Αληθινή ιστορία: Η Φανή & η Μαρίνα έχουν διαφορά 127 κιλών αλλά ένα μεγάλο κοινό πρόβλημα

Αληθινή ιστορία: Η Φανή & η Μαρίνα έχουν διαφορά 127 κιλών αλλά ένα μεγάλο κοινό πρόβλημα

 Η Φανή ζυγίζει 164 κιλά δηλαδή 4,5 φορές όσο η Μαρίνα. Η πρώτη πάσχει από νοσογόνο παχυσαρκία και η δεύτερη από νευρική ανορεξία. Απέχουν μεταξύ τους 127 κιλά αλλά μοιράζονται την ίδια αγωνία: τί θα δείξει σήμερα η ζυγαριά;

«Για τους στενούς μου φίλους, είμαι το "φτερό". "Ελα με ποιον είσαι;" "Με το φτερό". Ξέρουν όλοι ότι το "φτερό" είμαι εγώ. Νομίζω ότι αυτό θα μου μείνει ακόμα κι όταν γίνω καλά. Ευτυχώς προλάβαμε και δεν έγινα φτερό στον άνεμο...». Η Μαρίνα, ζυγίζει σήμερα 37 κιλά και 250 γραμμάρια.

«Συχνά μισώ τον εαυτό μου για το πάχος μου. Ταυτόχρονα, σκέφτομαι πως ο Θεός εμένα με έφτιαξε χοντρή. Σαν παιδάκι ήμουν πάντα παχουλό- μικρή ήμουν το "καρπουζάκι" του μπαμπά.». Το πρόσωπο της Φανής, ξεχειλίζει από το παραθυράκι του skype.

Το online ραντεβού μας, ήταν δική της ιδέα. «Δυσκολεύομαι να μετακινηθώ, γιατί έχω τα κιλά μου. Δε μπορώ να οδηγήσω και για να μπω σε ταξί είναι ταλαιπωρία» μου είπε το πρωί στο τηλέφωνο. Ακούστηκε σαν φυλακισμένος που σέρνει από το πόδι μια σιδερένια σφαίρα, βάρους 164 κιλών. Έτσι νιώθει. Στα 35 της, στερείται λόγω του βάρους της, τη «ζωή που τρέχει» όπως λέει.

Σπούδασε νοσηλευτική, αλλά εδώ και τέσσερα χρόνια είναι άνεργη και ζει με τη σύνταξη της μητέρας της. «Σου έφερα ένα παντελόνι μου, πριν κάτσω, για να καταλάβεις τί ζω. Γιατί τώρα, είναι ιστορία να ξανασηκωθώ για να με δεις» μου λέει και ξεδιπλώνει μια πράσινη παντελόνα. Μοιάζει με αλεξίπτωτο πλαγιάς.

Στο παντελόνι της Μαρίνας, χωράει μόνο παιδάκι τρίτης δημοτικού. Η ίδια, είναι 26 ετών, έχει ύψος 1.65 και πριν πάρει τα τελευταία 4 κιλά -μετά από προσπάθεια τριών μηνών, ζύγιζε μόλις 33. Η 20ήμερη νοσηλεία της στο νοσοκομείο, ήταν ένα γερό ταρακούνημα που απέδωσε καρπούς. Τώρα, μιιλάει με ενθουσιασμό για το μεταπτυχιακό στα Χρηματοοικονομικά, από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και αναπολεί τη δουλειά της στην πολυεθνική. «Βρίσκομαι σε άδεια άνευ αποδοχών, μέχρι να πάρω τα πάνω μου. Είμαι στην ανάρρωση.» μου είχε πει στο τηλέφωνο.

Κάθισε απέναντί μου στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, τσεκάροντας μέσα από τα γυαλιά της τα αδιάκριτα βλέμματα που ακολούθησαν το πέρασμα της. Η σερβιτόρα, την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. «Το έχω συνηθίσει. Με κοιτάζουν σαν άλιεν. Δεν επέλεξα να είμαι έτσι» λέει. Προσπαθώ να κρύψω το δικό μου σοκ. Τα δάχτυλα του χεριού της, είναι λεπτά σχεδόν όσο το τσιγάρο που κρατάει και μπορώ να διακρίνω το αποστεωμένο στέρνο της, μέσα από το εφαρμοστό ζιβάγκο.

«Τα πάω καλά. Είμαι συνεχώς καλύτερα. Πριν αρρωστήσω, ήμουν 53-54» με διαβεβαιώνει η Μαρίνα, ρουφώντας τον καφέ της. Δεν έχει μάγουλα. Μόνο ζυγωματικά. Έντονοι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της. Μέσα σε δυο χρόνια έχασε περίπου 20 κιλά. Η Φανή, έχασε 32 κιλά μέσα σε ενάμιση χρόνο, «μόνη μου, με μια καλή διαιτολόγο. Απλώς το αποφάσισα».

«Στα 196 έγινε το κλικ. Διακόσια, είπα, δεν θα γίνεις. Δε θα γίνεις χοντρή!» λέει και ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια. «Για μένα, ήταν ψυχολογικό. Δεν ήθελα αυτό το 2 στον τριψήφιο της ζυγαριάς». Η εισπνοή της ακούγεται, κάθε φορά που κάνει παύση. «Στα κιλά μου στερείσαι πολλά. Απλές καθημερινές δραστηριότητες που για σένα είναι αυτονόητες, όπως το να σηκωθείς από το κρεβάτι ή να κάνεις ένα ντους, για μένα απαιτούν χρόνο και πρέπει να καταβαλλω μεγάλη προσπάθεια" ισχυρίζεται η Φανή. Πριν πέσει στα 164 κιλά, η ζωή της ήταν ακόμα πιο δύσκολη.

«Είχα αρχίσει να βυθίζομαι στην ακινησία. Οποιαδήποτε έξοδος ήταν απαγορευτική -ακόμα βέβαια δεν χωράω στα καθίσματα του σινεμά, δεν οδηγώ και αν μία φορά στο τόσο πάω σούπερ-μάρκετ, ξεχαρβαλώνουν την περιστρεφόμενη είσοδο για να μπω. Έρχεται η "Φανέλα Βαρέλα"- έτσι με φώναζαν στο Γυμνάσιο και γελούσα μαζί τους κι εγώ»

Απολογισμός. «Έχασα δύο γάμους κολλητών μου φίλων, άπειρες βόλτες και καφέδες, διακοπές, μπάνια στη θάλασσα, τη γέννηση του ανιψιού μου. Η ζωή έτρεχε και εγώ ήμουν αποκλεισμένη στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση. Άνεργη, χωρίς μέλλον. Η μητέρα μου, μου έχει απομείνει, η οποία είναι πιο αδύνατη από σένα!» μου λέει.

«Έτρωγες συνέχεια;» τη ρωτάω. «Όχι συνέχεια. Δεν έτρωγα ασταμάτητα όλες τις ώρες. Όταν έτρωγα όμως, έτρωγα πολύ». «Δύο πίτσες ας πούμε;» αναρωτιέμαι. «Δύο πίτσες και μετά δυο σουβλάκια, κινέζικο, πατατάκια, δυο τρία αναψυκτικά, και μετά γλυκά.».

Το ξυπνητήρι στο κινητό της Μαρίνας χτυπάει και βγάζει από την τσάντα της μια μπανάνα και ένα σακουλάκι με αμύγδαλα. «Συγνώμη. Για να μην ξεχνιέμαι βλέπεις… Εντολή διαιτολόγου» λέει. «Δεν ξύπνησα μια μέρα και είπα τέλος, δεν ξανατρώω. Εγιναν όλα σταδιακά. Είχα αυξήσει το τσιγάρο και τον καφέ, ήταν μια φορτωμένη περίοδος στη δουλειά, προσπαθούσα να ξεπεράσω κι ένα στραπάτσο… Βαρβάτος χωρισμός. Αυτή ήταν η αφορμή. Οι αιτίες είναι βαθύτερες. Ήθελα να είμαι κάτι σημαντικό. Ζητούσα προσοχή. Έτσι νομίζω. Ίσως κάνω λάθος. Είχα πάντα χαμηλή αυτοεκτίμηση.» λέει η Μαρίνα και συνεχίζει «υπήρχε μια περίοδος που έτρωγα και έκανα εμετούς. Όχι τόσο από φόβο, να μην παχύνω, όσο γιατί το παραμικρό που έμπαινε στο στομάχι μου, έσκαγε σαν βόμβα.»

«Είχα ξεσυνηθίσει το φαγητό. Αυτό διήρκησε 6-7 μήνες. Την περίοδο αυτή μου χάλασαν πολλά δόντια και άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου. Η περίοδος μου είχε ήδη κοπεί από καιρό. Η μητέρα μου, ζει σε άλλη πόλη, τα μάζεψε όλα και ήρθε στην Αθήνα. "Θα πεθάνεις σαν τα παιδιά της Αφρικής" μου έλεγε κάθε βράδυ. Όσο με πίεζε, τόσο δεν έτρωγα. Κρυβόμουν, σαν τους αλκοολικούς, σαν τους τζογαδόρους- πώς κρύβεται το παιδάκι από τους γονείς; Έτσι κι εγώ. Πέταγα στον ακάλυπτο τα μακαρόνια». Στην πορεία, «σταμάτησα να σιτίζομαι και τότε σταμάτησαν οι καθημερινοί εμετοί. Έτρωγα μόνο μια κρέμα, κάθε βράδυ, έπινα ένα-δυο αναψυκτικά. Και τσίχλες. Άπειρες τσίχλες. Με τις τσίχλες ξεχνιόμουν. Άλλαζε η γεύση μου, ένιωθα ότι κάτι έχω στο στόμα μου. Μιλάμε για 10-12 πακέτα τη μέρα».

«Ο καθρέφτης σου τί έλεγε;» την ρωτάω. «Μου άρεσαν τα στενά παντελόνια- δε θα πω ψέμματα. Βέβαια, όταν έφτασα 40 κιλά -ήταν καλοκαίρι και ήμαστε διακοπές - συνειδητοποίησα ότι έχει εξαφανιστεί το στήθος μου. Ήμουν με το μαγιώ μπροστά στον καθρέφτη. Εκείνη την ώρα κατάλαβα πως ξεπέρασα το όριο. Δεν υπήρχε πισωγύρισμα

Η Φανή δεν πίστευε «ότι εγώ θα γίνω ποτέ αδύνατη κι αυτή η σκληρή παραδοχή, με έσπρωχνε στο φαγητό». Συχνά, όπως λέει, ντρεπόταν για την εμφάνισή της. «Όταν βγαίναμε για φαγητό, φρόντιζα να έχω φάει δυο μερίδες από το σπίτι ώστε μπροστά στους άλλους να τσιμπήσω. Να φάω κανονικά δηλαδή, άλλη μία φορά.»

Τα τελευταία χρόνια, είναι όπως ισχυρίζεται «απομονωμένη και μόνη, στο περιθώριο». Αναφέρει ότι «στην προσπάθεια να θυσιάσω μια σακούλα τυρογαριδάκια και ένα οικογενειακό παγωτό, έπαθα κάποια στιγμή νευρική βουλιμία (σ.σ. το άλλο άκρο της νευρικής ανορεξίας). Πήγαινα στο ζαχαροπλαστείο, έπαιρνα ένα κουτί πάστες, τις έτρωγα στο δρόμο, πήγαινα σπίτι και έκανα εμετό. Κάθε μέρα. Υπήρχαν σκαμπανεβάσματα στο βάρος μου για έξι μήνες. Μια φίλη μου, μου σύστησε έναν ψυχίατρο. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για να συνειδητοποιήσω ότι βρίσκομαι σε τραγική κατάσταση» λέει η Φανή. Ο μεγαλύτερός της φόβος είναι «τί θα βγάλουν οι εξετάσεις αίματος. Θα έχω σίγουρα τα πάντα. Πρέπει να το πάρω απόφαση και να πάω»

«Κοίταξέ με» μου λέει και στηρίζει τα χέρια της στο γραφείο για να σηκωθεί. Όταν τα καταφέρνει, αφήνει ένα βογγητό πόνου «αχ μεσούλα μου» αναφωνεί και περπατάει λίγο πιο πίσω, ασθμαίνοντας. Όρθια μπροστά στην κάμερα, μια γιγάντια ύπαρξη προσπαθεί να σταθεί όρθια και κάνει μορφασμούς πόνου. «Δες εδώ. Αυτά είναι τα πόδια μου. Κι είμαι 35 χρονών» λέει. Η φωνή της είναι θλιμμένη. Έχει στρέψει την κάμερα της οθόνης, στους γλουτούς της: δυο αποθήκες λίπους, που μοιάζουν με ενιαία άμορφη μάζα. «Όταν δω ότι δεν χάνω άλλο, θα μαζέψω λεφτά και θα πάω για χειρουργική επέμβαση».

Κάθε πρωί η Φανή και η Μαρίνα κάνουν το ίδιο βήμα. Η Φανή έχει ταχυπαλμία. Η Μαρίνα «κλείνω τα μάτια στιγμιαία, μέχρι να σταθεροποιηθεί στον αριθμό». Είναι το μεγάλο βήμα πάνω στη ζυγαριά. «Είμαι φορτωμένη με κιλά και δεν βλέπω τον αριθμό. Πρέπει να έχω κάποιον δίπλα να μου τον πει» λέει η Φανή. Η Μαρίνα έχει «ζυγαριά ακριβείας. Μετράω μέχρι και τα γραμμάρια. Διακόσια γραμμάρια για μένα είναι πάρτυ.». Στη ντουλάπα της καθεμίας, ένα παλιό ρούχο, υπενθυμίζει τον στόχο τους. «Στα 52 θέλω να φτάσω. Να μπω στο παλιό μου τζην» λέει η Μαρίνα. «Να πέσω σε διψήφιο. Γίνεται;» λέει η Φανή. «Τότε θα κάνω δώρο στον εαυτό μου ένα μεγάλο ταξίδι. Θα τηλεφωνήσω σε ένα πρακτορείο και θα πω "Καλημέρα, μια θέση για Ταϋλάνδη, για μια χαρούμενη, υγιή, χοντρούλα!»