράδεκτοι» τύποι σαν εμάς

Ανθή Μιμηγιάννη
Οι φορές που «πάθαμε» για Γιάννη Μπέζο «εκείνες κι γω» αλλά και όλοι οι «απαράδεκτοι» τύποι σαν εμάς

Οι αλήθειες από κάποιον «απών» που σήμερα γίνεται 69 ετών -και που είναι πιο παρών από όσο κάποιοι αντέχουν. «Όταν επιλέγεις να βλέπεις το ανόητο, σημαίνει ότι του μοιάζεις». «Φοβόμαστε τι θα πει ο κάθε βλάκας στο διαδίκτυο». «Το να γελάμε με όσα γίνονται στην πολιτική είναι επικίνδυνο για το πολίτευμα». «Με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, αλλά όχι των ανόητων». «Η γλώσσα μας κακοποιείται βάναυσα». «Η Ελλάδα κάνει φίρμες όλους τους απατεώνες, οι τενεκέδες κάνουν θόρυβο». «Πήγα μια φορά σε reunion και κόντεψα να αυτοκτονήσω». Την ίδια στιγμή που η μάζα μοιάζει να περιστρέφεται διαρκώς γύρω από το φως της δημοσιότητας, εκείνος παραμένει -για πολλούς- εσκεμμένα αντιπαθής, από ανάγκη για αυθεντικότητα. Από την ανάγκη να μη γίνει η ζωή του αυτό που περιέγραψε ο Καβάφης: «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες».

«Πρέπει να επικρατεί η λογική και όχι η ανοησία», έχει πει ο Γιάννης Μπέζος, και είναι μάλλον σπάνιο να το ακούς σε μια χώρα που εδώ και χρόνια έχει κάνει τη βλακεία πρωταγωνίστρια του δημόσιου βίου. Αιχμηρός, καυστικός, αφοπλιστικά ειλικρινής, ξεροκέφαλος, γειωμένος, πεισματάρης, απόλυτος, «απών» -όπως μια σειρά του- από τη συναναστροφή του κόσμου που έχει κάνει το φαίνεσθαι επάγγελμα, ο Μπέζος δεν έμαθε ποτέ να κάνει δημόσιες σχέσεις ούτε να συναλλάσσεται με τον εαυτό του για να γίνει αρεστός.

Κι αυτή η απόσταση, σε μια εποχή που οι πάντες κολυμπούν στη θάλασσα της συναναστροφής για τη συναναστροφή, μοιάζει με πράξη πολιτικής ανυπακοής.

«Δεν έχω φίλους από το χώρο μου», έχει πει σχεδόν με ανακούφιση και μαζί του κάνουμε «Ουφ!» κι εμείς. Γιατί η δουλειά, είτε στο θέατρο είτε στην τηλεόραση, είτε εκτός, δεν είχε ποτέ ανάγκη από διαμεσολαβήσεις. Εκείνος, ό,τι έχει να πει, το λέει πάνω στη σκηνή ή μέσα από έναν ρόλο. Κι αυτό αρκεί. Όταν όλοι κυνηγούν διαρκώς μια ευκαιρία για περισσότερη έκθεση, εκείνος τιμά την αξία της απουσίας. «Δεν θέλω να μου αποσπούν κάτι από την οικειότητα», όπως έχει ο ίδιος πει. Και σπάνια η λέξη «οικειότητα» έχει ειπωθεί με τόση σοβαρότητα στον δημόσιο χώρο, που έχει μάθει να μιλάει μόνο με όρους αποδοχής και προβολής.

