Γεννήθηκε Νίκος Καζαντζάκης και πέθανε σαν σήμερα Λεύτερος - Αποσπάσματα από την Ασκητική

Ανθή Μιμηγιάννη
Γεννήθηκε Νίκος Καζαντζάκης και πέθανε σαν σήμερα Λεύτερος - Αποσπάσματα από την Ασκητική

«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα», «Να ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση», «Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες», «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, (…) είμαι λεύτερος».

«Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα. (…)Είμαι λεύτερος». Πριν όλη αυτή η φιλοσοφία ζωής γίνει επιτύμβια επιγραφή, ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο, όταν ακόμα λεγόταν Χάνδακας, και το ημερολόγιο μοιραζόταν ανάμεσα στη 18η Φεβρουαρίου και στην 3η Μαρτίου του 1883. Κουβάλησε από νωρίς μέσα του εκείνο το ηφαιστειακό μείγμα Κρήτης και Ιστορίας που σπρώχνει έναν άνθρωπο να γίνει πολλά μαζί, χωρίς να προδώσει την ενότητα του εαυτού του. Υπήρξε συγγραφέας, ποιητής, θεατρικός και ταξιδιωτικός λόγιος, μεταφραστής και δημοσιογράφος, στοχαστής που φοίτησε στη Νομική των Αθηνών, μαθητεύοντας αργότερα στην παρισινή σκέψη του Ανρί Μπερξόν και συνομιλώντας πνευματικά με τον Νίτσε, τον Δάντη, τον Όμηρο και τους μεγάλους της Ευρώπης.

Παράλληλα έγραφε μεθοδικά και παθιασμένα ένα έργο που απλώνεται σε είδη και ήπειρους και επιμένει να επιστρέφει στον ίδιο πυρήνα. Δηλαδή στο χρέος του ανθρώπου να προχωρά μέσα στον κόσμο χωρίς εγγυήσεις και χωρίς θεσμικές παρηγοριές. Με καταγωγές πολλές αλλά με μοίρα μία. Από τα πρώτα του κείμενα ως το ώριμο σώμα γραφής υπάρχει μια αδιάκοπη άσκηση ύφους και ιδέας που κορυφώνεται στην Ασκητική με υπότιτλο Salvatores Dei, όπου οραματίζεται πέντε κύκλους ανόδου: Εγώ, Ανθρωπότητα, Γη, Σύμπαν, Θεός. Επιστρέφει τελικά στη Σιγή σαν καταφατική παύση. Όχι ως φυγή αλλά ως πλήρωση.

Την ίδια ώρα το πεζογραφικό του σύμπαν εκρήγνυται σε μεγάλες χειρονομίες, όπου η πράξη, η πίστη, η φιλία, η οδύνη και η γλώσσα μεταμορφώνονται σε σώμα. Στον Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά η πράξη γίνεται φιλοσοφία, το κρασί παίρνει μορφή ψυχής και η φιλία μετατρέπεται σε μεταφυσική νοηματοδότηση. Στον Χριστό ξανασταυρώνεται η πίστη περνά μέσα από την κοινότητα των ανθρώπων και σφυρηλατείται ξανά στην οδύνη και στη δικαιοσύνη, ενώ στον Τελευταίο Πειρασμό το θείο μεταμορφώνεται σε ανθρώπινη πιθανότητα και το ανθρώπινο αποκτά θεϊκή αντοχή, προκαλώντας συγκρούσεις με την Εκκλησία και αναταράξεις σε μια εποχή που φοβόταν τις μετατοπίσεις. Στον Καπετάν Μιχάλη η Κρήτη υψώνεται σε πρόσωπο και αίμα, σε κραυγή μνήμης και ελευθερίας. Και στην Οδύσσεια των 33.333 στίχων, ο Οδυσσέας σπάζει κάθε λιμάνι για να συνεχίσει το ταξίδι του, σαν να είναι η ίδια η γλώσσα καράβι χωρίς κατάρτι, προορισμένο να ταξιδεύει χωρίς άφιξη. Δίπλα σε αυτά στέκουν οι τεράστιες μεταφράσεις του, όπως η Θεία Κωμωδία, που την ανέβασε στα ελληνικά σαν να τη γεννούσε εκ νέου, και τα Ταξιδεύοντας, όπου οργανώνει τις εμπειρίες του από Ρωσία, Ισπανία, Ιαπωνία, Κίνα και τόσους άλλους τόπους σε μια γεωγραφία συνείδησης, ένα εργαστήριο αισθητικής, πολιτικής και ηθικής.

