Στο Σύνταγμα απεργία πείνας, στα media τα γλυκά του Μπισμπίκη είναι θέμα-20 μέρες σιωπής & 7 ντροπής

Ανθή Μιμηγιάννη
Στο Σύνταγμα απεργία πείνας, στα media τα γλυκά του Μπισμπίκη είναι θέμα-20 μέρες σιωπής & 7 ντροπής

Ο Βασίλης Μπισμπίκης βρέθηκε σε μια δίνη όπου ένα τροχαίο και κάποιες συμπεριφορές μετατράπηκαν σε υστερική υπερπροβολή, λες και τα μέσα έψαχναν νέο στόχο μετά τον Μαζωνάκη. Δεν μιλάμε για επισήμανση του σωστού, αλλά για «πυροβολισμό», για τη μετατροπή ενός γνωστού προσώπου σε αποδέκτη των συλλογικών μας νεύρων. Και την ίδια στιγμή, πολλοί ένιωσαν εκείνη την ετεροντροπή που σε πνίγει. Να βλέπεις τα γλυκά του ηθοποιού πρώτο θέμα, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω ένας πατέρας λιμοκτονεί είκοσι μέρες για δικαιοσύνη. Σαν να είχε μεγαλύτερη αξία η κάμερα στραμμένη στον διάσημο που έκανε το λάθος, από την κάμερα στραμμένη στα λάθη που στοίχισαν ζωές και σε εκείνον τον ΠΑΤΕΡΑ που αργοσβήνει για τη δικαίωση της ψυχής του παιδιού του.

Η ίδια εβδομάδα μπορεί να χωρέσει ολόκληρη την παράνοια μιας κοινωνίας που έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Από τη μια πλευρά, το αδιάκοπο θέαμα γύρω από έναν διάσημο ηθοποιό, τον Βασίλη Μπισμπίκη, που έγινε πρώτο θέμα για κάθε «κούπα» ή όχι που ήπιε, κάθε δήλωση, κάθε λάθος, κάθε αδέξια χειρονομία. Από την άλλη, ένας πατέρας, ο Πάνος Ρούτσι, που μετρά είκοσι μέρες απεργίας πείνας στο Σύνταγμα, δίπλα από το Κοινοβούλιο, ζητώντας το πιο ανθρώπινο και συνάμα το πιο αδιανόητο: δικαιοσύνη για τον νεκρό γιο του, τον Ντένις, θύμα της ανείπωτης τραγωδίας στα Τέμπη. Δύο παράλληλες πραγματικότητες που συμβαίνουν στον ίδιο τόπο και χρόνο, αλλά δεν έχουν καμία σχέση στον τρόπο που φωτίζονται.

Ο ένας αναγορεύεται σε εθνικό θέαμα, ο άλλος παραμένει …θαμμένος στη σιωπή. Και αυτή η ανισορροπία δεν είναι τυχαία αλλά το πιο ειλικρινές μέτρο της συλλογικής μας παρακμής.

Ο Μπισμπίκης βρέθηκε μέσα σε μια δίνη όπου ένα τροχαίο -ευτυχώς χωρίς θύματα, έχει σημασία προφανώς να το τονίζουμε, και κάποιες συμπεριφορές έγιναν αφορμή για μια υπερβολική, σχεδόν εμμονική προβολή.

Ήταν λες και τα μέσα έψαχναν έναν καινούριο στόχο μετά τον Μαζωνάκη, έναν αποδιοπομπαίο τράγο που θα γεμίσει ώρες τηλεοπτικού χρόνου και άρθρα κουτσομπολιού στα sites. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι το λάθος δεν πρέπει να επισημανθεί. Αλλά εδώ δεν μιλάμε για επισημάνσεις, μιλάμε για ανελέητο πυροβολισμό. Ένας άνθρωπος που τυχαίνει να είναι ευρέως γνωστός αντιμετωπίστηκε σαν να κουβαλάει ολόκληρο το βάρος των κοινωνικών μας νεύρων. Σαν να έπρεπε να εξιλεωθεί δημόσια για λογαριασμό όλων μας. Και το χειρότερο είναι πως αυτό δεν συνέβη επειδή η πράξη του ήταν τόσο βαρυσήμαντη, αλλά επειδή το πρόσωπό του ήταν ήδη γνωστό. Αν ήταν κάποιος μη διάσημος, το γεγονός θα χανόταν στη ροή των ειδήσεων. Θα ήταν η κακιά η ώρα. Η δημοσιότητα, ομως, είναι ο μεγεθυντικός φακός της νοοτροπίας μας. Κάνει τεράστιο αυτό που ήδη ξέρουμε και εξαφανίζει αυτό που θα έπρεπε να μάθουμε.

