105 χρόνια Μελίνα Μερκούρη: Οι αξίες από τον παππού της & η άρνηση του «πολίτη δεύτερης κατηγορίας»

Ανθή Μιμηγιάννη
105 χρόνια Μελίνα Μερκούρη: Οι αξίες από τον παππού της & η άρνηση του «πολίτη δεύτερης κατηγορίας»

Σαν σήμερα, 18 Οκτωβρίου 1920, γεννήθηκε η Μερκούρη, η γυναίκα που ταύτισε το όνομά της με τον πολιτισμό και ένωσε το θέατρο με την πολιτική. Ο Κάλβος έγραψε ότι η ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη και η Μελίνα απέδειξε ότι για να σταθεί μια γυναίκα στον έρωτα, στη σκηνή, στην κοινωνία και στην εξουσία χρειάζονται όλα αυτά και ακόμη περισσότερα. Τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό της προφανώς και παραμένει παράδειγμα για όσους αρνούνται τον καθωσπρεπισμό και επιλέγουν να ζουν με τόλμη και αλήθεια.

Η αντίληψη ότι οι θεατρίνοι δεν πρέπει να θεωρούνται «πολίτες δεύτερης κατηγορίας». Από αυτή την πρόταση ξεκινάει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σκέψης που δεν αφορά μόνο τη ζωή μιας ηθοποιού, αλλά τη θέση της τέχνης και της πολιτικής στη σύγχρονη Ελλάδα. Γιατί αν υπήρξε κάποια από εκείνες τις προσωπικότητες που αμφισβήτησαν ανοιχτά την κατηγορία του «δεύτερου», που αντέστρεψαν τη ματιά και απέδειξαν ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι και πολίτης με ιδεολογία, τότε η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε σίγουρα μία από αυτές.

Η ιστορία της είναι γνωστή, όμως η ανάγνωσή της παραμένει ανοιχτή. Σαν πορτραίτο που αλλάζει μορφή ανάλογα με το φως, η Μελίνα υπήρξε ταυτόχρονα πολλά πρόσωπα: κόρη αστικής οικογένειας με πολιτική καταγωγή, ανυπότακτη έφηβη που κυνηγούσε τον έρωτα μέχρι τα όρια της αυτοκαταστροφής, πρωταγωνίστρια του διεθνούς σινεμά, γυναίκα του Ζυλ Ντασσέν που έκανε την Ευρώπη να μιλάει ελληνικά, πολιτικός που δεν χώρεσε ποτέ στη στεγνή έννοια του τεχνοκράτη, αγωνίστρια κατά της Χούντας, υπουργός που συνέδεσε τον πολιτισμό με το εθνικό όραμα. Όλα αυτά συνυπάρχουν όχι για να δημιουργήσουν μια αγιογραφία, αλλά για να αναδείξουν το παράδοξο μιας ζωής που δεν φοβήθηκε να είναι αντιφατική.

attr97n1xvre2plcqarhjxzkk4puxgky4yuxa2b4v44nbw.jpg

Η παιδική της ηλικία είχε ως άξονα τον παππού της, Σπύρο Μερκούρη, Δήμαρχο Αθηναίων, ο οποίος τη δίδαξε να αγαπά την Ελλάδα, να μη λογαριάζει το χρήμα, να είναι γενναία και να πιστεύει στη δικαιοσύνη

Δεν ήταν μόνο μαθήματα, ήταν ένα είδος ηθικού καταστατικού που τη συνόδευσε παντού. Μέσα στο σπίτι εκείνου έμαθε να μη φοβάται τους ανθρώπους, να ζει με τις πόρτες ανοιχτές, να βλέπει την Αθήνα όχι ως πόλη αλλά ως απόλυτη ιδέα. Ο πατέρας της, ωραίος αλλά απόντας, και η μητέρα της, που την προετοίμαζε να εκδικηθεί τους άντρες μέσω της γοητείας της, πρόσθεσαν στη διαμόρφωσή της δόσεις πικρίας και φιλοδοξίας. Από νωρίς φάνηκε ότι δεν θα ακολουθούσε την πειθαρχία, καθώς οι αποβολές και οι απουσίες στο σχολείο, η κατηγορία πως ήταν «αλήτης της Ομόνοιας» και η πρώτη ερωτική απογοήτευση που την οδήγησε να πέσει μπροστά σε αυτοκίνητο, σκιαγραφούν μια εφηβεία που δεν αναγνώριζε όρια.

