The Salt Path: Tαινία με τη Gillian Anderson η αληθινή ιστορία της Raynor Winn-Q&Α με τη συγγραφέα
Το The Salt Path κυκλοφορεί στις 3 Ιουλίου στους κινηματογράφους από την The Film Group - Το best seller της Raynor Winn, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, αφηγείται την αληθινή ιστορία ενός ζευγαριού που, μετά την απώλεια του σπιτιού του και μια σοβαρή διάγνωση, διανύει με τα πόδια 630 μίλια στην άγρια ακτογραμμή της Αγγλίας - Μια συγκλονιστική διαδρομή επιβίωσης, αγάπης και ελευθερίας. Μία ταινία που πρέπει να τη δουν όλοι.
Με αφορμή την κινηματογραφική κυκλοφορία της ταινίας Το Μονοπάτι του Αλατιού (The Salt Path), στις 3 Ιουλίου, με πρωταγωνιστές τους Gillian Anderson και Jason Isaacs, το ομώνυμο βιβλίο της Raynor Winn, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, ξανασυστήνεται ως ένα από τα πιο αυθεντικά και ανθεκτικά αφηγήματα επιβίωσης της εποχής μας. Δεν πρόκειται για μυθοπλασία -είναι η πραγματική ιστορία ενός ζευγαριού που χάνει το σπίτι του, βλέπει τη διάγνωση μιας εκφυλιστικής νόσου να κλονίζει το σώμα και την ψυχή, και αποφασίζει να ξεκινήσει μια διαδρομή 630 μιλίων με τα πόδια κατά μήκος της νοτιοδυτικής ακτογραμμής της Αγγλίας. Χωρίς χρήματα, χωρίς σχέδιο, με μια σκηνή και την απόγνωση ως αφετηρία.
Το Μονοπάτι του Αλατιού είναι μια βαθιά πολιτική και υπαρξιακή πράξη. Είναι η επιλογή να μετατρέψεις τη συνθήκη του να είσαι άστεγος σε ελευθερία, τον κοινωνικό αποκλεισμό σε εσωτερική επανατοποθέτηση. Η φύση δεν λειτουργεί ως φόντο -είναι συνομιλητής, αντίπαλος, μητρική φιγούρα και θεότητα μαζί. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και χωρίς ρητορείες, η Winn καταθέτει ένα αφήγημα όπου το «σπίτι» δεν είναι τοίχοι και στέγη, αλλά το χέρι που σου κρατάει το δικό σου όταν όλα γύρω καταρρέουν. Το βιβλίο γνώρισε τεράστια επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, έγινε σύμβολο ανθεκτικότητας και δημιούργησε έναν ολόκληρο πυρήνα αναγνωστών που δεν είδαν σε αυτό μόνο μια προσωπική ιστορία, αλλά και τη δική τους.
Με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας στις 3 Ιουλίου από την The Film Group, συνομίλησα με τη Raynor Winn για όλα όσα δεν χωρούν ούτε στο σενάριο ούτε στα πλάνα: για το πώς νιώθεις όταν βλέπεις τη ζωή σου να ερμηνεύεται από άλλους, για τον Moth που έγινε ήρωας χωρίς να το επιδιώξει, για τη συγγραφή που ξεκίνησε ως δώρο μνήμης και έγινε φωνή κοινωνικής συνείδησης. Η Raynor μίλησε για τη στιγμή που χάνεις τα πάντα και δεν φοβάσαι πια, γιατί δεν έχεις τίποτα άλλο να χάσεις -κι αυτή η ελευθερία, όσο οξύμωρη κι αν ακούγεται, μπορεί να γίνει αφετηρία. Όπως ακριβώς και το περπάτημα. Βήμα το βήμα. Μέχρι να ξαναβρείς το μέσα σου σπίτι.
