Το κιτς Pink Ball του Λονδίνου και το δείπνο πολυτελείας ανάμεσα στα Μάρμαρα του Παρθενώνα

Ανθή Μιμηγιάννη
Το κιτς Pink Ball του Λονδίνου και το δείπνο πολυτελείας ανάμεσα στα Μάρμαρα του Παρθενώνα

Από την πασαρέλα του Erdem το 2024 μέχρι το Pink Ball του 2025, ξετυλίγεται ένα μοτίβο που δεν αφήνει περιθώρια αθωότητας. Το Βρετανικό Μουσείο δεν αντιμετωπίζει τα Γλυπτά ως πολιτιστική ευθύνη αλλά ως εργαλείο marketing, βαφτίζοντας δείπνα με εισιτήρια δύο χιλιάδων λιρών ως «Met Gala» και μετατρέποντας τον Παρθενώνα σε σκηνικό ισχύος. Κιτς δεν είναι πια ζήτημα αισθητικής κατωτερότητας, είναι η βεβήλωση του μέτρου, η στιγμή που το ιερό μετατρέπεται σε ντεκόρ, που το μνημείο χάνει την αλήθεια του και γίνεται αξεσουάρ προβολής. Η ειρωνεία είναι ότι το μουσείο, αρνούμενο να επιστρέψει τα Γλυπτά, επέλεξε να στήσει ένα φαντασιακό θέαμα πληρότητας, ένα simulacrum ενότητας αντί για την αληθινή ενότητα.

Η ιστορία θα μπορούσε να είναι φάρσα αν δεν ήταν τόσο σοβαρή. Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025, στην καρδιά του Λονδίνου, στο Βρετανικό Μουσείο, στήθηκε μια τελετή αυτοθαυμασμού ανάμεσα σε θραύσματα που κουβαλούν τη μνήμη του Παρθενώνα. Οι κάμερες ήταν εκεί για να καλύψουν το κενό του σεβασμού με το θέαμα της ισχύος. Η βραδιά βαφτίστηκε Pink Ball, προωθήθηκε ως το δικό τους Met Gala, με εισιτήρια που έφταναν τις δύο χιλιάδες λίρες το άτομο.

https://www.instagram.com/p/DP_ZV26DK-Y

Στο κέντρο του κάδρου, όμως, όχι πίνακες με glitter ή installations νέων καλλιτεχνών, αλλά τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Ο χώρος όπου συντηρούνται όσα κομμάτια αποκόπηκαν από τον ναό της Αθηνάς μετατράπηκε σε σκηνικό status και φιλανθρωπίας.

Το Υπουργείο Πολιτισμού στην Αθήνα αντέδρασε ακαριαία. Η Λίνα Μενδώνη μίλησε για προσβολή, για κίνδυνο στα ίδια τα μάρμαρα, για αδιαφορία. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Θυμόμαστε τον οίκο μόδας Erdem που το 2024 είχε στήσει πασαρέλα στο ίδιο σημείο. Τώρα ήρθε η συνέχεια, πιο θεαματική, πιο προκλητική. Το Βρετανικό Μουσείο επιμένει να βλέπει την αίθουσα των Γλυπτών όχι ως ιερό χώρο διαφύλαξης μνημείων, αλλά ως venue, ως πολυτελές σαλόνι που μπορεί να φιλοξενήσει το δικό του «Met Gala made in Bloomsbury». Ή αλλιώς τα μάρμαρα μετατρέπονται από μαρτυρίες ιστορίας σε ντεκόρ.

Το χρονικό μιας βραδιάς που δεν ήταν απλή βραδιά

Ανακοίνωση στις αρχές Οκτωβρίου: «γιορτή διεθνών συνεργασιών, fundraiser, μια βραδιά που θα ενώσει Λονδίνο και Ινδία», αυτό ήταν το αφήγημα του διευθυντή Nicholas Cullinan. Το κόστος του εισιτηρίου έφτανε τις δύο χιλιάδες λίρες, τα τραπέζια sold out, το πρόγραμμα εμπνευσμένο από την έκθεση Ancient India: Living traditions. Το κόνσεπτ της βραδιάς ήταν ινδικό, η σκηνογραφία ροζ, τα πρόσωπα πολιτικά και κοινωνικά βαριά: πρώην πρωθυπουργός Rishi Sunak, δήμαρχος Λονδίνου Sadiq Khan, συλλέκτες, φιλάνθρωποι, αστέρες της τέχνης. Περίπου 900 άνθρωποι, ανάμεσα σε μετόπες που φέρουν ακόμα τα ίχνη της φωτιάς και των αιώνων, έφαγαν το δείπνο τους. Κάποιοι διαδηλωτές προσπάθησαν να εισβάλουν, μιλώντας για υποκρισία, για greenwashing, για το νέο άλλοθι του ιδρύματος. Οι εικόνες βγήκαν στα social media σαν αναπαραγωγή μιας παλιάς ιστορίας, μόνο που αυτή τη φορά το soundtrack ήταν οι ήχοι ενός dinner party.