Μελίνα Μερκούρη «Ο παππούς με έμαθε να αγαπώ την Ελλάδα, να μη λογαριάζω το χρήμα, να είμαι γενναία»

attvpejw7jelaybrjxq-swhj2lkbnpovw-f3s-htobv8.jpg

Από το θέατρο ξεκίνησε να χτίζει τον μύθο της

Το 1944 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή, ενώ πέντε χρόνια αργότερα καθιερώθηκε με το «Λεωφορείον ο Πόθος» στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Εκεί φάνηκε πως η παρουσία της δεν θα ήταν διακριτική αλλά εκρηκτική. Είχε φωνή με βραχνάδα, βλέμμα με ένταση, σώμα που δεν χωρούσε σε στερεότυπα. Οι ρόλοι της στη Μήδεια, στη Φαίδρα, στο Γλυκό πουλί της νιότης δεν ήταν μόνο υποκριτικά κατορθώματα, ήταν δηλώσεις ύπαρξης. Στο σινεμά η συνάντησή της με τον Ζυλ Ντασσέν την έφερε στο κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.

Η Στέλλα την έδειξε πρώτη φορά με φόντο το νεορεαλιστικό βλέμμα, το Ποτέ την Κυριακή την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο και της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες, ενώ το Τοπ Καπί έδειξε ότι μπορούσε να υπηρετήσει και την ελαφρά πλευρά του κινηματογράφου χωρίς να χάνει την ταυτότητά της. Δεν ήταν μια όμορφη γυναίκα που έπαιζε, ήταν η γυναίκα που μετέτρεπε την ερμηνεία σε προσωπική εξομολόγηση.

Η σχέση της με τον Ντασσέν δεν ήταν μόνο ερωτική ή επαγγελματική, ήταν πολιτική

Μαζί του δημιούργησε έργα, αλλά μαζί του βγήκε και στους δρόμους της Ευρώπης όταν ήρθε η Χούντα. Το 1967 βρέθηκε στο Παρίσι και δεν δίστασε να σηκώσει τη φωνή της. Το καθεστώς αντέδρασε αφαιρώντας της την ιθαγένεια και δημεύοντας την περιουσία της. Εκείνη όμως απάντησε με φράση που έμεινε ιστορική, πως γεννήθηκε Ελληνίδα και θα πεθάνει Ελληνίδα. Την εποχή εκείνη δέχτηκε απειλές, βόμβες, λογοκρισία, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί το διεθνές της προφίλ για να καταγγέλλει τη δικτατορία. Οι δίσκοι και οι ταινίες της απαγορεύτηκαν στην Ελλάδα, όμως η ίδια είχε ήδη μετατραπεί σε σύμβολο αντίστασης.

Η μεταπολίτευση την έφερε πίσω και εκείνη δεν έμεινε στη νοσταλγία

Εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, εξελέγη βουλευτής και σύντομα έγινε Υπουργός Πολιτισμού. Σε αυτή τη θέση άφησε το πιο ουσιαστικό αποτύπωμά της. Το όραμά της περιλάμβανε την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, την ίδρυση των ΔΗΠΕΘΕ, την ανάδειξη μνημείων, την εισαγωγή της θεατρικής αγωγής στα σχολεία, την ιδέα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης με πρώτη την Αθήνα το 1985. Δεν ήταν υπουργός που περιορίστηκε σε γραφειοκρατία, ήταν ηθοποιός που μετέτρεψε το υπουργείο σε σκηνή, όχι για επίδειξη, αλλά για να καταλάβουν οι πολίτες ότι ο πολιτισμός είναι υπόθεση συλλογική.