Κυρία Winn, η ταινία Το Μονοπάτι του Αλατιού, με πρωταγωνιστές την Gillian Anderson και τον Jason Isaacs, κυκλοφορεί στις 3 Ιουλίου. Πώς νιώθετε βλέποντας την ιστορία σας να ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη μέσα από τις ερμηνείες τόσο καταξιωμένων ηθοποιών; Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση σ’ αυτή τη διαδρομή;
Νομίζω ότι από μόνο του το γεγονός πως γυρίστηκε μια ταινία είναι σπουδαίο για μένα. Οι παραγωγοί της ταινίας με προσέγγισαν για πρώτη φορά, και δεν πίστευα ότι θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα. Νόμιζα πως απλώς είχε δοθεί μια επιλογή, και, όπως συμβαίνει με τόσα βιβλία για τα οποία παραχωρείται το δικαίωμα μεταφοράς, δεν θα κατέληγε ποτέ να γίνει ταινία. Όταν όμως μου είπαν ότι θα με υποδυόταν η Gillian Anderson, σκέφτηκα: δεν ξέρω… πώς θα λειτουργήσει αυτό; Γιατί είναι τόσο τέλεια, τόσο γοητευτική, τόσο υπέροχη. Πώς θα μπορούσε να με απεικονίσει σε αυτή την απίστευτα ωμή στιγμή της ζωής μου;
Κι όμως, το κατάφερε απόλυτα. Πήγα να τη δω στο πλατό και αμέσως είδα ότι είχε βυθιστεί πλήρως στον ρόλο, εγκαταλείποντας κάθε αίσθηση ματαιοδοξίας ή προσωπικής προβολής. Αγκάλιασε την ιστορία και ό,τι αυτή μπορούσε να της προσφέρει.
Ο Jason Isaacs ήταν επίσης συγκλονιστικός. Ο τρόπος με τον οποίο αφιερώθηκε στον ρόλο, αφιερώνοντας πολύ χρόνο στην κατανόηση της εμπειρίας του Moth και του τι σημαίνει να ζεις με τη σπάνια νευροεκφυλιστική νόσο CBD (Corticobasal Degeneration), ήταν εξαιρετικός. Ο Jason μελέτησε σε βάθος πώς είναι να ζει κανείς με αυτή την ασθένεια. Συνεργαστήκαμε αρκετά κατά τη διάρκεια της παραγωγής, εστιάζοντας στο συναίσθημα πίσω από μικρές στιγμές της ιστορίας -στο πώς πραγματικά νιώθαμε τότε και πώς αυτό θα μπορούσε να μεταφερθεί στην κάμερα.
Gillian Anderson και Jason Isaacs
@Steve Tanner
@Steve TannerΤι σας άφησαν οι δύο πρωταγωνιστές ως άνθρωποι, πέρα από την ερμηνεία τους; Τι πήρατε εσείς από εκείνους;
Νομίζω πως η Gillian Anderson είχε αγκαλιάσει αυτόν τον ρόλο πριν καν της τον προτείνουν. Είχε ήδη διαβάσει το βιβλίο, είχε ακούσει την ηχογραφημένη εκδοχή, και είχε συνδεθεί προσωπικά με την ιστορία -με πολλούς και βαθιούς τρόπους. Ήθελε να αποκτήσει η ίδια τα δικαιώματα, αλλά τότε είχαν ήδη δοθεί. Κι έτσι ήταν ένας ρόλος που πραγματικά ήθελε να ενσαρκώσει.
Όταν την είδα να παίζει, κατάλαβα πως εκείνο που την κινούσε δεν ήταν απλώς η υποκριτική· ήθελε να εκφράσει το πώς είναι να χάνεσαι μέσα στη ζωή. Αυτό το απόλυτο ξερίζωμα, όταν τίποτα δεν συμβαίνει όπως το περίμενες. Το πώς αντιδράς τότε. Το πώς νιώθεις απέναντι στον εαυτό σου, όταν πια δεν είσαι σίγουρος ποιος είσαι. Κι εκείνη το απέδωσε αυτό -όχι με κραυγή, αλλά με μια βαθιά εσωτερικότητα.