Γιάννης Μπέζος: «Κάποιοι δεν είναι αντάξιοι για τη δική μας δουλειά. Ας μη λέμε ψέματα μεταξύ μας»

«Μόνο το γέλιο θα μας σώσει» λέει ο Γιάννης Μπέζος και επιστρέφει στην TV με τους «Σούπερ Ήρωες»

Η απόσταση, όμως, δεν είναι ποτέ εύκολη. «Το λάθος μου είναι ότι είχα κάποια στιγμή την απαίτηση να συμπεριφέρονται όλοι όπως εγώ», θα πει αλλού. Κι αυτό φανερώνει πως η ακεραιότητα έχει κόστος. Δεν είναι δωρεάν η επιλογή να μην ενταχθείς, να μην ανήκεις, να μην «χαμογελάς» επειδή έτσι πρέπει. Τη στιγμή που η μάζα μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από το φως της δημοσιότητας, εκείνος παραμένει εσκεμμένα αντιπαθής -για πολλούς- από ανάγκη για αυθεντικότητα. Από την ανάγκη να μη γίνει η ζωή του αυτό που περιέγραψε ο Καβάφης.

Από τους Απαράδεκτους και το Εκείνες κι Εγώ, κι από το Απών στο Άκρως Οικογενειακόν: ο Γιάννης Μπέζος διαρκώς παρών στο θέατρο και αμετακίνητος στην πίστη του για την τέχνη

Από τους πρώτους του ρόλους τη δεκαετία του ’80 στο θέατρο, όταν συνεργάστηκε με ονόματα-σύμβολα της ελληνικής σκηνής, μέχρι τις τηλεοπτικές σειρές που άφησαν εποχή και τις σκηνοθεσίες των τελευταίων χρόνων, ο ταλαντούχος ηθοποιός κινήθηκε πάντα με μια συνέπεια που δεν ακολουθούσε τις μόδες αλλά τις εσωτερικές του ανάγκες. Από την κωμωδία που σχολίαζε την κοινωνία χωρίς διδακτισμούς, μέχρι τις δραματικές στιγμές όπου αποκάλυπτε μια πιο υπόγεια, υπαρξιακή πλευρά, κάθε επιλογή του έμοιαζε να ισορροπεί ανάμεσα στο λαϊκό και το απαιτητικό, στο δημοφιλές και στο προσωπικό.

Δεν είναι τυχαίο ότι από τις ανατροπές των Απαράδεκτων μέχρι τις οικογενειακές νευρώσεις του Άκρως Οικογενειακόν και από τις κλασικές κωμωδίες του θεάτρου μέχρι τις σύγχρονες σκηνοθετικές του δουλειές, ο Μπέζος φαινόταν να λέει πάντα το ίδιο πράγμα: πως η τέχνη δεν είναι για να χαϊδεύει το κοινό αλλά για να του δείχνει και τις ρωγμές του. Κάθε ρόλος, κάθε παράσταση, κάθε σειρά ήταν ένας ακόμη τρόπος να μιλήσει για την εποχή του -άλλοτε με σαρκασμό, άλλοτε με ευαισθησία, ποτέ όμως χωρίς λόγο.

Η γλώσσα, η βλακεία και ο θόρυβος

«Φοβόμαστε τι θα πει ο κάθε βλάκας στο διαδίκτυο», δήλωσε κάποτε, και ξαφνικά όλοι ένιωσαν να εκτίθενται. Γιατί η εποχή μας πάσχει ακριβώς από αυτό. Από την αγωνία της εντύπωσης, από την ανάγκη να αρέσουμε σε ανθρώπους που δεν θα έπρεπε να μας απασχολούν. Όταν ο Μπέζος μιλά για «βλάκες», δεν εννοεί μόνο την έλλειψη νοημοσύνης αλλά και εκείνους που κάνουν θόρυβο χωρίς ουσία, που καθορίζουν το δημόσιο κλίμα με φασαρία αντί για σκέψη.

«Η γλώσσα μας κακοποιείται βάναυσα», θα πει σε κάποια άλλη συνέντευξη. Κι εδώ δεν μιλά για ορθογραφία προφανώς. Μιλά για το νόημα. Για το πώς οι λέξεις αδειάζουν από περιεχόμενο, για το πώς η επικοινωνία καταντά ανταλλαγή εντυπώσεων και όχι ιδεών. «Η Ελλάδα κάνει φίρμες όλους τους απατεώνες, οι τενεκέδες κάνουν θόρυβο», έλεγε όταν περιέγραφε με ακρίβεια την εποχή της υπερπροβολής, όπου το επιφανειακό γίνεται κριτήριο επιτυχίας.

Και όταν λέει «πρέπει να επικρατεί η λογική και όχι η ανοησία», δεν ηθικολογεί. Πολύ απλά, περιγράφει μια κοινωνία που έχει αρχίσει να δυσπιστεί απέναντι στην ίδια της τη λογική, που προτιμά τη φασαρία από την επιχειρηματολογία, το θέαμα από την κατανόηση.

Το επικίνδυνο γέλιο

«Το να γελάμε με όσα γίνονται στην πολιτική, είναι επικίνδυνο για το πολίτευμα», είπε κάποια άλλη φορά, και πολλοί έσπευσαν να διαφωνήσουν. Κι όμως, έχει δίκιο. Γιατί όταν η πολιτική γίνεται μόνιμο ανέκδοτο, όταν όλα προκαλούν γέλιο και τίποτα προβληματισμό, τότε χάνεται η αίσθηση σοβαρότητας που χρειάζεται μια δημοκρατία για να σταθεί.

Ο Μπέζος δεν αντιτίθεται στο χιούμορ. Το αντίθετο. Το χιούμορ του υπήρξε πάντα αιχμηρό, πολιτικό, συχνά σκληρό. Αλλά δεν το χρησιμοποίησε ποτέ για να ξεπλύνει ευθύνες ή να χαϊδέψει αυτιά. Στις σειρές του γελούσες, αλλά κάπου μέσα σου καταλάβαινες πως αυτό το γέλιο είχε και μια δόση πίκρας.

Η πολιτική διάσταση του χιούμορ του ήταν ακριβώς αυτή. Να μη σε αφήνει ήσυχο. Να σου θυμίζει ότι πίσω από τις γελοιογραφίες της εξουσίας υπάρχουν αποφάσεις που καθορίζουν ζωές. Ότι πίσω από τα αστεία για την Ελλάδα της ανοργανωσιάς υπάρχει μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει αν απλώς τη διακωμωδούμε.

«Εκείνοι» και αυτός

«Δεν μπορώ να σκοτώνω την ώρα μου, με τρελαίνει», έχει πει. Κι αυτή η φράση ακούγεται σχεδόν σαν εξομολόγηση. Γιατί η ζωή του καλλιτέχνη είναι γεμάτη από προτάσεις, από ευκαιρίες, από καταστάσεις που υπόσχονται διασκέδαση, δικτύωση, επαφές. Ο Μπέζος, όμως, μοιάζει να τις απορρίπτει συνειδητά. «Πήγα μια φορά σε reunion και κόντεψα να αυτοκτονήσω», είχε παραδεχθεί για τη μαζική κοινωνικότητα όταν γίνεται αυτοσκοπός και δεν θα μπορούσαμε κάποιοι να ταυτιστούμε περισσότερο.

«Να αγαπάς τους άλλους τόσο πολύ, ώστε να μπορείς να τους στεναχωρείς κιόλας», έχει πει άλλη φορά. Γιατί η ειλικρίνεια δεν είναι ποτέ εύκολη. Θέλει θάρρος να μην αρέσεις. Θέλει θάρρος να μη συμφωνείς. Θέλει θάρρος να λες όχι, ακόμη κι όταν το «ναι» θα σου έδινε περισσότερη αποδοχή.

Η μοναξιά του δημιουργού δεν είναι μιζέρια. Είναι χώρος ελευθερίας. Εκεί γεννιούνται οι ρόλοι, οι ατάκες, οι στιγμές που θυμόμαστε από τον Μπέζο. Όχι στα τηλεοπτικά πάνελ, όχι στις κοινωνικές δεξιώσεις, αλλά στις σιωπές ανάμεσα στις δουλειές.

Γεννημένος σαν σήμερα , 10 Σεπτεμβρίου, το 1956

Καθώς κλείνει τα 69, ο Μπέζος δείχνει να έχει μια ήρεμη συμφιλίωση με τον χρόνο, αλλά καμία διάθεση να τον χαραμίσει. «Αισθάνομαι χορτάτος, αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την υποκριτική».

Ο Καβάφης έγραφε «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες».
Ο Μπέζος το ζει αυτό κυριολεκτικά. Αρνείται να γίνει μέρος της διαρκούς φασαρίας που ζητά από όλους να είναι παρόντες παντού, να μιλούν για όλα, να γεμίζουν τον χρόνο τους με ανούσιες κινήσεις. «Δεν παρακολουθώ τίποτα από τις κριτικές», λέει, απορρίπτοντας την ανάγκη της επιβεβαίωσης από τους άλλους.

Η λογική, η αξιοπρέπεια, η ουσία δεν είναι διαπραγματεύσιμες, ακόμη κι αν η εποχή επιβραβεύει το αντίθετο. Κι αυτό, σε έναν κόσμο γεμάτο θόρυβο, είναι ίσως η πιο γενναία επιλογή.

Ακολουθούν οι φορές που «πάθαμε» για Γιάννη Μπέζο «εκείνες κι γω» αλλά και όλοι οι «απαράδεκτοι» τύποι σαν εμάς

«Φοβόμαστε τι θα πει ο κάθε βλάκας στο διαδίκτυο»

«Με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων αλλά όχι των ανόητων»

«Δεν θέλω να σκοτώνω τον χρόνο μου και να συνομιλώ με ανθρώπους που μου είναι αδιάφοροι»

https://www.instagram.com/p/C1eT1l8vxdL

«Το λάθος μου είναι ότι είχα κάποια στιγμή την απαίτηση να συμπεριφέρονται όλοι όπως εγώ»

«Δυστυχώς ασχολούμαστε με ανθρώπους που κάνουν "θόρυβο"- Όσοι προσφέρουν συνήθως»

«Η γλώσσα μας κακοποιείται βάναυσα»

«Η Ελλάδα κάνει φίρμες όλους του απατεώνες, οι τενεκέδες κάνουν θόρυβο»

«Δεν θέλω να μου αποσπούν κάτι από την οικειότητα»

«Το να γελάμε με όσα γίνονται στην πολιτική, είναι επικίνδυνο για το πολίτευμα»

«Δεν παρακολουθώ τίποτα από τις κριτικές»

«Δεν μπορώ να σκοτώνω την ώρα μου, με τρελαίνει»

«Πρέπει να επικρατεί η λογική και όχι η ανοησία»

«Πήγα μια φορά σε reunion και κόντεψα να αυτοκτονήσω»

«Να αγαπάς τους άλλους τόσο πολύ, ώστε να μπορείς να τους στεναχωρείς κιόλας»

«Με ενοχλούσε όταν ο Π. Φιλιππίδης έλεγε ότι εγώ και αυτός είμαστε οι καλύτεροι ηθοποιοί»

«Αισθάνομαι χορτάτος, αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την υποκριτική»

«Δεν έχω φίλους από το χώρο μου»

«Με ενοχλεί όταν κάποιος θέλει να μάθει τα προσωπικά μου»

«Όταν επιλέγεις να βλέπεις το ανόητο σημαίνει ότι του μοιάζεις»

«Να έχουμε κάτι να πούμε όταν βγαίνουμε στο γυαλί»

«Στη δουλειά μας πολλοί το παίζουν διανοούμενοι»

«Να στραφούμε σε καλό κείμενο & καινούργια πρόσωπα!»

Amen!