Όχι, μια γυναίκα δεν «οφείλει» να γεννήσει το παιδί του βιαστή της - Η ευθύνη του δημόσιου λόγου

Ανθή Μιμηγιάννη
Όχι, μια γυναίκα δεν «οφείλει» να γεννήσει το παιδί του βιαστή της - Η ευθύνη του δημόσιου λόγου

Το «Και να με βί@ζαν εγώ θα το κρατούσα» το ακούνε γυναίκες που έχουν βιώσει αυτό το φρικτό τραύμα και αυτό δεν είναι καθόλου εντάξει. 

Σε μια εποχή όπου οι απόψεις διαχέονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και η δημόσια σφαίρα έχει μεταφερθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο, η ευθύνη του δημόσιου λόγου είναι πιο σημαντική από ποτέ. Όταν μια προσωπικότητα με δημόσιο βήμα εκφράζει απόψεις που αφορούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, οφείλει να το κάνει με σεβασμό στη δημοκρατία, την ατομική ελευθερία και την πολυπλοκότητα των ζητημάτων.

«Είναι δυνατόν να γίνει ποτέ ο φόνος δικαίωμα ή γίνει νόμος; Παλιά, με είχε ρωτήσει η Ελεονώρα αν θα κρατούσα το παιδί ενός βιασμού και είπα ναι. Ότι και να με βίαζαν εγώ θα το κρατούσα και το ίδιο θα σου πω και τώρα. Ανέκαθεν ήταν αυτά τα πιστεύω μου και μακάρι να μη το ξανακάνει καμία γυναίκα. Το λέω με ανθρώπινο πόνο. Δεν το κατακρίνω», τάδε έφη στην εκπομπή The2night Show η Ειρήνη Μερκούρη.

Υπόθεση Λεύκοβιτς: Βίαζε την κόρη του, καταδικάστηκε σε 18 χρόνια κάθειρξη και δε μπήκε ποτέ φυλακή

Η ευθύνη του δημόσιου λόγου και τα όρια της ρητορικής

Οι δηλώσεις της τραγουδίστριας το βράδυ της Τρίτης (11/3) -τρεις ημέρες μετά την Ημέρα της Γυναίκας, δεν ήταν απλώς μια προσωπική άποψη αλλά λεγόμενα που εγείρουν σοβαρά ηθικά ζητήματα και ανοίγουν έναν επικίνδυνο δρόμο: την κανονικοποίηση μιας ρητορικής που υπονομεύει τα δικαιώματα των γυναικών και την αυτοδιάθεση του σώματός τους. Ιδιαίτερο προβληματισμό προκάλεσε η τοποθέτησή της ότι μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα βιασμού οφείλει να κρατήσει την εγκυμοσύνη, λες και το σώμα της είναι ένα απλό μέσο αναπαραγωγής, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα απόφασης πάνω σε αυτό αναπαράγοντας έτσι δευτερογενή βιασμό σε κάτι που δεν επέλεξε ποτέ και αποτελεί από μόνο του εγκληματική πράξη.

Γιατί γίνονται έξω από το θέατρο τέτοιες ερωτήσεις; Το θέμα με τις δηλώσεις Παπαθωμά είναι βαθύτερο

Ο δημόσιος λόγος δεν είναι ακίνδυνος

Υπάρχει μια ριζικά εσφαλμένη πεποίθηση ότι η ελευθερία της έκφρασης σημαίνει ότι μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε χωρίς καμία ευθύνη. Όμως, η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι μια απόλυτη και αδέσμευτη αρχή. Όταν κάποιος με δημόσιο λόγο υιοθετεί μια ρητορική που πλήττει τις ελευθερίες άλλων ανθρώπων, τότε η ελευθερία του λόγου του μετατρέπεται σε εργαλείο καταπίεσης.

Όταν ακούμε δηλώσεις που απαιτούν από μια γυναίκα που έχει βιαστεί να συνεχίσει μια εγκυμοσύνη, δεν μιλάμε για απλή έκφραση γνώμης. Μιλάμε για μια βαθιά απάνθρωπη και μισογυνική προσέγγιση που αγνοεί πλήρως την ψυχολογική, σωματική και κοινωνική διάσταση της έμφυλης βίας. Ο βιασμός είναι ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος, και το να του αφαιρείται η επιλογή του τι θα κάνει με το σώμα του στη συνέχεια είναι η επιτομή της δευτερογενούς θυματοποίησης.