Ο Jason, από την άλλη, είναι μια εκρηκτικά ζωντανή προσωπικότητα. Κι αυτό, είναι σαν να τον συνδέει οργανικά με τον Moth. Όταν τον γνώρισα για πρώτη φορά, μπήκε στην κουζίνα μου, πήδηξε επάνω στον πάγκο και κάθισε εκεί -αυθόρμητος, ανοιχτός, παρών. Και σκέφτηκα: «Ναι, αυτό είναι. Ιδού ο Moth». Εκείνη η ακατέργαστη χαρά για τη ζωή, το «ας την αρπάξουμε και ας τη ζήσουμε», αυτή η αθωότητα που δεν διαπραγματεύεται την ομορφιά της κάθε στιγμής. Αυτό μού έδωσε -και αυτό ένιωσα πως μοιραστήκαμε.
Τώρα που βλέπετε την πορεία σας μέσα από τα μάτια του θεατή, τι έχει αλλάξει στην εσωτερική σας ανάγνωση αυτής της εμπειρίας; Και με ποιους τρόπους νιώθετε ότι σας ενδυνάμωσε, όχι απλώς ως συγγραφέα ή ως αφηγήτρια, αλλά ως άνθρωπο;
Όταν είδα για πρώτη φορά την ταινία, ήταν μια εμπειρία φορτισμένη συναισθηματικά -σχεδόν αφόρητη. Δυσκολεύτηκα πολύ να τη διαχειριστώ. Γιατί, για όλους τους άλλους, είναι μια ιστορία. Για μένα, όμως, είναι η ζωή μου. Είναι σαν ένα απόσταγμα- ένα μικρό, συμπυκνωμένο στιγμιότυπο, που χωράει μέσα του μερικές από τις πιο δύσκολες αλλά και πιο φωτεινές στιγμές της ύπαρξής μου. Αυτό, μόνο του, ήταν συντριπτικό.
Όμως βλέποντας, στη συνέχεια, τις αντιδράσεις του κόσμου, συνειδητοποίησα κάτι βαθύτερο: ότι αυτή δεν είναι μόνο η δική μου ιστορία. Είναι μια κοινή ιστορία -η ιστορία όλων εκείνων των στιγμών που η ζωή μας καταρρέει, και του τρόπου με τον οποίο στεκόμαστε ξανά στα πόδια μας. Νομίζω ότι πλέον βλέπω την ταινία λιγότερο ως κάτι που ανήκει σε μένα, και περισσότερο ως κάτι που μοιράζομαι με τους άλλους. Μια εμπειρία συλλογική. Κι αυτό, με έναν παράδοξο τρόπο, με έκανε να νιώσω πιο δυνατή.
Η ταινία αποτυπώνει μια σχέση έντονη, εύθραυστη αλλά και βαθιά τρυφερή ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές -σχεδόν σαν ένας ιδιωτικός μικρόκοσμος επιβίωσης και αγάπης εντός μιας κατεστραμμένης πραγματικότητας.
Η Raynor Winn με τον σύζυγό της, Moth
Η ταινία καταγράφει μια σχέση έντονη αλλά και τρυφερή μεταξύ των δύο βασικών χαρακτήρων — μια σχέση που φαίνεται να κρατά τους ήρωες όρθιους μέσα στο χάος. Πόσο πιστά αποτυπώνεται στη μεγάλη οθόνη η δική σας προσωπική εμπειρία; Και τι ελπίζετε να κρατήσει το κοινό ως μήνυμα για τη δύναμη της επιμονής και την αναζήτηση νοήματος σε περιόδους βαθιάς κρίσης;
Ο Moth κι εγώ, όταν ξεκινήσαμε εκείνο το μεγάλο περπάτημα, νιώθαμε σαν να είμαστε εμείς οι δυο απέναντι σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν το μόνο πράγμα που παρέμενε αληθινό: η σχέση μας. Ήμασταν μαζί. Και έτσι, όσο περπατούσαμε, όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν να βρίσκονται έξω από εμάς. Αυτός ο δεσμός ήταν που μας κράτησε δυνατούς.
Στην ταινία υπάρχει ίσως μια δόση ανταγωνισμού ανάμεσα στο ζευγάρι. Όμως στην πραγματικότητα, είχαμε ήδη διανύσει μαζί μια μακρά διαδρομή, από τότε που ήμασταν έφηβοι. Είχαμε αντιμετωπίσει σχεδόν τα πάντα ως ομάδα. Και έτσι σταθήκαμε απέναντι και σε εκείνη την πολύ δύσκολη περίοδο -την απώλεια του σπιτιού μας και τη διάγνωση του Moth.