Η σκηνή με τα γλυκά κατέληξε να μοιάζει με καρικατούρα

Όχι επειδή ένας άνθρωπος θέλησε να ζητήσει συγνώμη, αλλά επειδή εμείς, ως κοινό και ως μέσα, το μετατρέψαμε σε παράσταση. Ένα κουτί γλυκά έγινε αστείο για το αν ήταν …μπαγιάτικα (άκουσον-άκουσον), αν ήταν αρκετά, αν ήταν ακριβά, αν ήταν ειλικρινά ή αν ήταν υποκριτικά. Δεν φταίει ο ηθοποιός που μια αυθόρμητη χειρονομία έγινε αντικείμενο εθνικής ψυχανάλυσης. Φταίει το περιβάλλον που διψά για σύμβολα και τα φουσκώνει μέχρι να γεμίσουν οθόνες και πρωτοσέλιδα. Το γλυκό προφανώς και έγινε καθρέφτης της ρηχότητας της δημόσιας σφαίρας. Τι εννοείς;

Η παρουσία του Μπισμπίκη στο Σύνταγμα δεν ήταν το θέμα

Η πλατεία Συντάγματος, αυτές τις μέρες φιλοξενεί το πιο σκληρό γεγονός. Έναν πατέρα που μετράει είκοσι μέρες απεργίας πείνας μπροστά στη Βουλή, αποφασισμένος να λιώσει το ίδιο του το σώμα για να ακουστεί η αλήθεια για το παιδί του. Αυτή θα έπρεπε να είναι η μόνη μας είδηση, το μοναδικό πλάνο που παίζει ξανά και ξανά.

Κι όμως, ακόμη και εκεί, στο κέντρο μιας τραγωδίας που μας εκθέτει όλους, βρήκαμε τρόπο να γυρίσουμε την κάμερα αλλού. Στην παρουσία ενός διάσημου ηθοποιού, που βρέθηκε στο πλευρό του Ρούτσι. Και ναι, ο Μπισμπίκης πήγε γιατί είναι αυτός ο άνθρωπος που θα νοιαστεί για τον διπλανό του. Δεν ήταν φιγούρα που έκανε επικοινωνιακό σόου- όσο κι αν την έχουμε συνηθίσει επειδή «μας κατάλαβαν» και μας βούτηξαν σε αυτή. Είναι γνωστό πως έχει σταθεί κι άλλες φορές δίπλα στο δίκαιο, ότι δεν φοβάται να ταυτιστεί με αγώνες που δεν «πουλάνε». Το πρόβλημα δεν είναι η δική του πράξη. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς, ως κοινό, ως μέσα, ως κοινωνία, θελήσαμε να κάνουμε αυτήν την παρουσία το γεγονός. Σαν να είχε μεγαλύτερη αξία η κάμερα στραμμένη στον διάσημο από την κάμερα στραμμένη στον πατέρα που πεθαίνει μπροστά μας. Η παρουσία του Μπισμπίκη στο Σύνταγμα δεν έπρεπε ποτέ να γίνει το θέμα. Το θέμα είναι ο Πάνος Ρούτσι, η 20η μέρα πείνας, η κραυγή για δικαιοσύνη.

Επαναλαμβάνουμε: Ο Πάνος Ρούτσι έχει φτάσει στην 20η μέρα απεργίας πείνας

Είκοσι μέρες χωρίς τροφή σημαίνει φθορά στα όργανα, σημαίνει πόνο, σημαίνει ιατρικό κίνδυνο. Και όλα αυτά για ένα αίτημα που σε μια κανονική χώρα θα έπρεπε να έχει εξεταστεί με απόλυτη σοβαρότητα. Ο Ρούτσι ζητά εκταφή της σορού του γιου του, ζητά να μάθει την αλήθεια για τον θάνατό του όχι μόνο με τεστ DNA αλλά και με τοξικολογικές εξετάσεις. Δεν είναι ζήτημα εμμονής. Είναι το στοιχειώδες δικαίωμα ενός γονιού που δεν αντέχει να ζει με την αμφιβολία. Που απαιτεί δικαίωση. Και η Πολιτεία, αντί να σκύψει με σεβασμό πάνω από το αίτημα, υψώνει τείχη, καθυστερήσεις, αρνήσεις. Το σώμα του πατέρα γίνεται όπλο, γιατί όλα τα άλλα όπλα του έχουν αφαιρεθεί.

Κι όμως, αυτή η εικόνα, ενός άντρα που λιώνει μέρα με τη μέρα μπροστά στη Βουλή, δεν έγινε ποτέ πρώτο θέμα τόση ώρα. Δεν έγινε πάνελ. Δεν έγινε «θέμα ημέρας». Το πολύ να βρήκε μερικά λεπτά, με εξαιρέσεις βέβαια ευτυχώς, με τον τόνο του ρεπορτάζ να είναι πιο τυπικός παρά συγκλονισμένος. Η κάμερα δεν αγαπά την απεργία πείνας. Δεν πουλάει, δεν ψυχαγωγεί, δεν γεμίζει στήλες σχολιασμού. Η κάμερα αγαπά τον διάσημο που παραπατά. Και αυτό είναι η ντροπή μας. Γιατί ορίζουμε το τι είναι σημαντικό όχι με βάση το βάρος της πράξης αλλά με βάση το βάρος του ονόματος.

Υπάρχουν και εκείνοι που ένιωσαν ετεροντροπή

Μια παράξενη ντροπή που δεν είναι ακριβώς δική μας, αλλά ξέρουμε ότι μας αγγίζει. Ντρεπόμαστε να βλέπουμε τα γλυκά του Μπισμπίκη πρώτο θέμα την ώρα που ένας πατέρας λιμοκτονεί για δικαιοσύνη. Ντρεπόμαστε που μάθαμε να κοιτάμε εκεί που μας δείχνει η κάμερα και όχι εκεί που πρέπει. Και αυτή η ντροπή, όσο κι αν την κρύβουμε, είναι η μόνη απόδειξη ότι μέσα μας ξέρουμε την αλήθεια. Ότι η κλίμακα των αξιών μας έχει διαλυθεί.

Η υποκρισία ξεδιπλώθηκε απροκάλυπτα. Όλοι έσπευσαν να σχολιάσουν τον ηθοποιό, να τον κρίνουν, να τον χλευάσουν, να τον δικάσουν. Σαν να ήταν το κέντρο του κόσμου. Και σχεδόν κανείς δεν αφιέρωσε την ίδια ενέργεια στον Ρούτσι. Αυτό είναι το πιο σκληρό μάθημα αυτής της εβδομάδας. Ότι ίσως ζούμε σε μια κοινωνία όπου η δημοσιότητα έχει μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη ζωή. Κι αν αυτό ακούγεται ακραίο, ας σκεφτούμε τι πραγματικά συζητήθηκε όλη την εβδομάδα, τι κυριάρχησε στις οθόνες μας, τι κάναμε εμείς οι ίδιοι scroll και share.

Η δύναμη του βλέμματος είναι αμείλικτη

Αυτό που κοιτάζουμε αποκτά υπόσταση. Αυτό που αγνοούμε πεθαίνει στο σκοτάδι. Ο μεγεθυντικός φακός δεν είναι μόνο τα ΜΜΕ, είμαστε κι εμείς. Εμείς αποφασίζουμε ποια είδηση θα κάνουμε τεράστια και ποια θα αφήσουμε να σβήσει. Και αυτή η επιλογή λέει περισσότερα για εμάς από όσο θα θέλαμε να παραδεχτούμε.

Από τον αυτοσχέδιο επικοινωνιακό θίασο στο δράμα ενός ανθρώπου που έχει απομείνει με μόνη φωνή το ίδιο του το σώμα. Δεν είναι εύκολο. Οχι, δεν είναι! Γιατί έχουμε μάθει να τρεφόμαστε με το φτηνό και να φοβόμαστε το αληθινό. Αλλά αν υπάρχει ακόμα ελπίδα για αυτή την κοινωνία, θα κριθεί από το αν μπορούμε να στρέψουμε το βλέμμα μας στην αλήθεια. Για παράδειγμα, στην 20η μέρα απεργίας πείνας ενός πατέρα στο Σύνταγμα.

Δηλαδή, έλεος!