Γιατί χορεύουμε; Η απρόσμενη σύνδεση ανάμεσα στην ομιλία και την κίνηση στον ρυθμό
Η ικανότητα να χορεύουμε στη μουσική μπορεί να είναι παράπλευρο αποτέλεσμα της νευρωνικής αρχιτεκτονικής που απαιτείται για την περίπλοκη ομιλία.
Βάλε μια ομάδα ανθρώπων σε ένα δωμάτιο, άνοιξε μουσική με δυνατό beat και μπορείς να είσαι βέβαιη ότι πολλοί θα αρχίσουν να κινούνται, έστω και ανεπαίσθητα. Η παρόρμηση να συγχρονιζόμαστε όταν ακούμε μουσική είναι σχεδόν ακατανίκητη. Γιατί συμβαίνει αυτό. Όπως φαίνεται, η ικανότητά μας να χορεύουμε συνδέεται στενά με κάτι που μοιάζει άσχετο: την ικανότητά μας για σύνθετη ομιλία. Το εντυπωσιακό είναι πως είμαστε σχεδόν οι μόνοι στον πλανήτη που μπορούμε να κινηθούμε σε beat, μαζί με ένα ακόμη «ομιλούν» πλάσμα: τους παπαγάλους.
Μια σπάνια ικανότητα
Ο συγχρονισμός των κινήσεων με έναν ακουστό ρυθμό αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν «αντίληψη και συγχρονισμός στον ρυθμό» είναι ασυνήθιστος στο ζωικό βασίλειο. Πολλά ζώα παράγουν ρυθμικές κινήσεις όπως το καλπασμό ενός αλόγου ή το πέταγμα ενός πουλιού όμως ελάχιστα μπορούν να προσαρμόσουν τον ρυθμό της κίνησης τους σε έναν εξωτερικό ρυθμό που ακούν. Οι άνθρωποι το κάνουν εξαιρετικά καλά. Μεταξύ των υπόλοιπων ζώων ξεχωρίζουν οι παπαγάλοι ως οι πιο αξιόπιστοι «ρυθμοκράτορες». Τα βίντεο με παπαγάλους που κουνούν κεφάλι και πόδια στον ρυθμό δεν είναι απλώς χαριτωμένα. Δείχνουν μια μοναδική γνωσιακή ικανότητα που τα περισσότερα ζώα δεν διαθέτουν.
Το παράλληλο αυτό μοτίβο ανάμεσα σε ανθρώπους και παπαγάλους γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς πως και οι δύο μπορούν να μάθουν πολύπλοκα φωνητικά μοτίβα. Οι περισσότεροι ζωντανοί οργανισμοί έχουν ένα σταθερό σετ ήχων που μπορούν να παράγουν. Κάποια είδη όπως τα ωδικά πουλιά και οι φάλαινες μπορούν να μάθουν νέα φωνητικά μοτίβα ακούγοντας και αναπαράγοντας ήχους του περιβάλλοντος. Είναι φωνητικοί μαθητές. Ο άνθρωπος και οι παπαγάλοι ανήκουν στους «προχωρημένους» φωνητικούς μαθητές επειδή μπορούν να μάθουν πολύ πιο σύνθετα μοτίβα όπως την ανθρώπινη ομιλία.
Το γεγονός ότι αυτές οι δύο ομάδες ζώων μοιράζονται και τις δύο ικανότητες σύνθετη φωνητική μάθηση και συγχρονισμό στον ρυθμό υποδηλώνει ότι οι δεξιότητες αυτές μπορεί να σχετίζονται. Με ποιον τρόπο.
Η πρόκληση του συντονισμού
Για να κατανοήσουμε τη σύνδεση πρέπει να δούμε πόσο κρυφά περίπλοκη είναι η ανθρώπινη ομιλία. Όταν μιλάμε, δεν βγάζουμε απλώς ήχους. Εκτελούμε έναν ακριβέστατο «χορό» ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη του φωνητικού συστήματος. Ο λάρυγγας παράγει τη φωνή και ρυθμίζει το ύψος της, ενώ η γλώσσα, τα χείλη και η γνάθος διαμορφώνουν αυτούς τους ήχους σε συλλαβές και λέξεις. Τα δύο αυτά συστήματα πρέπει να δουλέψουν με εκπληκτική χρονική ακρίβεια.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς πώς αλλάζει το νόημα ενός λόγου ανάλογα με το πού πέφτει η ένταση ή ο τόνος όπως στις διαφορές ανάμεσα στα αγγλικά OBject και obJECT. Οι αλλαγές στο ύψος της φωνής πρέπει να συμβούν ακριβώς τη στιγμή που απαιτεί η συλλαβή. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Κι αυτό είναι δύσκολο, διότι η αλλαγή του τόνου δεν είναι στιγμιαία. Μπορεί να χρειαστεί μέχρι και 100 χιλιοστά του δευτερολέπτου για να μετακινηθεί η φωνή από έναν τόνο σε έναν άλλο. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλος πρέπει να προβλέψει πού θα πέσει η συλλαβή και να ξεκινήσει την προσαρμογή από πριν.
Το πρόβλημα του «σχεδόν ρυθμού»
Αν η ομιλία είχε τέλειο ρυθμό σαν μετρονόμο ο συγχρονισμός των φωνητικών συστημάτων θα ήταν σχετικά απλός. Όμως η ομιλία δεν δουλεύει έτσι. Έχει έναν μέσο ρυθμό αλλά υπάρχει μεγάλη απόκλιση από συλλαβή σε συλλαβή και από λέξη σε λέξη. Αν δοκιμάσεις να χτυπήσεις παλαμάκια μαζί με τις συλλαβές της φράσης «Η Ελίζ γραψε ένα πρόχειρο κείμενο και μετά το επιμελήθηκε» θα το καταλάβεις αμέσως. Η ακανόνιστη ροή είναι και ο λόγος που δεν χορεύουμε με την ομιλία. Δεν είναι αρκετά προβλέψιμη.
Ο εγκέφαλος φαίνεται πως το λύνει δημιουργώντας έναν εσωτερικό ηχητικό ρυθμό, ένα νοητικό χρονολόγιο του ρυθμού που πρόκειται να παραχθεί. Αυτό το εσωτερικό καλούπι λειτουργεί σαν μαέστρος και συγχρονίζει τον έλεγχο του τόνου με την παραγωγή των συλλαβών.
Από την ομιλία στον χορό
Κάπου εδώ μπαίνει ο χορός στο παιχνίδι. Μόλις ο εγκέφαλος εξελίξει τον μηχανισμό που του επιτρέπει να συγχρονίζει πολλά συστήματα κίνησης με έναν ηχητικό ρυθμό, διαθέτει ήδη όσα χρειάζεται για κάτι πιο απλό. Να συγχρονιστεί με έναν εξωτερικό ρυθμό. Έτσι η ικανότητά μας να χορεύουμε μπορεί να προέκυψε ως παράπλευρο αποτέλεσμα αυτό που στη βιολογία περιγράφεται ως «spandrel» της νευρωνικής αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε για την ομιλία.
Η έρευνα στηρίζει αυτή την ιδέα. Οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν και να θυμούνται ακόμη και ακανόνιστα χρονικά μοτίβα μετά από λίγες μόνο εκθέσεις σε αυτά. Αυτό δείχνει ότι το ακουστικό μας σύστημα μπορεί να αποθηκεύει ακόμη και περίπλοκα ή απρόβλεπτα ρυθμικά σχήματα. Επιπλέον τα πειράματα με καθυστερημένη ακουστική ανατροφοδότηση, όπου ο άνθρωπος ακούει τη δική του φωνή με μικρή καθυστέρηση, δείχνουν πόσο καθοριστική είναι η ρυθμική ακουστική πληροφορία για την ομιλία. Όταν η καθυστέρηση είναι περίπου 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου, δηλαδή όσο μια συλλαβή, η ροή της ομιλίας διαλύεται. Και η διαταραχή αυτή οφείλεται κυρίως στη ρυθμική ασυμφωνία, όχι στο ότι ακούμε λάθος ήχους.
Ο ρυθμικά συγχρονισμένος εγκέφαλος
Η νευρωνική αρχιτεκτονική που επιτρέπει τον συγχρονισμό στον ρυθμό δεν έχει χαρτογραφηθεί πλήρως, όμως γνωρίζουμε ότι εμπλέκονται πολλές περιοχές του εγκεφάλου. Οι συνδέσεις ανάμεσα στα ακουστικά και τα κινητικά κέντρα είναι κεντρικές. Παίζουν όμως ρόλο και η παρεγκεφαλίδα, τα βασικά γάγγλια και οι συμπληρωματικές κινητικές περιοχές. Ένα ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι βλάβη σε συγκεκριμένη περιοχή της παρεγκεφαλίδας προκαλεί προβλήματα συντονισμού στην ομιλία και οδηγεί σε υπερβολικά κανονικά διαστήματα ανάμεσα στις συλλαβές, χάνοντας το φυσικό ρυθμικό «τρεμόπαιγμα» της ομιλίας. Αυτό δείχνει ότι η παρεγκεφαλίδα συμβάλλει στη διατήρηση του φυσικού, σχεδόν ρυθμικού χρόνου της ομιλίας.
Γιατί μας νοιάζει
Η κατανόηση του γιατί χορεύουμε έχει σημασία πέρα από την περιέργεια. Ρίχνει φως σε βαθιές εσωτερικές συνδέσεις ανάμεσα σε φαινομενικά άσχετες ανθρώπινες ικανότητες. Η δεξιότητα της σύνθετης ομιλίας ίσως να μας χάρισε άθελά της στοιχεία της μουσικής και του χορού. Η κατανόηση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις για διαταραχές της ομιλίας.
Για τους παπαγάλους η ικανότητα να συγχρονίζονται στον ρυθμό φαίνεται πως παραμένει ένα παράπλευρο αποτέλεσμα χωρίς προφανές εξελικτικό όφελος. Για τον άνθρωπο όμως η ικανότητα να συγχρονίζει την κίνηση με έναν κοινό ρυθμό μπορεί να απέκτησε κοινωνικό νόημα. Μας βοηθά να δεθούμε, να συντονιστούμε ως ομάδα και να δημιουργήσουμε πολιτισμό. Εχει γίνει τόσο αυτονόητο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας που ξεχνάμε πόσο σπάνια είναι αυτή η ικανότητα στη φύση.
Το άρθρο διαβάσαμε στο Psychology Today και το κείμενο είναι προσαρμοσμένο από το βιβλίο «Wired for Words: The Neural Architecture of Language» του Gregory Hickok, MIT Press.