Μεταφέροντας την ιστορία στην ταινία, ο σεναριογράφος επέλεξε να ενσωματώσει κάποιες εντάσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες, κάτι που δεν υπήρχε στον ίδιο βαθμό στην πραγματική μας ζωή. Όμως νομίζω πως αυτό έγινε για να αποτυπωθεί καλύτερα το συναισθηματικό βάρος της κατάστασης -και το πέτυχε εξαιρετικά.
Για εμάς, εκείνη την εποχή της κρίσης, το πιο δυνατό στοιχείο ήταν η σχέση μας. Ούτε για μια στιγμή δεν χάσαμε από τα μάτια μας το τι είχε πραγματική αξία. Δεν ξεχάσαμε τι μετράει. Το να χάσεις όλα τα υλικά πράγματα δεν είναι το τέλος. Είναι απλώς πράγματα.
Είχαμε περάσει είκοσι χρόνια δημιουργώντας αυτό το σπίτι, χτίζοντας την επιχείρησή μας. Μα στο τέλος της ημέρας, όταν όλα είχαν χαθεί, αυτό που έμενε ήταν η σχέση μας. Και νομίζω πως σε στιγμές κρίσης, αυτό είναι και το πιο δύσκολο αλλά και το πιο αναγκαίο: να αναγνωρίσεις τι έχει ουσία και να αποστρέψεις το βλέμμα από όλα τα υπόλοιπα. Γιατί, όταν έρθει η ώρα, τα πράγματα δεν έχουν τόση σημασία.
Πέρα από την προσωπική σας διαδρομή, το έργο σας φωτίζει ένα βαθύτερο κοινωνικό ζήτημα: τη σκληρή πραγματικότητα της επιβίωσης και την αδικία που βιώνουν όσοι ωθούνται στο περιθώριο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η φράση «ο χαμένος τα παίρνει όλα» μοιάζει με ριζική ανατροπή της κανονικότητας. Πιστεύετε πως μέσα από την απόλυτη απώλεια μπορεί κανείς να ανακτήσει κάτι πιο ουσιώδες απ’ ό,τι του στέρησε το σύστημα; Και πώς θα μπορούσε η κοινωνία να πάψει να τιμωρεί εκείνους που έχουν ήδη χάσει τα πάντα;
Νομίζω ότι είναι πραγματικά σημαντικό να αναλογιστούμε πώς αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που είναι άστεγοι -και πόσες προκαταλήψεις κουβαλάμε για το ποιος είναι, τελικά, ένας άστεγος. Έχουμε προαποφασίσει ποια ιστορία του ανήκει, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για εκείνον. Ελπίζω πραγματικά ότι η ταινία αυτή θα λειτουργήσει σαν μια ρωγμή στο βλέμμα. Ότι μπορεί να βοηθήσει τον θεατή να δει ξανά -και να δει αλλιώς.
Όχι μόνο τον άστεγο στον δρόμο, αλλά και τους χιλιάδες ανθρώπους που δεν έχουν πια ένα σπίτι, παρόλο που δεν κοιμούνται στο πεζοδρόμιο. Γιατί σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άστεγοι που δεν φαίνονται -που είναι αόρατοι επειδή δεν πληρούν την εικόνα που έχουμε ταυτίσει με τη λέξη «άστεγος».
Θα ήθελα, πραγματικά, οι άνθρωποι να σταθούν απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα και να καταλάβουν ότι η αστεγία δεν είναι ένας αριθμός. Δεν είναι στατιστική. Είναι άνθρωποι. Είναι άνθρωποι που κάποτε είχαν ζωή, σπίτι, οικογένεια -και η ζωή, απλώς, τους οδήγησε αλλού.