Το ηθικό ζήτημα και η πολιτική διάσταση

Η συζήτηση γύρω από τις αμβλώσεις δεν είναι απλώς μια ηθική συζήτηση αλλά πρωτίστως μια πολιτική συζήτηση. Το δικαίωμα στην άμβλωση είναι ένα κεκτημένο δικαίωμα που σχετίζεται με την αυτοδιάθεση του σώματος, την αναπαραγωγική υγεία και την ισότητα των φύλων. Όταν τίθεται υπό αμφισβήτηση, δεν επηρεάζει απλώς τις απόψεις μιας κοινωνίας –ανοίγει τον δρόμο για την αποδόμηση θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η ιστορία μάς έχει δείξει ότι σε κοινωνίες όπου οι αμβλώσεις απαγορεύονται ή περιορίζονται αυστηρά, οι γυναίκες δεν σταματούν να τις κάνουν, απλώς καταφεύγουν σε παράνομους και επικίνδυνους τρόπους, θέτοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο. Αυτός είναι ο λόγος που η συζήτηση δεν μπορεί να μένει στο επίπεδο του «τι θεωρώ σωστό ή λάθος», αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές επιπτώσεις τέτοιων δηλώσεων. Ειδικά όταν αυτές αφορούν κορίτσια και γυναίκες που έχουν ήδη υποστεί το τραύμα του βιασμού, το να τους αφαιρείται κάθε επιλογή δεν είναι μόνο απάνθρωπο –είναι βασανιστήριο.

Η δύναμη των λέξεων και οι επιπτώσεις τους

Το να έχει κάποιος δημόσιο βήμα δεν είναι προνόμιο χωρίς υποχρεώσεις. Είναι μια θέση που απαιτεί υπευθυνότητα, καθώς οι λέξεις μπορούν να ενισχύσουν ή να καταρρίψουν προκαταλήψεις, να ενδυναμώσουν ή να αποδυναμώσουν ανθρώπους, να προστατεύσουν ή να εκθέσουν σε κίνδυνο.

Όταν μια δημόσια προσωπικότητα εκφράζει ακραίες απόψεις σχετικά με δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί μέσα από αγώνες δεκαετιών, δεν μιλάμε για μια απλή «άποψη». Μιλάμε για μια επικίνδυνη παρέμβαση στη δημόσια σφαίρα, που μπορεί να ενισχύσει στιγματισμούς, να δώσει άλλοθι σε πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που επιδιώκουν τον περιορισμό δικαιωμάτων και να πυροδοτήσει ένα κύμα συντηρητισμού που πλήττει τους πιο ευάλωτους, όπως τα θύματα βιασμού.

Ο δημόσιος λόγος δεν μπορεί να είναι ανέμελος, αδέσμευτος και αδιάφορος για τις κοινωνικές του επιπτώσεις

Ειδικά όταν αγγίζει ζητήματα όπως οι αμβλώσεις, που αφορούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα, απαιτείται σοβαρότητα, γνώση και σεβασμός στη διαφορετικότητα. Δεν μπορεί να χωρέσει ελαφρότητα σε συζητήσεις για θέματα που καθορίζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η ελευθερία του λόγου είναι ιερή, αλλά δεν μπορεί να μετατρέπεται σε όχημα σκοταδιστικών, καταπιεστικών ή απάνθρωπων θέσεων. Οι λέξεις έχουν δύναμη –και όσοι τις χρησιμοποιούν δημόσια, έχουν την ευθύνη να τις χρησιμοποιούν με προσοχή, σεβασμό και συναίσθηση του βάρους τους.

Ναι. Η δήλωση της Ειρήνης Μερκούρη δεν είναι απλώς λανθασμένη αλλά επικίνδυνη. Και οφείλουμε να θυμόμαστε ότι κάθε φορά που δίνουμε βήμα δημόσια σε τέτοιες φωνές, αφήνουμε χώρο για τη σταδιακή αποδόμηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προφανώς και ο διάλογος είναι απαραίτητος, και ο καθένας έχει την άποψή του, αλλά οι ανθρώπινες ζωές δεν είναι πεδίο για ρητορικές ακροβασίες.