Η Ελλάδα καταδίκασε, το γεγονός έγινε τεράστιο θέμα, μα το ζήτημα δεν είναι πια μόνο το ρεπορτάζ. Είναι το νόημα πίσω από την εικόνα.

«Ακουμπούσαν τα ποτήρια τους με τα κρασιά πάνω στα μάρμαρα»

Η σκηνοθεσία μιας ψευδαίσθησης

Οι καλεσμένοι, καθισμένοι στα τραπέζια, είδαν γύρω τους ένα σκηνικό που μοιάζει ολοκληρωμένο. Τα γλυπτά παρατάσσονται στις αίθουσες της Duveen σαν τμήματα μιας ενότητας. Για τον αμύητο επισκέπτη, φαίνεται πως «όλα είναι εδώ». Ο διαμελισμός δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, μόνο όποιος γνωρίζει ξέρει ότι η συνέχεια λείπει, ότι το άλλο μισό βρίσκεται στην Αθήνα, στο Μουσείο της Ακρόπολης, και περιμένει τη στιγμή της πραγματικής επανένωσης.

Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο στοιχείο της βραδιάς. Πως δεν ήταν ένα απλό δείπνο αλλά mise en scène, μια σκηνοθετημένη ψευδαίσθηση ενότητας. Όταν οι καλεσμένοι κοιτούν γύρω και βλέπουν μάρμαρα παντού, νιώθουν ότι βλέπουν το σύνολο. Στην πραγματικότητα, όμως, ζουν μέσα σε ένα ψέμα, σε μια επιμελημένη εικόνα που καλύπτει την πληγή. Η ειρωνεία είναι ότι το μουσείο, αρνούμενο να επιστρέψει τα Γλυπτά, επέλεξε να τα χρησιμοποιήσει για να παράξει ένα φαντασιακό θέαμα πληρότητας. Το simulacrum της ενότητας αντί για την αληθινή ενότητα.

Από την ιερότητα στο κιτς

Ο Παρθενώνας είναι σύμβολο ενότητας, κάλλους, μέτρου. Τα γλυπτά του δεν ήταν ανεξάρτητα έργα αλλά τμήματα ενός σώματος, σαν τα άκρα ενός οργανισμού. Η αποκοπή τους ήταν ακρωτηριασμός. Και τώρα, δύο χιλιάδες χρόνια μετά, τα χρησιμοποιούμε σαν props για να ταιριάξουν με την ατμόσφαιρα ενός γκαλά. Η μετάβαση από την ιερότητα στο κιτς είναι ακριβώς αυτό που συμβολίζει η βραδιά.

Κιτς δεν σημαίνει απλώς αισθητική κατωτερότητας. Είναι η βεβήλωση του μέτρου, η στιγμή που το ιερό μετατρέπεται σε ντεκόρ, που το μνημείο χάνει την αλήθεια του και γίνεται αξεσουάρ ισχύος. Είναι το vanitas του καιρού μας, όπου η αρπαγή επιδεικνύεται ως λάφυρο, το τραύμα πλασάρεται ως prestige, και η ιστορία καταντά φόντο ενός θεάματος που αδειάζει τα νοήματα από μέσα τους.

Το δεύτερο τίμημα

Η ιστορία είναι ακόμη πιο ειρωνική αν τη δούμε ιστορικά. Τον 19ο αιώνα, τα μάρμαρα αγοράστηκαν, πληρώθηκαν σαν να ήταν εμπόρευμα. Τα «λύτρα» της εποχής, με αμφισβητούμενα φιρμάνια και συμφωνίες που ακόμα προκαλούν συζητήσεις. Τώρα, δύο αιώνες μετά, πληρώνονται ξανά λύτρα. Όχι για την αγορά, αλλά για το προνόμιο να δειπνήσεις μαζί τους. Δύο χιλιάδες λίρες το κεφάλι, για να καθίσεις στο ίδιο τραπέζι με τη σκιά του Φειδία. Είναι σαν η ιστορία να επαναλαμβάνεται ως φάρσα.

Η ειρωνεία της ασφάλειας

Πόσες φορές δεν ακούσαμε το επιχείρημα ότι στο Λονδίνο τα Γλυπτά προστατεύονται, ενώ στην Αθήνα κινδυνεύουν. Και πόσο πιο ειρωνικό μπορεί να γίνει αυτό το επιχείρημα, όταν το ίδιο το μουσείο επιτρέπει σερβιτόρους με δίσκους, ποτήρια με σαμπάνια, μουσικές, τραπεζομάντιλα να γεμίσουν την αίθουσα. Η ίδια η πράξη δείχνει ότι η «ασφάλεια» δεν είναι αξία, είναι πρόσχημα.

Η στρατηγική της εμπορευματοποίησης

Δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Από την πασαρέλα του Erdem το 2024, μέχρι το Pink Ball του 2025, βλέπουμε ένα μοτίβο. Το μουσείο δεν βλέπει πλέον τα Γλυπτά ως πολιτιστική ευθύνη, αλλά ως εργαλείο marketing. Τα μνημεία γίνονται assets, αντικείμενα προς εμπορευματοποίηση, props για fundraising. Αυτό είναι το πραγματικό σκάνδαλο. Όχι μόνο η προσβολή προς την Ελλάδα, αλλά η απογύμνωση του ίδιου του πολιτισμού από το ιερό του νόημα.

Αυτό που πονά περισσότερο δεν είναι η αλαζονεία, αλλά η αδιαφορία. Το μουσείο δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται να απολογηθεί. Θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να κάνει events με ό,τι θέλει. Είναι το ίδιο ύφος εξουσίας που ακούγεται από την εποχή της αποικιοκρατίας: status quo που δεν χρειάζεται επεξήγηση. Η στάση αυτή είναι πιο προκλητική από το ίδιο το event. Γιατί δηλώνει: «Δεν μας αφορά η συζήτηση, τα Γλυπτά είναι δικά μας».

Το γεγονός αυτό μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους

Πολιτικά, είναι ένα μήνυμα ότι η επιστροφή δεν θα γίνει εύκολα. Κοινωνιολογικά, είναι μια τελετουργία ισχύος. Οι λίγοι γύρω από την πολυτέλεια, οι πολλοί έξω να διαμαρτύρονται. Φιλοσοφικά, είναι η απόδειξη ότι η Δύση έχει χάσει το μέτρο. Από το μέτρο του Παρθενώνα περάσαμε στο υπερβολικό θέαμα του Met Gala. Και πολιτισμικά, είναι το παράδειγμα του πώς μια λεία μετατρέπεται σε kitsch.

Η ελληνική απάντηση

Η Ελλάδα αντιδρά κάθε φορά, με δηλώσεις, με καταγγελίες, με αναφορές στην UNESCO. Και θα συνεχίσει να το κάνει. Μα το ζήτημα είναι άλλο. Το αφήγημα κερδίζεται όχι μόνο με διαμαρτυρίες, αλλά και με την αφήγηση της αλήθειας. Να επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά ότι τα μάρμαρα δεν είναι έργα τέχνης ανεξάρτητα, είναι τμήματα ενός σώματος. Ότι η επανένωση δεν είναι φολκλόρ αίτημα, είναι φιλοσοφική και ιστορική ανάγκη.

Το ερώτημα που μένει: Τι απομένει να σκεφτούμε μετά από αυτή τη βραδιά;

Ότι τρίζουν τα κόκκαλα και τα μάρμαρα. Ότι η ύβρις εξακολουθεί να υπάρχει και να επιδεικνύεται με ακριβοπληρωμένα εισιτήρια. Ότι το ad absurdum της Δύσης είναι να μιλά για φιλανθρωπία την ώρα που σερβίρει σαμπάνιες δίπλα σε λεηλατημένα μνημεία. Η πραγματική επανένωση δεν θα γίνει ποτέ με pink carpets και δείπνα. Δεν θα γίνει με σαμπάνιες, ούτε με instagrammable φωτογραφίες. Θα γίνει όταν το μνημείο πάψει να είναι θραύσμα. Ως τότε, κάθε τέτοια βραδιά είναι ένα ακόμη επεισόδιο στην κωμωδία του κιτς.