Η διαδρομή σας κατά μήκος του Salt Path δεν ήταν απλώς ένα φυσικό ταξίδι, αλλά μια σιωπηλή, γενναία πράξη αντίστασης απέναντι στην απόγνωση και την αδικία. Πώς αντιλαμβάνεστε σήμερα τη σχέση ανάμεσα στη φύση και την προσωπική ελευθερία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από εκείνο το περπάτημα;
Ναι, ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι γνωρίζοντας, σχεδόν με βεβαιότητα, ότι όταν θα ανοίγαμε εκείνη την πόρτα -ενώ στεκόμασταν κάτω από τις σκάλες κι έξω χτυπούσαν οι δικαστικοί επιμελητές- δεν θα υπήρχε γυρισμός. Ξέραμε πως βγαίνοντας από το σπίτι, θα ήμασταν πλέον άστεγοι.
Η κοινωνία δεν μας προσέφερε καμία λύση. Το σύστημα δεν είχε ούτε στέγη ούτε βοήθεια να μας δώσει. Δεν υπήρχε κανείς να στραφούμε. Το μόνο που μας απέμενε ήταν να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να κάνουμε τη δική μας επιλογή για το πώς θα συνεχίσουμε.
Και αυτό κάναμε. Το να αποφασίσουμε να περπατήσουμε δεν ήταν απλώς μια αυθόρμητη πράξη. Ήταν μια συνειδητή, ριζική απόφαση ζωής. Μια πράξη ανάκτησης ελέγχου.
Όταν είσαι άστεγος, χάνεις τη δυνατότητα να αποφασίζεις -γιατί όλα γύρω σου σε σπρώχνουν, σε περιορίζουν, σου επιβάλλονται. Το να επιλέξεις να περπατήσεις, να κινηθείς, να πεις «από εδώ και πέρα εγώ αποφασίζω», είναι μια πράξη βαθιάς ελευθερίας. Και, νομίζω, αυτό ήταν που μας έσωσε.
Εκεί, πάνω στα ακρωτήρια, η ζωή ήταν δική μας. Ναι, ήταν δύσκολη. Πεινούσαμε. Δεν είχαμε χρήματα. Όμως είχαμε έλεγχο. Είχαμε ελευθερία. Ο φυσικός κόσμος έγινε το ασφαλές μας καταφύγιο. Και όσο προχωρούσαμε και περνούσαν εκατοντάδες άνθρωποι, αρχίσαμε σιγά-σιγά να απομακρυνόμαστε από τον θυμό και την πίκρα που νιώθαμε για την κοινωνία. Κι αυτό που μας έμεινε, ήταν ένας ανοιχτός, απέραντος ορίζοντας -και η ελευθερία που γεννιέται όταν δεν σου έχει μείνει τίποτα.
Ποια είναι η πιο βαθιά αλλαγή που έφερε ο σύζυγός σας, ο Moth, στη ζωή σας -τόσο ως άνθρωπος όσο και ως συγγραφέας; Πόσο καθοριστική ήταν η παρουσία του στο να συνεχίσετε να γράφετε μετά το πρώτο σας βιβλίο; Και τελικά… νιώθετε πως, χάρη σε εκείνον, έχετε γίνει καλύτερος άνθρωπος;
Ο Moth έφερε στη ζωή μου μια αίσθηση ενθουσιασμού και δυνατότητας -αυτή τη διαρκή σπίθα για το τι μπορεί να είναι η ζωή. Ήταν πάντα έτσι. Και αυτό είναι κάτι που ο Jason Isaacs αποδίδει τόσο εύστοχα στην ταινία. Ο Moth είχε -και έχει- μια ανοιχτότητα που δεν είχα ξανασυναντήσει ποτέ μέχρι να τον γνωρίσω.
Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος της ταινίας όπου ο χαρακτήρας λέει: «Όταν μου είπες ότι με αγαπάς, ήταν η πρώτη φορά που μου το είπε κάποιος». Στην ταινία το λέει ο Julian, αλλά για μένα, αυτή η φράση είναι απόλυτα αληθινή -γιατί αυτό που μου έφερε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο Moth, ήταν η αίσθηση του πώς μπορεί να είναι η ζωή όταν τη μοιράζεσαι αληθινά με έναν άλλον άνθρωπο.