Η προσωπική της ζωή είχε εντάσεις, σχέσεις που σχολιάστηκαν, γάμους που έδωσαν ελευθερία, έρωτες που την καθόρισαν

Με τον Παναγή Χαροκόπο έζησε έναν γάμο με συμφωνία ανεξαρτησίας, με τον Ντασσέν έναν βίο που ήταν και έρωτας και πολιτική πράξη. Υπήρξαν και οι πιο σκοτεινές σελίδες: η κριτική για τη ζωή της στην Κατοχή, οι φήμες για σχέσεις με ανθρώπους που είχαν αμφιλεγόμενο ρόλο εκείνη την περίοδο, οι ιστορίες που την ακολούθησαν για τον τρόπο που κινήθηκε σε μια Αθήνα λιμοκτονούσα. Αυτά δεν διαγράφουν το έργο της, αλλά τοποθετούν τον μύθο της μέσα στην πραγματική συνθήκη μιας χώρας σε κρίση. Γιατί ο μύθος χωρίς τις σκιές του καταλήγει σε αφίσα και η Μελίνα ήταν κάτι πολύ περισσότερο.

Η Μελίνα έζησε με την αίσθηση ότι η Ελλάδα ήταν το απόλυτο

Η Αθήνα, ο Παρθενώνας, η δικαιοσύνη, το παραμύθι της ζωής. Αυτό την έκανε αγέρωχη, να μην υπολογίζει τα χρήματα, να ζει με πάθος, να πέφτει και να ξανασηκώνεται. Όταν αρρώστησε με καρκίνο του πνεύμονα, έδωσε και σε αυτόν τον αγώνα την ίδια λάμψη. Πέθανε το 1994 στη Νέα Υόρκη, αλλά η κηδεία της στην Αθήνα εξελίχθηκε σε εθνικό πένθος. Χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρο μιας γυναίκας που δεν ήταν πια ούτε ηθοποιός ούτε υπουργός ούτε σταρ, αλλά η προσωποποίηση μιας Ελλάδας που ήθελε να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη.

attphdix8cjaw6j3-fbemghlzhelh9jy9twghqidllhpny.jpg

Σήμερα, 105 χρόνια μετά, η Μελίνα επιστρέφει ως ερώτηση. Τι σημαίνει να έχεις γεννηθεί σε έναν τόπο και να τον κουβαλάς σαν ευθύνη και όχι σαν τίτλο. Τι σημαίνει να κάνεις την τέχνη τρόπο συμμετοχής στον κόσμο και την πολιτική πράξη δημιουργίας. Τι σημαίνει να μη μετράς τη ζωή με χρήμα αλλά με πάθος. Η ίδια τα έζησε χωρίς να κρύψει τις αντιφάσεις της και γι’ αυτό παραμένει ανοιχτή στο βλέμμα των επόμενων γενεών. Πράγματι, δεν υπάρχει έτοιμη απάντηση, υπάρχει μόνο η πρόκληση να σταθούμε με την ίδια τόλμη απέναντι στο παρόν μας.

105 χρόνια Μελίνα και 31 χωρίς Μερκουρη

Ο Κάλβος έγραψε ότι η ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη και η Μελίνα απέδειξε ότι μια γυναίκα που θέλει να σταθεί όρθια στον έρωτα, στη σκηνή, στην κοινωνία και στην εξουσία χρειάζεται όλα αυτά και ακόμη περισσότερα. Χρειάζεται το θράσος να μην υπολογίζει το κόστος, την αντοχή να σηκώνει το βάρος της κριτικής, την πίστη πως η Ελλάδα δεν είναι μια λέξη στον χάρτη αλλά μια αίσθηση ευθύνης και πάθους. Έτσι η δική της ελευθερία μετατράπηκε σε συλλογικό μέτρο, σε υπενθύμιση ότι η ζωή δεν κερδίζεται με συμβιβασμούς αλλά με αποφάσεις που δοκιμάζουν το θάρρος. Τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό της η Μελίνα Μερκούρη παραμένει παράδειγμα για όσους δεν βολεύονται στον καθωσπρεπισμό και για όσους θέλουν να ζουν με τόλμη και αλήθεια.

31 χρόνια από τον θάνατο της Μελίνας Μερκούρη: «Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα»