Το «Πες της» στο Θέατρο 104 και η Νικολίτσα Ντρίζη που δίνει υπόσταση σε όσα η πόλη αρνείται να δει

Ανθή Μιμηγιάννη
Το «Πες της» στο Θέατρο 104 και η Νικολίτσα Ντρίζη που δίνει υπόσταση σε όσα η πόλη αρνείται να δει

Γειωμένη, αντισυμβατική και απρόθυμη να ξοδευτεί σε θορύβους, η Νικολίτσα Ντρίζη προσφέρει μία από τις πιο αθόρυβα δυνατές ερμηνείες της χρονιάς. Με αφορμή τον μονόλογο «Πες της» –ο οποίος αποτελεί μια σπάνια συνάντηση με όσα η πόλη σαρώνει σιωπηλά στο περιθώριο της καθημερινότητας– η ηθοποιός μάς μιλά για τη γυναίκα-κούριερ που περιπλανιέται στη σύγχρονη πόλη. Δεσποινίς Ντρίζη, αν μπορούσατε να πείτε μόνο μία φράση σε εκείνη την κούριερ που κουβαλά το βάρος όλων, ποια θα ήταν; «Θα της έλεγα έναν στίχο από ένα αγαπημένο μου τραγούδι: “I am a soldier of my own emptiness I’m a winner”». (…) «Οι γυναίκες πάντα και εκτός σκηνής καλούμαστε να "ακροβατήσουμε" σ’ αυτό το τεντωμένο σκοινί που ενώνει την ευαισθησία με τη δύναμη. Με τα χρόνια καταλαβαίνω ότι η πραγματική δύναμη βρίσκεται όταν δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να προστατεύουμε την ενσυναίσθησή μας αλλά την επικοινωνούμε αβίαστα, με θάρρος».

Πες της ή μάλλον πες της Νικολίτσας Ντρίζη πως υπάρχουν μονόλογοι που χρειάζονται ηθοποιούς σαν εκείνη. Πες της πως σε μια εποχή όπου όλοι διεκδικούν προσοχή εκείνη σε κάνει να την καταλαβαίνεις με τις σιωπές της. Ο τρόπος που πατά στη σκηνή μοιάζει με άνθρωπο που ξέρει καλά πού βρίσκεται, τι κουβαλάει, και τι δεν θέλει να παραστήσει. Χωρίς επιτήδευση, χωρίς φιοριτούρες, μόνο με εκείνη τη γειωμένη εσωτερική ευγένεια που δεν φτιασιδώνεται και δεν «δουλεύει» για εντύπωση. Απλά υπάρχει.

Και κάπως έτσι, το Πες της επιστρέφει στο Θέατρο 104 για δεύτερη σεζόν κι αυτό από μόνο του λέει πολλά. Σε μια πόλη που συνέχεια μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο δέχεται και αναγνωρίζει τις ιστορίες της, η ηθοποιός έχει βρει έναν δικό της τρόπο να τις κρατά ζωντανές χωρίς να τις καπελώνει. Από το Ωδείο Αθηνών μέχρι τον Γλάρο της ομάδας Pequod, από τον Θερμαστή και τις Λουόμενες έως τις συνεργασίες της με τον Αθανίτη, τον Γραμματικό και τον Ξανθόπουλο, η πορεία της δείχνει μια γυναίκα που δεν χρειάζεται να υψώσει τον τόνο για να ακουστεί. Στο Πες της δεν προσεγγίζει τον μονόλογο σαν υλικό προς επίδειξη αλλά σαν υλικό προς κατανόηση. Και αυτό φαίνεται. Σαν να γύρισε το διήγημα του Χρήστου Οικονόμου ανάποδα και να διέσχισε κάθε του λακκούβα χωρίς πρόθεση εντυπωσιασμού. Κι αυτό το περπάτημα, ήσυχο, γειωμένο, υπόγεια συγκινητικό, είναι ο λόγος που η σκηνή την εμπιστεύεται και ο λόγος που θέλουμε να τη δούμε συχνότερα σε τέτοιους ρόλους.

Η ηρωίδα της, μια κούριερ που διασχίζει μια πόλη γεμάτη λακκούβες, μπαλκόνια, φώτα που τρεμοπαίζουν και ζωές που ξηλώνονται στα κατώφλια είναι ο καθρέφτης μιας εποχής όπου όλοι τρέχουν και κανείς δεν ακούει. Η Ντρίζη όμως ακούει. Ακούει τις ιστορίες που κυκλοφορούν σαν υπόγεια ποτάμια, ακούει τον παλμό της πόλης όταν κουράζεται, ακούει τις μικρές αλήθειες που οι άλλοι ντρέπονται να πουν. Όχι επειδή είναι ευαίσθητη, αλλά επειδή είναι παρούσα. Διακριτική και αιχμηρή, γειωμένη και αντισυμβατική, στέκεται πάνω στο κείμενο του Οικονόμου σαν κάποια που έχει περπατήσει αυτά τα πεζοδρόμια ξυπόλυτη. Και ο σκηνοθέτης Αλέξης Βιδαλάκης που ξέρει να ακούει, της έφτιαξε έναν χώρο όπου η σιωπή δεν είναι κενό αλλά αντήχηση σε έναν χώρο όπου η φωνή της γίνεται δρόμος κι ο δρόμος γίνεται ιστορία.

Το «μια φωνή τη φορά» και γιατί οι μονόλογοι έχουν πιο πολύ αξία από ποτέ - Οι 9 που πρέπει να δεις

Η σκηνοθεσία είναι γένους θηλυκού και πράξη ανυπακοής - 7 παραστάσεις για να σε δεις

Q&A με την ηθοποιό με αφορμή την παράσταση

Δεσποινίς Ντρίζη, μια γυναίκα -μια κούριερ- περιπλανιέται στη σύγχρονη πόλη. Εσείς, όταν περπατάτε στους δρόμους της δικής σας Αθήνας, τι ιστορίες ακούτε να σας ψιθυρίζουν τα πεζοδρόμια; Αλήθεια, ποιο είναι το αγαπημένο σας γκράφτι και γιατί;

Πολλές, άπειρες ιστορίες που άλλοτε τα πεζοδρόμια τις ψιθυρίζουν κι άλλοτε τις φωνάζουν. Μικρές καθημερινές, αστείες, παράλογες, σκληρές, τρυφερές, όπως ακριβώς και στο διήγημα του Χρήστου Οικονόμου που είναι ένας καθρέφτης της σημερινής Αθήνας. Το αγαπημένο μου γκράφιτι είναι σ’ ένα στενό στα Εξάρχεια και γράφει “Our struggles are connected, our love spreads”, με τις δύο φράσεις να βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος μιας σπείρας. Είναι ό,τι πιο συγκινητικό και πιο ανακουφιστικό έχω διαβάσει.

Ο μονόλογος αναμετριέται με τη σιωπή και την αορατότητα -έννοιες που ξεπερνούν τη σκηνή. Πιστεύετε πως το θέατρο σήμερα μπορεί ακόμη να λειτουργεί ως πεδίο κοινής εμπειρίας ή έχει γίνει κι αυτό μια μορφή «μοναξιάς με κοινό»;

Μόνο ως πεδίο κοινής εμπειρίας μπορώ να το αντιληφθώ, αν παίρνει μορφή «μοναξιάς με κοινό» είναι μόνο η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα που για μένα είναι, η ζωτικής σημασίας ανάγκη των ανθρώπων να λένε και να ακούνε ιστορίες. Να μοιράζονται συναισθήματα, να συναντιούνται και να εμπνέονται ο ένας από τον άλλον.

Έχετε περπατήσει από τον ρεαλισμό του Τσέχωφ ως την ελληνική ψυχή του Μακριδάκη και τη σιωπηλή ανθρωπιά του Οικονόμου. Ποιο βλέμμα πάνω στον άνθρωπο σάς συγκλονίζει περισσότερο -το ρωσικό, το ελληνικό ή εκείνο που γεννιέται κάθε φορά μέσα σας, όταν τον αντικρίζετε χωρίς ρόλο;

Με συγκινεί, εν γένει, το καθαρό βλέμμα που χωρίς φόβο στρέφεται με κατανόηση και καλοσύνη απέναντι στους ανθρώπους.

Αν το «Πες της» ήταν μουσική, θα είχε ρυθμό εξομολόγησης ή ρυθμό απόδρασης; Είναι για εσάς έργο λύτρωσης ή καθρέφτης της ασφυξίας που ζούμε;

Σίγουρα θα είχε ρυθμό εξομολόγησης. Εξομολόγησης που περνάει άλλοτε από δρόμους φωτεινούς και χαρούμενους κι άλλοτε ασφυκτικούς και σκοτεινούς, για να συναντηθούν στο τέλος στο σταυροδρόμι της αποδοχής και της ουσιαστικής λύτρωσης.

https://www.instagram.com/p/C8wjzJqhVkX/

Ο Αλέξης Βιδαλάκης στήνει τον μονόλογο σαν ακρόαση ψυχής, όχι απλώς παράσταση. Τι σημαίνει για εσάς ένας σκηνοθέτης που ακούει και πώς διαφέρει από έναν που καθοδηγεί;

Νιώθω πολύ τυχερή και ευγνώμων για τη συνεργασία μου με τον Αλέξη. Σίγουρα είναι ένας σκηνοθέτης που ακούει, κι αυτό σημαίνει ότι έχει ένα κανάλι πολύ ανοιχτό τόσο προς το κείμενο όσο και προς τους συνεργάτες του, ότι δεν έχει προαποφασίσει το σκηνικό αποτέλεσμα αλλά, ξέροντας πολύ καλά τι θέλει να επικοινωνήσει στους θεατές, εμπιστεύεται το απροσδόκητο της δημιουργικής διαδικασίας.

Στην εποχή της ταχύτητας, ενσαρκώνετε μια γυναίκα που σταματά για να αφουγκραστεί. Πόσο δύσκολο είναι σήμερα να ακούς στ’ αλήθεια και όχι απλώς να περιμένεις τη σειρά σου να μιλήσεις;

Αυτό που κάνει η ηρωίδα είναι οριακά επαναστατική πράξη στις μέρες μας. Δυστυχώς η εποχή μας έχει πάρα πολλή φασαρία και δύσκολα αντιλαμβανόμαστε ότι κι εμείς οι ίδιοι την παράγουμε, και ακόμη πιο δύσκολα συνειδητοποιούμε ότι μόνο αν ακούμε συναντιόμαστε ουσιαστικά και με τους άλλους και με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Αν η ηρωίδα σας μπορούσε να παραδώσει ένα «πακέτο» στην κοινωνία του 2025, τι θα περιείχε μέσα -οργή, αγάπη ή συγχώρεση;

Νομίζω και τα τρία. Η οργή είναι ένα συναίσθημα ενεργητικό και απαραίτητο απέναντι σε όλα όσα τη γεννάνε. Η αγάπη και η συγχώρεση ανοίγουν τον δρόμο της ουσιαστικής εξέλιξης.

Έχετε συνεργαστεί με δημιουργούς με εντελώς διαφορετικές γλώσσες -από τον κινηματογραφικό στοχασμό του Αθανίτη ως τη σωματικότητα της Μαυρογεώργη και την εσωτερικότητα του Ξανθόπουλου. Τι μαθαίνει ένας ηθοποιός αλλάζοντας τόσο συχνά «γλώσσα» χωρίς να χάσει τη δική του;

Είναι ευχής έργον η συνάντηση με ανθρώπους διαφορετικούς που φέρουν τον προσωπικό τους κόσμο. Η «γλώσσα» δεν χάνεται, απεναντίας εξελίσσεται ή και αν χαθεί, είναι μέρος της διαδικασίας να την ψάχνεις και να τη ξαναβρίσκεις πιο πλούσια.

https://www.instagram.com/p/DI06HLFsQ97/

Έχετε ζήσει την τέχνη σε πολλά της επίπεδα -βραβευμένοι ρόλοι, διεθνή φεστιβάλ, παραστάσεις σε μικρούς χώρους. Ποιο είναι για εσάς το αληθινό μέτρο της επιτυχίας;

Το αληθινό μέτρο της επιτυχίας για μένα είναι να νιώθεις ότι αυτό που κάνεις αφορά τους θεατές, ότι παίρνουν κάτι μαζί τους φεύγοντας. Το αληθινό μέτρο της επιτυχίας της εποχής μας είναι οι θεατές να είναι όσοι περισσότεροι γίνεται, πολύ θεμιτό και αυτό. Σε μια ιδανική περίπτωση, συμβαίνουν και τα δύο.

Ζούμε σε μια εποχή όπου οι μηχανές αρχίζουν να μιμούνται την ανθρώπινη συγκίνηση. Πιστεύετε πως η τέχνη θα παραμείνει ανθρώπινη όσο υπάρχει ρίσκο, ή μήπως η τελειότητα του αλγορίθμου θα γίνει το νέο μέτρο της ψυχής;

Δεν θέλω να αισθάνομαι ότι απειλούμαι από την εποχή που ζω, αντιθέτως θέλω να την αποδέχομαι με ό,τι καινούριο και άγνωστο φέρνει. Δεν ξέρω μέχρι πού μπορεί να φτάσει η τεχνολογία ή με τι σκοπούς τη χειρίζονται οι επιστήμονες, ξέρω όμως σίγουρα κι εμπιστεύομαι ότι πάντα θα στρεφόμαστε σε αυτό το αναλλοίωτο ανθρώπινο στοιχείο που διέπει και ενώνει όλες τις εποχές και αποτελεί αφετηρία οποιασδήποτε τέχνης.

Στην Ελλάδα της μετα-αλήθειας, των κλειστών κυκλωμάτων και των εύκολων χειροκροτημάτων, τι σημαίνει για εσάς αξιοπρέπεια στο επάγγελμα;

Η αξιοπρέπεια αφορά στον προσωπικό διάλογο του καθενός με τον εαυτό του, στις ερωτήσεις που μπορεί να κάνει. Είμαι ειλικρινής; Έντιμος ως προς τις προθέσεις μου; Έχουν συνέπεια οι πράξεις μου με αυτό που πιστεύω; Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις απαντήσεις νομίζω βρίσκεται η αξιοπρέπεια.

Στην εποχή της ψηφιακής αυτοπροβολής, όπου η αποδοχή μετριέται σε likes, πού τελειώνει η ανάγκη για επικοινωνία και πού αρχίζει η ποζεριά;

Είναι ένα όριο που το καθορίζει ο καθένας προσωπικά. Και η ποζεριά της εποχής μας έχει την πλάκα της, όταν φυσικά δεν παίρνει διαστάσεις μεγαλύτερες απ’ αυτές που της αναλογούν, γιατί τότε μιλάμε για μια επικοινωνία που νοσεί. Θαυμάζω τους ανθρώπους που δεν έχουν καμία εφαρμογή και δεν είναι το κινητό η προέκταση του χεριού τους, όπως για τους περισσότερους από εμάς που προσπαθούμε να καλύψουμε μια ανάγκη αποδοχής με πλαστούς όρους. Μένει να αναρωτηθούμε πού αλλού μπορούμε να στραφούμε για να καλύψουμε αυτή την ανάγκη ουσιαστικά.

Οι γυναίκες της σκηνής συχνά καλούνται να είναι ευαίσθητες αλλά αλύγιστες. Εσείς πώς προστατεύετε την ενσυναίσθηση χωρίς να γίνει αδυναμία και τη σκληρότητα χωρίς να γίνει τείχος;

Οι γυναίκες πάντα και εκτός σκηνής καλούμαστε να «ακροβατήσουμε» σ’ αυτό το τεντωμένο σκοινί που ενώνει την ευαισθησία με τη δύναμη. Με τα χρόνια καταλαβαίνω ότι η πραγματική δύναμη βρίσκεται όταν δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να προστατεύουμε την ενσυναίσθησή μας αλλά την επικοινωνούμε αβίαστα, με θάρρος, κι όταν αποδεχόμαστε το γεγονός ότι κάποιες φορές η σκληρότητα και το τείχος που αυτή ορθώνει είναι όχι μόνο θεμιτό αλλά και απαραίτητο.

Έχετε ερμηνεύσει ρόλους που κουβαλούν βαθύ πόνο. Πώς φεύγετε από τη σκηνή χωρίς να πάρετε αυτόν τον πόνο μαζί σας στο σπίτι;

Οι ρόλοι και ο πόνος τους κοιμούνται το βράδυ στο θέατρο. Εγώ φεύγοντας νιώθω τυχερή που κάνω αυτό που αγαπάω, γιατί δεν είναι καθόλου δεδομένο, κι αν οι ιστορίες των ρόλων έχουν αγγίξει τους θεατές νιώθω τυχερή και ευτυχισμένη.

https://www.instagram.com/p/DIYVm-hswdj/

Αν ξαναζούσατε μια στιγμή από την πορεία σας, ποια θα ήταν και γιατί;

Τις πρόβες για το ανέβασμα του «Γλάρου» από την ομάδα Pequod το 2009, γιατί επί τρεις μήνες δώδεκα άνθρωποι ήμασταν απόλυτα συντονισμένοι και ευτυχείς που βρισκόμασταν εκεί, πράγμα που συνεχίστηκε και στις παραστάσεις.

Δεσποινίς Ντρίζη, αν μπορούσατε να πείτε μόνο μία φράση σε εκείνη την κούριερ που κουβαλά το βάρος όλων, ποια θα ήταν;

Θα της έλεγα έναν στίχο από ένα αγαπημένο μου τραγούδι: “I am a soldier of my own emptiness I’m a winner”.

«Πες της» για 2η σεζόν στο θέατρο 104

pes-tis-nikolitsa-drizi.jpg

Μετά από έναν επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων την άνοιξη στο ΚΕΤ, ο μονόλογος «Πες της» με την εξαιρετική ερμηνεία της Νικολίτσας Ντρίζη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Αλέξη Βιδαλάκη, επιστρέφει από τις 24 Νοεμβρίου και για λίγες παραστάσεις στο Θέατρο 104.

Η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του Χρήστου Οικονόμου (εκδόσεις Πόλις, 2023).

Λίγα λόγια για την υπόθεση:

Μια κούριερ περιπλανιέται στη σύγχρονη πόλη.

Από τη μία παράδοση στην άλλη, τριγυρνά σε χιονισμένα βουνά και ασημένιες θάλασσες, σε πάρκα, πλατείες, σε δρόμους απέραντους. Μπαινοβγαίνει σε μεζονέτες, σε βίλες, σε πολυκατοικίες. Κάνει παραδόσεις σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αγενείς και ευγενικούς, βασανισμένους και καλοζωισμένους – σε ανθρώπους που μοιάζουν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα κι άλλους που μοιάζουν να μην ξέρουν τι θα πει κλάμα.

Πόσο πόνο και πόση μοναξιά μπορεί να σηκώσει ο σύγχρονος άνθρωπος;

Πολύ συχνά, κάθεται δίπλα τους και τους ακούει. Άλλες φορές είναι σαν να αφουγκράζεται την ίδια την πόλη. Κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, κάθε δρόμος, κάθε πόρτα που ανοίγει μοιάζει να κρύβει μια καινούργια ιστορία.

Ακολουθώντας την ηρωίδα του στις κούρσες της, μπαίνοντας μαζί της σε σπίτια και σε αυλές, ακούγοντας και καταγράφοντας τις ιστορίες που εισπράττει, ο Χρήστος Οικονόμου συνθέτει ένα μωσαϊκό από εκατοντάδες μικρο-αφηγήσεις· ένα πολύπλευρο πορτρέτο της σύγχρονης Αθήνας, μέσα από τα μάτια μιας εργάτριας της σύγχρονης οικονομίας του delivery και των εφαρμογών.

Πού ξεκινά όμως η πραγματικότητα και πού τελειώνει η φαντασία;

Απόσπασμα από το έργο:

«Καμιά φορά, όταν το φως χαμηλώνει και μεγαλώνουν οι σκιές, μου φαίνεται ότι κυκλοφορώ σ' αυτούς τους δρόμους χρόνια και χρόνια ατέλειωτα, ολόκληρο αιώνα, ότι ξέρω πια κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, πηγαίνω πια με τα μάτια κλειστά, είμαι πια δρόμος κι εγώ, πότε άδειος πότε γεμάτος, πότε με φως πότε σκοτεινός, για να βρεις τον δρόμο πρέπει να γίνεις δρόμος, ναι, αλλά ο δρόμος είναι δρόμος αν δεν τον περπατήσεις, η λαμπάδα είναι λαμπάδα αν δεν ανάψει, το μαχαίρι είναι μαχαίρι αν δεν κόψει; Πες της σ' αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω.»

Κείμενο: Χρήστος Οικονόμου

Σκηνοθεσία: Αλέξης Βιδαλάκης

Ερμηνεία: Νικολίτσα Ντρίζη

Μουσική: Άννα Παπαϊωάννου (Anna VS June)

Φωτισμοί: Νατάσα Πετροπούλου

Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Μακρή

Φωτογραφίες: Στάμος Σέμσης

Φωνή μικρής: Βασιλική Γουρδούπη

Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη

Τρέιλερ:

Πληροφορίες:

Πρεμιέρα 24 Νοεμβρίου

Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

Τιμές: 15 γενική είσοδος/ 12 μειωμένο

Προπώληση:Πες της | Εισιτήρια online! | More.com

Διάρκεια: 70’