Το πρώτο μου βιβλίο δεν γράφτηκε για να εκδοθεί. Δεν γράφτηκε για κανέναν άλλον. Το έγραψα για εκείνον. Επειδή άρχιζε να χάνει τις μνήμες του από το μονοπάτι, και ήθελα να φυλάξω εκείνη τη στιγμή, να τη διασώσω. Να του τη χαρίσω. Δεν θα είχα γράψει ποτέ αυτό το βιβλίο αν δεν ήταν εκείνος. Ήταν ο μόνος λόγος.
Και όμως, γράφοντάς το, άλλαξαν όλα. Ξεκίνησε από εκείνη τη βαθιά, ιδιωτική σχέση, και τώρα έχει φτάσει να αφορά τόσο πολλούς ανθρώπους. Μου έδωσε τη δυνατότητα να μοιραστώ σκέψεις και εμπειρίες που αλλιώς δεν θα τολμούσα ποτέ να εκφράσω. Τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί χωρίς αυτόν στη ζωή μου.
Ξέρετε, την ημέρα που γνωριστήκαμε ήμουν δεκαοχτώ ετών. Κι από τότε, όλα ξεκίνησαν να αλλάζουν.
Μετά το βραβευμένο σας απομνημόνευμα Το Μονοπάτι του Αλατιού, έχετε γράψει δύο ακόμη βιβλία που συνεχίζουν το ταξίδι σας μέσα από τη φύση, την απώλεια και την αυτογνωσία. Πώς διαχειρίζεστε την προσοχή και την πίεση που αναπόφευκτα συνοδεύει την επιτυχία; Και με ποιον τρόπο έχει επηρεάσει αυτή η έκθεση τη δημιουργική σας διαδικασία;
Όποιος έχει διαβάσει το δεύτερο βιβλίο θα γνωρίζει πόσο βαθιά με δυσκόλεψε η έκθεση που έφερε η επιτυχία του πρώτου. Δεν είχα συνηθίσει να αλληλεπιδρώ με τόσο πολύ κόσμο -πόσο μάλλον να βγαίνω μπροστά, να μιλώ σε γεμάτες αίθουσες, να παρουσιάζω δημόσια την ιστορία μου. Ήταν τρομακτικό.
Υπήρξαν στιγμές που, κυριολεκτικά, ήμουν κλειδωμένη στην τουαλέτα και δεν έβγαινα. Το σώμα μου αντιστεκόταν. Αλλά, μέσα από αυτό το άνοιγμα -το να εκτεθώ, να μοιραστώ -συνέβη κάτι απροσδόκητο. Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να μοιράζονται μαζί μου και τις δικές τους ιστορίες. Μου μιλούσαν για το πώς κατέρρευσε η ζωή τους, για το πώς ξανασηκώθηκαν, για το πώς η φύση έγινε το δικό τους καταφύγιο -ή για τα μέσα που βρήκαν για να συνεχίσουν.
Κι εκεί κατάλαβα πως αυτή η ιστορία δεν είναι πια μόνο δική μου. Έχει γίνει κοινός τόπος. Κάτι που μας ενώνει. Τώρα πια είναι η δική μας ιστορία.
Η πεζοπορία μεγάλων αποστάσεων αποτέλεσε για εσάς μια μη συμβατική μορφή αντίστασης -έναν τρόπο επαναπροσδιορισμού της ζωής σας έξω από την κατανάλωση και τις κοινωνικές νόρμες. Πιστεύετε ότι περισσότερες κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν παρόμοιες πρακτικές ως μέσο προσωπικής ή και συλλογικής απελευθέρωσης;
Νομίζω πως, στην ουσία, αυτό που κάναμε ήταν να απορρίψουμε όσα η κοινωνία πίστευε ότι ήμασταν. Να αρνηθούμε την ταμπέλα του "βάρος", του "περιττού", του "εκτός συστήματος". Και, με αυτόν τον τρόπο, ξαναπήραμε τον έλεγχο της ζωής μας. Νομίζω ότι αυτή η πράξη είναι βαθιά απελευθερωτική -ιδίως για όσους παλεύουν καθημερινά με τη ζωή. Το να έχεις αυτή τη δυνατότητα να πεις: «Εγώ θα καθορίσω την πορεία μου, έστω και για λίγο», είναι τεράστιας σημασίας.
Ακόμα και κάτι τόσο απλό όσο το να πεις «σήμερα θα περπατήσω πέντε μίλια -ανεξάρτητα από το τι περιμένουν οι άλλοι από μένα» είναι μια πράξη αυτεξουσιότητας. Και είναι σημαντική.
Εδώ, στην Κορνουάλη, κάποιες τοπικές φιλανθρωπικές οργανώσεις για ανθρώπους που βιώνουν την αστεγία, προτείνουν ακριβώς αυτό: καθημερινές διαδρομές κατά μήκος του παραλιακού μονοπατιού. Και έχουν διαπιστώσει πως αυτή η απλή πράξη -το να βγεις έξω, να κινηθείς, να αναπνεύσεις- απομακρύνει τους ανθρώπους από τη φυλακή της στιγμιαίας απελπισίας και τους ανοίγει το νου σε νέες δυνατότητες. Σε κάτι που υπάρχει πέρα από τον πόνο.
Κι αυτό είναι, νομίζω, το πιο ουσιαστικό δώρο του περπατήματος: το να κάνεις το επόμενο βήμα -και το μεθεπόμενο. Υπάρχει κάτι το σχεδόν πρωτόγονα θεραπευτικό σε αυτή την επαναλαμβανόμενη κίνηση, για την οποία το ανθρώπινο σώμα είναι φτιαγμένο. Καθώς το σώμα κινείται, το μυαλό ησυχάζει. Και μέσα σ’ αυτή την απλότητα, έρχεται η αποδοχή. Έρχεται η ύπαρξη. Και μ’ αυτήν, μια αίσθηση ελευθερίας -ψυχικής ελευθερίας.
Νομίζω πως σ’ αυτόν τον τόπο, σε αυτό το μονοπάτι, μπορείς στ’ αλήθεια να βρεις ξανά τον εαυτό σου.
Κυρία Winn, κλείνοντας, ποιο μήνυμα ελπίδας και αντίστασης θα θέλατε να μοιραστείτε με όσους αυτή τη στιγμή βρίσκονται αντιμέτωποι με την απώλεια, τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό -τόσο μέσα από τα βιβλία σας όσο και μέσα από την ταινία που βασίζεται στη ζωή σας;
Νομίζω πως το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε όταν βρισκόμαστε μέσα σε αυτές τις στιγμές -στις στιγμές του πόνου, της ανατροπής, της απώλειας- είναι να απομακρυνθούμε από το άγχος που προκαλεί το παρελθόν. Από εκείνο το αδιέξοδο του «τι θα μπορούσε να έχει γίνει αλλιώς».
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Δεν μπορούμε να το ξαναγράψουμε. Κι ούτε έχει πραγματικά νόημα να προσπαθούμε να προβλέψουμε ή να σχεδιάσουμε εμμονικά το μέλλον. Γιατί, η αλήθεια είναι, δεν το γνωρίζουμε. Όσο κι αν προσπαθούμε να ελέγξουμε τι έρχεται, κανείς μας δεν ξέρει.
Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να σταθούμε στο τώρα. Να δώσουμε προσοχή σε αυτή τη στιγμή. Να τη ζήσουμε όσο πιο ολοκληρωμένα γίνεται. Να τη νιώσουμε, να την τιμήσουμε, να την αξιοποιήσουμε. Γιατί αυτό είναι το μόνο που έχουμε όλοι μας: το παρόν.
Το παρελθόν έχει φύγει. Το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη. Αλλά το τώρα -αυτός ο παλμός της ύπαρξης- είναι πάντα εδώ. Κι εκεί, μέσα σε αυτή τη στιγμή, μπορεί να γεννηθεί η ελπίδα.
Το Μονοπάτι του Αλατιού: Από 3 Ιουλίου στους κινηματογράφους από την The Film Group
Σύνοψη
Το Μονοπάτι του Αλατιού είναι η συγκλονιστική αληθινή ιστορία του ζευγαριού Ρέινορ και Μοθ Γουίν, οι οποίοι διένυσαν 630 μίλια κατά μήκος της άγριας ακτογραμμής της Κορνουάλης, του Ντέβον και του Ντόρσετ. Αφού εκδιώκονται από το σπίτι τους και ο Μοθ διαγιγνώσκεται με ανίατη ασθένεια, ξεκινούν ένα οδοιπορικό επιβίωσης με ελάχιστα μέσα. Το ταξίδι τους είναι μια συγκλονιστική εξερεύνηση του τι σημαίνει “σπίτι” και αντοχή στη δυσκολία.
Η ταινία βασίζεται στο best-seller της Ρέινορ Γουίν και αποτελεί το κινηματογραφικό ντεμπούτο της βραβευμένης με Tony Μαριάν Έλιοτ. Πρωταγωνιστούν η Τζίλιαν Άντερσον και ο Τζέισον Άιζακς.
Κριτικές
• «Μία ιστορία αγάπης και δύναμης ψυχής που εμπνέει»
• «Μία ταινία που πρέπει να τη δουν όλοι»
• «Καταπληκτικές ερμηνείες από τους Τζίλιαν Άντερσον και Τζέισον Άιζακς»
• «Έξυπνο και γλυκόπικρο δράμα»
• «Γεμάτη ομορφιά και αισιοδοξία για τη ζωή»
• «Δυνατή και συγκινητική αληθινή ιστορία»
• «Ένα κινηματογραφικό ταξίδι που αξίζει να ζήσεις»
Η αληθινή ιστορία
Το 2013, μετά την απώλεια του σπιτιού τους και τη διάγνωση του Μοθ, το ζευγάρι ξεκίνησε ένα πεζοπορικό 630 μιλίων. Η φυσική επαφή φάνηκε να βοηθά τη σωματική και ψυχική υγεία του Μοθ, με τη νόσο του να σταθεροποιείται εντυπωσιακά. Από τις σημειώσεις του ταξιδιού γεννήθηκε το βιβλίο της Ρέινορ, το οποίο πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.
Από το βιβλίο στην οθόνη
Οι παραγωγοί Λόιντ και Μπιάτριθ Λέβιν συγκινήθηκαν από την ιστορία και τη μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη, με στόχο να αποτυπώσουν την αγριότητα και τη θεραπευτική δύναμη της φύσης.
Κάστινγκ
Η Τζίλιαν Άντερσον επιλέχθηκε ως Ρέι για τη δύναμη και την ευαισθησία της. Ο Τζέισον Άιζακς ενσάρκωσε τον Μοθ, τον οποίο γνώρισε προσωπικά και αγάπησε βαθιά, περιγράφοντάς τον ως «αυτοδίδακτο, ταπεινό, με δίψα για γνώση και κατανόηση».
Ο ρόλος της φύσης
Η φύση λειτουργεί ως τρίτος χαρακτήρας στην ταινία. Το φυσικό τοπίο είναι όχι μόνο σκηνικό, αλλά και δοκιμασία για το ζευγάρι. Η σκηνοθέτιδα την παρομοιάζει με θεότητα, που προσφέρει χαρά και ταυτόχρονα σκληρές προκλήσεις.
Τεχνικά στοιχεία
Σκηνοθεσία: Μαριάν Έλιοτ
Σενάριο: Ρεμπέκα Λένκιεβιτς
Ηθοποιοί: Τζίλιαν Άντερσον, Τζέισον Άιζακς, Τζέιμς Λάνς
Διάρκεια: 115’
Είδος: Δράμα
Γλώσσα: Αγγλικά
Χώρα παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο
Διανομή: The Film Group
Μουσική: Κρις Ρόε
Διεύθυνση φωτογραφίας: Ελέν Λουβάρτ
Μοντάζ: Λουσία Ζουκέτι
Το Μονοπάτι του Αλατιού κυκλοφορεί 3 Ιουλίου στους κινηματογράφους από την TFG και τo ομώνυμο Το βιβλίο «Το Μονοπάτι του Αλατιού» κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Με την υποστήριξη του British Council στην Ελλάδα.
