Από το Μοιραίο Πάθος και τη Lolita στο Τριπλό Στέμμα της υποκριτικής: Ο γόης Jeremy Irons έγινε 77

Ανθή Μιμηγιάννη
Από το Μοιραίο Πάθος και τη Lolita στο Τριπλό Στέμμα της υποκριτικής: Ο γόης Jeremy Irons έγινε 77

Με παρουσία που παίζει ανάμεσα στην ειρωνεία και τη σιωπή, με ρόλους που κινούνται από τον ρομαντισμό ως την ψυχρή αμφισημία και από το κλασικό θέατρο ως την pop κουλτούρα, ο Irons χτίζει πέντε δεκαετίες τώρα ένα προσωπικό σύμπαν όπου η ακρίβεια γίνεται φιλοσοφία, η απόσταση μορφή ελευθερίας και η γοητεία παρενέργεια της αυθεντικότητας. «Όσο καλύτερος είναι ο συνάδελφός μου ή ο αντίπαλός μου -όπως θέλεις πες το- τόσο καλύτερη είναι η ερμηνεία μου». «Είμαι πολύ χαρούμενος που δεν είμαι πολιτικός. Είναι ένα βήμα μακριά από τις πύλες της κόλασης. Πραγματικά, είναι εφιάλτης». «Είναι υπέροχο να υποδύεσαι έναν άντρα που στήνει τον εαυτό του για να σπάσει η ψευδαίσθησή του».

«Η καριέρα μού φαινόταν σαν ποινή φυλάκισης. Έτσι την έβλεπα, θα ξεκινούσα από χαμηλά, θα ανέβαινα τη σκάλα, θα συνταξιοδοτούμουν και, λίγο αργότερα, θα πέθαινα, και το να μείνω απ’ έξω μού φαινόταν εξαιρετικά ελκυστικό». Με αυτή την ομολογία που μοιάζει με μανιφέστο ελευθερίας ξεκινάς να καταλαβαίνεις γιατί ο Jeremy Irons παραμένει μια ιδιότυπη περίπτωση ανδρικής γοητείας, όχι επειδή παραβιάζει κανόνες για να προκαλέσει, αλλά επειδή αρνείται να εγκλειστεί σε όποιον ρόλο του υπαγορεύει ο κόσμος, το επάγγελμα, η αγορά, το φύλο, η ηλικία, η δημόσια εικόνα, κι έτσι η παρουσία του φέρει εκείνο το διακριτικό ίχνος του ανθρώπου που διάλεξε την απόσταση όχι ως αδιαφορία αλλά ως μέθοδο να βλέπει καθαρά, να ακούει τις σιωπές μέσα στις λέξεις, να καθυστερεί μισό κλάσμα πριν ρίξει τη φράση που αλλάζει την έννοια μιας σκηνής και, τελικά, να σε κάνει να πιστεύεις ότι το βάρος της ζωής μπορεί να χωρέσει σε ένα βλέμμα αν ο φορέας του έχει την πειθαρχία να το σηκώσει και την τρυφερότητα να μην το επιδεικνύει.

Η γοητεία του Irons δεν στηρίζεται σε ένα γοητευτικό πρόσωπο ούτε σε μια ρητορική υπερβολής, στηρίζεται στον έλεγχο του ρυθμού και στην υπόγεια μουσικότητα της φωνής του, στη στιβαρότητα της άρθρωσης που δεν φωνάζει αλλά σμιλεύει τις συλλαβές, στην οικονομία του σώματος που δεν καταναλώνει περιττή ενέργεια αλλά υποβάλλει την ψυχική κατάσταση με μια μετατόπιση του βάρους, με ένα χαμήλωμα των ώμων. Με εκείνη την χαρακτηριστική μικρή παύση που δεν είναι δισταγμός αλλά επιλογή. Ίσως διότι δεν παίζει για να σε κερδίσει, παίζει για να μείνει πιστός στην εσωτερική λογική του ρόλου, και όταν το κάνει αυτό, η κάμερα και το κοινό ακολουθούν σχεδόν με ανακούφιση, σαν να βρήκαν σε έναν άνθρωπο τη βεβαιότητα ότι η σκηνή είναι τόπος σοβαρός, ότι το πάθος δεν είναι θόρυβος, ότι το σκοτάδι υπηρετεί τη διαύγεια και όχι το αντίθετο.

94 χρόνια από τη γέννηση της Anne Bancroft & αυτά ήταν τα «πιστεύω» της αιώνιας 40άρας Mrs. Robinson

Η Lauren Bacall ήταν πολλά περισσότερα από μία femme fatale που γοήτευσε τον Bogart με το «The Look»

Υπάρχει κάτι σχεδόν παράδοξο στον τρόπο που οι γυναίκες τον κοιτούν για δεκαετίες και εξακολουθούν να τον βρίσκουν ακαταμάχητο

Δεν είναι μόνο η αισθαντική φωνή ή το καλοραμμένο κουστούμι, δεν είναι η σωματική λεπτότητα που αφήνει χώρο στο βλέμμα να κάνει τη δουλειά του, είναι ο συνδυασμός αυθεντικής εσωστρέφειας και επιλεκτικής έκθεσης, το ότι επιτρέπει την ευαλωτότητα να ξεπροβάλλει σαν ρωγμή μέσα στην ευγένεια, το ότι δεν παρακαλεί για συναίνεση, δεν εκβιάζει συγκίνηση, δεν φοβάται τη σιωπή, κι αυτό τον καθιστά ερωτικό με τον τρόπο που είναι ερωτική μια ευφυής συζήτηση τα ξημερώματα, εκείνη που δεν υπόσχεται τίποτα και τελικά αλλάζει τα πάντα, διότι η γοητεία του Irons δεν είναι επίδειξη αγαθών, είναι υπόσχεση βάθους, και το βάθος, όταν συνδυάζεται με ήθος και με υψηλή τεχνική, γίνεται μόνιμη αξία ανεξάρτητα από εποχές και μόδες.

Σε επίπεδο τεχνικής, ο Irons είναι παιδί του θεάτρου και αυτό φαίνεται σε κάθε του κοντινό, στο μέτρο της αναπνοής που κυριαρχεί στην πρόταση χωρίς να χάνεται σε ρητορικές φιγούρες, στην ακρίβεια με την οποία ακουμπά το κείμενο, στη μαθητεία του πάνω στο σαιξπηρικό υποκείμενο και στη σύγχρονη ψυχολογία του ρόλου που δεν χρειάζεται εξηγήσεις αλλά απαιτεί δομή.

Εκεί που η καριέρα του διαγράφει την ευθεία της αντοχής είναι η ικανότητά του να κυκλοφορεί ανάμεσα σε αρχέτυπα και αντι-αρχέτυπα χωρίς να βουλιάζει σε καρικατούρα, παίζει τους άντρες που ξέρουν να πονάνε και το κρύβουν, παίζει τους άντρες που ξέρουν να πληγώνουν και δεν το σβήνουν, παίζει τους άντρες που έχουν μεγαλώσει με κανόνες για να τους παραβούν με στυλ, παίζει τους άντρες που αγαπούν την καλαισθησία όχι ως φετίχ αλλά ως ηθική υποχρέωση απέναντι στην τάξη του κόσμου, κι αυτή η αισθητική τάξη τον κάνει να μοιάζει πάντα καθαρός ακόμη κι όταν στέκεται στη λάσπη του ρόλου, γιατί ο ηθικός του κώδικας ως ερμηνευτή δεν του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει εύκολα κόλπα, ούτε να κρύψει τη δουλειά κάτω από επιφάνειες, τον υποχρεώνει να επιστρέφει στην απλή αλήθεια ότι κάθε σκηνή είναι συνάντηση, και κάθε συνάντηση απαιτεί προσοχή, που σημαίνει ακρόαση, που σημαίνει σεβασμός, που σημαίνει ότι ο άλλος υπάρχει.

Σε μια εποχή που η εικόνα έχει εκπαιδεύσει το βλέμμα να ψάχνει τον θόρυβο και τη συναισθηματική υπερέκθεση, ο Irons επιμένει στην ησυχία, και εκεί ακριβώς εδραιώνει την επίδρασή του, γιατί το να μη φωνάζεις όταν όλοι φωνάζουν είναι επίσης πολιτική πράξη, και το να διαλέγεις απόσταση όταν όλοι ανταγωνίζονται εγγύτητα είναι επίσης αισθητική πράξη, έτσι το πρόσωπο του Irons παραμένει τόπος καθαρής αντίστιξης, ο τρόπος που δαγκώνει μια λέξη, που αφήνει μια παύση, που χαμογελά σαν να λέει ξέρω κάτι παραπάνω αλλά δεν χρειάζεται να το μάθεις τώρα, συγκροτούν το ιδίωμα ενός καλλιτέχνη που μεγάλωσε το κοινό του σε υψηλότερες προσδοκίες, γιατί ο σεβασμός του προς το υλικό είναι πάντα μεγαλύτερος από τη διάθεση να κερδίσει τη σκηνή.

Και κάπου εδώ χρειάζεται να παραδοθεί η μεγάλη αποτίμηση των έργων όπου διακρίθηκε, αλλά και εκείνων που εκτόξευσαν τη φήμη του, όχι ως κατάλογος επιτυχιών αλλά ως χάρτης μιας συνειδητής περιπλάνησης ανάμεσα σε είδη, εποχές και ηθικές αποχρώσεις.

Από το The French Lieutenant’s Woman (Η Γυναίκα του Γάλλου Λοχαγού), που καθιέρωσε το πρόσωπο και τον τόνο του ως ρομαντικού αλλά και διανοούμενου ήρωα. Στο Brideshead Revisited (Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ), που απέδειξε πως η τηλεόραση μπορεί να στεγάζει υψηλή λογοτεχνία. Στα Dead Ringers (Δίδυμοι), όπου η διπλή ερμηνεία έδειξε την ψυχρή ακρίβεια με την οποία μπορεί να κατοικήσει δύο εκδοχές της ίδιας παθολογίας. Στο Reversal of Fortune (Ανατροπή της Τύχης), που του χάρισε το Όσκαρ και παρέδωσε ένα μάθημα αμφισημίας. Στο The Mission (Η Αποστολή), όπου το ηθικό βάρος περνά από τον λόγο στο βλέμμα. Στο Die Hard with a Vengeance (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει 3), όπου επιβεβαίωσε ότι μπορεί να είναι αντίπαλος με ειρωνεία και κομψότητα. Στο The Lion King (Ο Βασιλιάς των Λιονταριών), όπου η φωνή του έγινε αρχετυπικό κακό με πολιτισμική διάρκεια. Στο Damage (Μοιραίο Πάθος), όπου ανατέμνει τον έρωτα ως αυτοκαταστροφική βεβαιότητα.

jeremy.jpg

Στο Lolita (Λολίτα), όπου ακροβατεί στην πιο επικίνδυνη ηθική γραμμή, χωρίς να εξαγνίζει ούτε να καταγγέλλει, αλλά φωτίζοντας την παθολογία με παγερή ειλικρίνεια. Στο M. Butterfly (Μ. Butterfly), όπου η αυταπάτη συναντά την ιδεολογία. Στο Kafka (Κάφκα), όπου η ασφυξία γίνεται ύφος. Στο The Man in the Iron Mask (Ο Άνθρωπος με τη Σιδερένια Μάσκα), όπου η κλασική περιπέτεια συναντά τη θεατρική κομψότητα.

Στο The Merchant of Venice (Ο Έμπορος της Βενετίας), όπου η κλασική παιδεία του συνομιλεί με τη σύγχρονη ευαισθησία. Στο Kingdom of Heaven (Βασίλειο των Ουρανών), όπου η ιστορική μεγαλοπρέπεια δεν πνίγει την ανθρώπινη κλίμακα. Στο Margin Call (Margin Call), όπου το σύστημα αποκτά σάρκα και οστά μέσα από τις αποφάσεις των ανθρώπων του. Στο The Words (Οι Λέξεις), όπου η ενοχή ζητά γλώσσα. Στο The Man Who Knew Infinity (Ο Άνθρωπος που Γνώριζε το Άπειρο), όπου τιμάται η πνευματική κληρονομιά. Στο House of Gucci (Ο Οίκος Gucci), όπου η παρακμή ντύνεται με μετάξι. Στα The Borgias (Οι Βοργίες), όπου η εξουσία γίνεται οικογενειακή τελετουργία. Στο Watchmen (Οι Φύλακες), όπου ο μύθος του υπερήρωα αποδομείται με φιλοσοφική ειρωνεία. Και ξανά στον Alfred Pennyworth του Batman v Superman Dawn of Justice (Batman v Superman Η Αυγή της Δικαιοσύνης) και του Justice League (Justice League), όπου ο κυνισμός συναντά την τρυφερή κηδεμονία. Όλος αυτός ο άξονας ρόλων δείχνει έναν καλλιτέχνη που διάλεξε τη δυσκολία αντί για την ευκολία, που προτίμησε την αμφισημία από το έτοιμο πρόσημο, που πίστεψε ότι ο θεατής δεν αξίζει να υποτιμηθεί ποτέ.

Αυτό που ονομάζεται «Τριπλό Στέμμα της Υποκριτικής» δεν είναι ένας εντυπωσιακός δημοσιογραφικός όρος αλλά η κορυφή μιας διαδρομής που σπάνια συναντάς: ένας ηθοποιός κατακτά και τα τρία μεγάλα βραβεία του επαγγέλματος, το Όσκαρ για τον κινηματογράφο, το Τόνι για το θέατρο και το Έμμυ για την τηλεόραση.

Για τον Jeremy Irons, η τριπλή αυτή διάκριση ήρθε σαν φυσικό αποτέλεσμα μιας τέχνης που ξέρει να προσαρμόζεται χωρίς να χάνει την ποιότητά της. Στον κινηματογράφο η κάμερα καταγράφει τις σιωπές, τις παύσεις και τις μικρές κινήσεις του βλέμματος που αλλάζουν μια ολόκληρη σκηνή. Στο θέατρο η ακρίβεια του λόγου και η ζωντανή σχέση με το κοινό αναδεικνύουν τον απόλυτο έλεγχο που έχει στον ρυθμό και στη φράση. Στην τηλεόραση η διάρκεια και η εξέλιξη των χαρακτήρων απαιτούν αντοχή και συνέπεια, κι εκείνος δεν έκανε ποτέ εκπτώσεις. Δεν παρασύρθηκε από την επικαιρότητα ούτε υπέγραψε ρόλους που δεν πίστευε. Άφησε την ποιότητα να μιλήσει αντί για αυτόν και την ιστορία να ολοκληρωθεί χωρίς φασαρία.

Στους ρόλους του υπάρχει ένα σταθερό μοτίβο που εξηγεί και τη γοητεία του. Παρουσιάζει έναν άντρα που εκτιμά την ευγένεια αλλά δεν φοβάται το σκοτάδι, που μπορεί να είναι δυνατός χωρίς φασαρία, να προστατεύει χωρίς να υπόσχεται θαύματα, να κρατά τη θέση του χωρίς να πατάει τους άλλους, να μιλάει όταν χρειάζεται και αλλιώς να σωπαίνει. Αυτό το ήθος φαίνεται και εκτός σκηνής, στον τρόπο που ντύνεται, που μιλάει, που παίρνει δημόσιες θέσεις. Γιατί οι μεγάλοι ηθοποιοί δεν είναι μόνο οι ρόλοι τους· είναι και η παρουσία τους. Κι ο Irons έχτισε μια εικόνα που ισορροπεί ανάμεσα στην παράδοση και την αμφισβήτηση, με μια φωνή που ξέρει ότι η ομορφιά της γλώσσας δεν είναι πολυτέλεια αλλά εργαλείο αλήθειας.

Γεννημένος σαν σήμερα, 18 Σεπτεμβρίου 1948, ένας τέτοιος άντρας στα εβδομήντα επτά του δεν θέλει καμία επιβεβαίωση. Έχει δει τη φήμη του να ανεβαίνει και να κατεβαίνει, έχει περάσει από ρόλους που άλλοι θα έχτιζαν καριέρα και το μόνο που εξακολουθεί να τον νοιάζει είναι να μη χάσει το μέτρο. Δεν τον απασχολεί η λάμψη, ούτε το κουτσομπολιό, ούτε η αναγκαστική σοβαροφάνεια. Παίζει, σωπαίνει, γελάει λίγο ειρωνικά, κάνει τη δουλειά του και φεύγει. Κι αυτό τον κάνει πιο επικίνδυνο και πιο γοητευτικό από όλους τους υπόλοιπους που διψάνε για προσοχή.

Γι’ αυτό και οι απόψεις του μοιάζουν με κομμάτια από προσωπικό μανιφέστο, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με κυνισμό, πάντα με την ίδια καθαρότητα:

«Όσο καλύτερος είναι ο συνάδελφός μου ή ο αντίπαλός μου -όπως θέλεις πες το- τόσο καλύτερη είναι η ερμηνεία μου».

«Είμαι πολύ χαρούμενος που δεν είμαι πολιτικός. Είναι ένα βήμα μακριά από τις πύλες της κόλασης. Πραγματικά, είναι εφιάλτης».

«Το θλιβερό σε κάθε δουλειά, και στη δική μου φαίνεται καθαρά, είναι ότι πάντα σου ζητούν να κάνεις ό,τι έχεις ήδη κάνει».

«Είναι υπέροχο να υποδύεσαι έναν άντρα που στήνει τον εαυτό του για να σπάσει η ψευδαίσθησή του».

«Πέτυχα με λίγο θράσος και γοητεία. Χωρίς καμία τεχνική, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς έκανα, αλλά λειτούργησε και ο ρόλος μού ταίριαξε».

«Αντιμετωπίζω διαρκώς την αποτυχία, γιατί η δουλειά μου δεν είναι ποτέ τόσο καλή όσο θα ήθελα. Έμαθα να ζω με αυτήν».

«Βαριέμαι εύκολα, γι’ αυτό αγαπώ να κάνω διαφορετικά πράγματα, να αλλάζω, να δουλεύω έναν μήνα σε κάτι και μετά έξι μήνες σε κάτι άλλο, να γνωρίζω νέες ομάδες ανθρώπων. Μου αρέσει που μπορώ να σταματήσω. Είναι από τα μεγαλύτερα προνόμια του επαγγέλματός μας».

«Ποτέ δεν ήμουν παθιασμένος με την υποκριτική, όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ ότι δουλεύω για να ζήσω τη ζωή που θέλω. Υπάρχει κάτι υγιές σε αυτή την αποστασιοποίηση, στην αίσθηση πως ό,τι κάνω δεν έχει απόλυτη σημασία».

«Όποτε βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου φοράω τα ίδια με εξακόσιους άλλους και κάνω το ίδιο πράγμα, πάντα βρίσκω τρόπους να ξεχωρίζω, είτε είναι η κόκκινη φόδρα μέσα στο σακάκι μου είτε τα κόκκινα παπούτσια. Αυτό δεν έχει αλλάξει».

«Πρώτα σκέφτεσαι, δεν μιλάς απλώς. Οι ατάκες βγαίνουν από τις σκέψεις».

«Φοίτησα σε ιδιωτικό σχολείο στην Αγγλία, ανάμεσα σε ανθρώπους προορισμένους για τράπεζες, στρατό ή επιχειρήσεις. Καθώς πλησίαζε το τέλος της εκπαίδευσής μου, σκέφτηκα πως έπρεπε να βρω κάτι, αλλιώς δεν θα ξανασυναντούσα ποτέ αυτούς τους ανθρώπους».

«Μου αρέσει να είμαι μέλος μιας ομάδας που αφηγείται ιστορίες, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο, λατρεύω να δημιουργώ φανταστικούς κόσμους όπως τα παιδιά. Ποτέ δεν είχα φλογερή επιθυμία να γίνω ηθοποιός, απλώς μου ταίριαξε».

«Στην εκπαίδευσή μου στο θέατρο δεν έδειξα καμία κλίση».

«Δυστυχώς, τα όρια κάποιου περιορίζονται διαρκώς από την επιτυχία του».

«Επειδή τώρα είμαι επιτυχημένος, μου προσφέρονται όλο και πιο ίδια πράγματα».

«Δεν ήμουν ποτέ φυσικά διανοούμενος, έπρεπε πάντα κάτι να με προκαλέσει για να ενδιαφερθώ. Δυστυχώς ισχύει ακόμη».

«Αυτό που προσπαθώ να κάνω ως ηθοποιός είναι να βρίσκω συνεχώς ρίσκα, ευκαιρίες να πέσω στα μούτρα μου αν αξίζει τον κόπο, και ίσως έτσι να εκπλήξω τον εαυτό μου».

«Τα όρια κάποιου περιορίζονται διαρκώς από την επιτυχία του, η δική μου επιθυμία είναι να ανοίξω το πεδίο μου, ακόμη κι αν ρισκάρω την αποτυχία».

«Δεν νομίζω ότι θα με περιέγραφαν ως ηθοποιό χαρακτήρων, δεν αναλαμβάνω ρόλους πολύ ξένους προς εμένα».

«Η εμπιστοσύνη είναι σημαντική, κι αυτός είναι ο στόχος μου. Αλλά με αυτή την επιθυμία να κάνω τα πράγματα όσο καλύτερα γίνεται, μάλλον με θεωρούν δύσκολο συνεργάτη».

«Μου άρεσε το θέατρο. Μου άρεσαν οι άνθρωποι. Μου άρεσε ο χρόνος που δουλεύαμε».

«Οι ηθοποιοί συχνά φέρονται σαν παιδιά, γι’ αυτό μας θεωρούν παιδιά. Εγώ θέλω να είμαι ενήλικας».

«Ο πατέρας μου ήταν λογιστής. Δούλευε σκληρά στη βιομηχανία αεροσκαφών και ερχόταν σπίτι όλο και πιο σπάνια. Τελικά άφησε τη μητέρα μου όταν ήμουν δεκαπέντε».

«Το Godspell ήταν ένα καλό άλμα για μένα, μια καλή βιτρίνα».

«Ήμουν βοηθός σκηνής σε θέατρο ρεπερτορίου στο Καντέρμπουρι. Μικρός μισθός, αλλά αρκετός για να τα βγάλω πέρα. Έφτιαχνα σκηνικά, έμπαινα στη σκηνή, άλλαζα σκηνικά, κι εκεί κατάλαβα ότι το λάτρευα».

«Οι Αμερικανοί αγαπούν την ομοιομορφία με τρόπο που οι Βρετανοί δεν αγαπούν, ήθελαν όλοι να είναι στο ίδιο ύψος στη χορωδία, κι εγώ ήμουν τρεις ίντσες ψηλότερος από όλους στο τέλος της σειράς».

«Στα σχολικά χρόνια είχα ταξιδέψει αρκετά με την κιθάρα μου και ανακάλυψα ότι μπορούσα να ζήσω έτσι. Με υπνόσακο, πάντα έβρισκα κάπου να ξαπλώσω».

«Ένα ταξίδι στην ηπειρωτική χώρα ήταν μεγάλο γεγονός, γινόταν ίσως μία φορά τον χρόνο, τώρα μπορείς να περάσεις με ταχύπλοο σε επτά λεπτά, τότε ήταν μακριά»

«Το μυστικό της ζωής είναι το timing».