Όλα αυτά συνοδεύονται από δημόσιες ευθύνες και αξιώματα, αφού υπήρξε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και υποψήφιος για το Νόμπελ ξανά και ξανά, χωρίς αυτό να αλλάζει το αληθινό του διακύβευμα. Πάντα ο αγώνας της ψυχής μες στο χρόνο.

Η βιογραφία του διασταυρώνεται με φίλους και αντιλόγους και έρωτες και με μια αφοσίωση στην Ελένη που στάθηκε συνοδοιπόρος του

Με μια σχέση ζηλότυπη με τη γλώσσα, που την ήθελε πειθαρχημένη και άγρια μαζί. Με ταξίδια που έθρεφαν το βλέμμα και το βλέμμα που ανασχημάτιζε τα ταξίδια. Με μια μόνιμη επιστροφή στην Κρήτη ως μνήμη και ως σάρκα και ως σταθερό σημείο πυξίδας. Με μια δημόσια διαμάχη για τον αφορισμό που ποτέ δεν εκτελέστηκε αλλά σημάδεψε το πώς μια κοινωνία χειρίζεται τις φωνές που της κλονίζουν τη βεβαιότητα.

Και τέλος με έναν θάνατο στο Φράιμπουργκ στις 26 Οκτωβρίου του 1957 και μια επιτύμβια επιγραφή στην Τάπια Μαρτινέγκο του Ηρακλείου που καταγράφει σε τρεις κοφτές αναπνοές όλο του το κοσμοείδωλο. Έζησε σαν διαρκής ανάβαση και σαν διαρκής άσκηση να αντέξεις το ύψος όταν λείπουν τα κάγκελα.

Η ελευθερία ως άρνηση ελπίδας και φόβου δεν προσφέρεται ως σχήμα ρητορικό ούτε ως σκληροπυρηνικό σύνθημα που ξεθυμαίνει στην πρώτη δοκιμή, αλλά ως καθημερινή πειθαρχία να κλείνεις τα κρυφά συμβόλαια που σε δένουν με τις προσδοκίες και τις απειλές σου. Να αποσύρεις ευγενικά τη δόση παρηγοριάς που ζητάς από το μέλλον και τη δόση τρόμου που αποθηκεύεις για ώρα ανάγκης. Να αναλαμβάνεις αυτό που ονομάζεται παρόν χωρίς μαξιλάρια ασφαλείας και χωρίς κουπόνια εξόφλησης ματαίωσης. Γιατί η ελπίδα έχει το πρόσωπο μιας υπόσχεσης που σε κρατάει δεμένο σε κάτι που δεν υπάρχει ακόμα και σε απομακρύνει από το μόνο που υπάρχει, δηλαδή την πράξη. Ο φόβος έχει το πρόσωπο μιας σκιάς που στήνει μέσα σου προσομοιώσεις ήττας και έτσι στρεβλώνει το σώμα πριν καν δοκιμαστεί.

Η διπλή άρνηση δεν είναι άρνηση ζωής αλλά άρνηση εξαπάτησης

Μετατρέπει την απόφαση σε καθαρότητα και τη δουλειά σε δημιουργία και την ευθύνη σε τέχνη. Εδώ ακριβώς βρίσκει θέση η εποχή των βεβαιοτήτων μιας χρήσης, όπου κάθε άποψη πακετάρεται με φίλτρο επιβεβαίωσης και κάθε ανάγκη παραδίδεται σε εφαρμογές που υπόσχονται προγνωστικά συναισθήματος και κάθε φόβος εμπορεύεται ως περιεχόμενο που προσελκύει τα μάτια μας μέσα από ωραία γραφικά, παρότι η ζωή επιμένει να προχωράει με απείθαρχες καμπύλες και απροσδόκητους ήχους. Η άσκηση του να ζεις ελεύθερος σήμερα σημαίνει να λες ένα ευγενικό όχι στην ευκολία του wishful thinking και ένα νηφάλιο όχι στην απολυταρχία των ειδοποιήσεων. Να κρατάς τον χρόνο ανοιχτό σαν εργαστήριο και τη γλώσσα έμπιστη σαν εργαλείο και το σώμα συνεργό που αντέχει και νικάει, όχι επειδή κάποιος το υποσχέθηκε αλλά επειδή το διάλεξες και το τίμησες.

Τι σημαίνει να ζεις χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο το 2025

Να αντικρίζεις την οθόνη σου ως παράθυρο και όχι ως μάνταλο και να αφήνεις τον αλγόριθμο να προτείνει χωρίς να του παραδίδεις την κυριότητα της επιθυμίας σου και να μαθαίνεις να κλείνεις τις εφαρμογές με την ίδια ευκολία που ανοίγεις ένα βιβλίο και να γυμνάζεις το βλέμμα να διακρίνει την πληροφορία από το στρες που τη συνοδεύει.

Να δουλεύεις σαν να μην υπάρχει ακροατήριο και να παρουσιάζεις σαν να σε κρίνει το αυστηρότερο κομμάτι του εαυτού σου και να μετράς την αξία του έργου στην κλίμακα της ακρίβειας και της γενναιοδωρίας και όχι στην κλίμακα των αντιδράσεων που συλλέγουν οι πλατφόρμες.

Να αγαπάς χωρίς την εισφορά ασφαλείας της βεβαιότητας και χωρίς την ομηρία της κτητικότητας και να επιλέγεις καθημερινά τον άλλον, όχι επειδή σου το υπόσχεται ένα αύριο αλλά επειδή αυτό το σήμερα αξίζει τη σπατάλη.

Να μεγαλώνεις παιδί ή να φροντίζεις γονιό χωρίς το υπονοούμενο της θυσίας ως επιταγής και με το ανοιχτό στόμα του θαυμασμού για όσα αλλάζουν μέσα σου, επειδή αυτός ο δεσμός σε ανασχηματίζει χωρίς να χρειαστείς έπαινο για την αντοχή σου.

Να πενθείς χωρίς σκηνοθεσία και χωρίς χρέη προς την εικόνα που περιμένουν οι άλλοι από εσένα και να επιτρέπεις στον χρόνο να κάνει τη δουλειά του, ενώ εσύ δεν εκβιάζεις την ίαση με διασκεδαστικά υποκατάστατα.

Να συμμετέχεις στα κοινά με υπομονή τεχνίτη και φαντασία ποιητή και να θυμάσαι ότι η δημοκρατία αναπνέει στο οξυγόνο της διαφωνίας και πεθαίνει στο διοξείδιο της βεβαιότητας. Οι λέξεις σου αξίζουν όταν συνοδεύονται από πράξεις.

Να φροντίζεις το σώμα σαν εργαλείο εργαστηρίου και όχι σαν αντικείμενο έκθεσης και να μετράς την υγεία σε ώρες ύπνου, κίνηση, νερό, ηρεμία και όχι σε εικόνες που ξεπλένουν την ενοχή με υποσχέσεις άμεσης μεταμόρφωσης.

Να εξασκείς την προσοχή σαν μουσικός που μελετάει κλίμακες και να επιτρέπεις στο μυαλό να συγκεντρώνεται σε μία δουλειά, όσο η εποχή παρεμβάλλει θόρυβο, και να θυμάσαι ότι η ποιότητα θέλει χρόνο και ο χρόνος χρειάζεται απόφαση.

Να αποδέχεσαι την αβεβαιότητα σαν φυσική συνθήκη και να κλείνεις τις συμφωνίες σου με το τυχαίο, χωρίς να θεοποιείς το ρίσκο και χωρίς να ναρκώνεις την επιθυμία για έλεγχο, αλλά να τη μορφώνεις σε ευελιξία.

Να λες ευχαριστώ και συγγνώμη χωρίς τελετουργικά ενοχής και να ψηλαφείς το ανάμεσα των ανθρώπων ως τόπο όπου η αλήθεια γεννιέται από την τριβή και όχι από την επίδειξη ηθικής και να κάνεις χώρο για την ασυνέπεια που κουβαλάμε όλοι, όταν μαθαίνουμε.

Η Ασκητική σε προετοιμάζει για μια τέτοια ζωή, διότι επαναδιατυπώνει την ευθύνη ως δημιουργία και όχι ως ποινή

Μετατοπίζει τη συνείδηση από την κατανάλωση βεβαιοτήτων στη διακινδύνευση της πράξης. Σε βάζει να περπατήσεις τους πέντε κύκλους που στηρίζουν έναν άνθρωπο: Εγώ, Ανθρωπότητα, Γη, Σύμπαν, Θεός, με τρόπο που δεν ζητά θεαματικές δηλώσεις αλλά καθημερινές συναινέσεις με το πιο ανθεκτικό κομμάτι σου.

Όταν φτάνεις στη Σιγή δεν παραιτείσαι αλλά ακούς εκείνο το χαμηλό ρεύμα που τροφοδοτεί την επιθυμία χωρίς να την εκβιάζει.

Τότε καταλαβαίνεις ότι ο ποιητής της πράξης δεν σου ζήτησε να αρνηθείς τη ζωή αλλά να αρνηθείς την αυτοαπάτη. Να μείνεις μέσα στο ανοιχτό πεδίο όπου οι λέξεις υπηρετούν το έργο και το έργο υπηρετεί την αλήθεια. Και η αλήθεια δεν ζητάει χειροκρότημα αλλά επιμονή.

Σε αυτό το πεδίο συναντάς μια μορφή ελευθερίας που δεν διαπραγματεύεται με προθεσμίες, γιατί δεν χρειάζεται επιταγές ελπίδας ούτε συμβόλαια φόβου. Απαιτεί να προσέρχεσαι με καθαρά χέρια και καθαρό βλέμμα και με το θάρρος να χτίζεις χωρίς να σου υπόσχονται πως θα ολοκληρώσεις και με την απλότητα να συνεχίζεις όταν κάτι ραγίζει και με τη σοφία να ξέρεις πως η ζωή δεν χρωστάει αλλά ανταποδίδει σε όσους τη σέβονται. Με εργασία, με αγάπη, με ευγένεια, με τόλμη.

img8391.jpg

Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος.

Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική (απόσπασμα)

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

[...]

Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τί νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.

Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο — θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.

Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!

Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ· ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»

ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
ΤΕΛΟΣ

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. Salvatores Dei, χ.ε.ο., Αθήνα 1962, σ. 9-10 & 91-95]

Αποφθέγματα

Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος.

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.

Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.

Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.

Ζούμε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι, το ενδιάμεσο φωτεινό σημείο το λέμε ζωή.

Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.

Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!

Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα.

Να ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή.

Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!

Σα να ‘ναι όλη η ζωή ετούτη τ’ ορατό αιώνιο κυνήγι ενός αόρατου Γαμπρού, που κυνηγάει από κορμί σε κορμί την αιωνιότητα, την αδάμαστη Νύφη.

Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες.