Ένα Όσκαρ στο χιλιοειπωμένο Καληνύχτα Κεμάλ του Μάνου & τον κόσμο του Χατζιδάκι που δεν άλλαξε ποτέ
31 χρόνια από τον θάνατο του θρυλικού Έλληνα συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι. «Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ' τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν' αφαιρέσω αυτό τον "τίτλο τιμής" από την πλάτη μου...».
Στην ερώτηση «ποια προσωπικότητα που πέρασε από τούτο τον τόπο θαυμάζεις περισσότερο;» δεν ξέρω πόσες φορές έχω πάρει την ίδια απάντηση: τον Μάνο.
Γεννημένος στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, ο Μάνος Χατζιδάκις ξεχώριζε εξαρχής ως παιδί μιας οικογένειας όπου η μουσική και η τέχνη ήταν αυτονόητα. Στα πρώτα του χρόνια φλερτάρει αβίαστα με το πιάνο και τη σύνθεση, εξερευνώντας το σύμπαν της λογοτεχνίας με το ίδιο πάθος που αργότερα θα αφιέρωνε στη μουσική. Αντισυμβατικός, με ανήσυχο πνεύμα και κριτική ματιά, γρήγορα βαρέθηκε να υπηρετεί τις βεβαιότητες της εποχής του.
Σπουδάζει μουσική με τον Μενέλαο Παλλάντιο, επιχειρεί φιλοσοφικές αναζητήσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά γρήγορα ανακαλύπτει πως οι πραγματικές σπουδές γίνονται στους δρόμους και στα εργαστήρια της πόλης, στα ακατάγραφα τραπέζια των καλλιτεχνικών κύκλων. Δοκιμάζει διάφορες δουλειές, όχι από ανασφάλεια, αλλά από εκείνη την ανάγκη να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και ζύμωση, δίπλα σε συγγραφείς, διανοούμενους, ανθρώπους που μπορούσαν να τον ξυπνήσουν.
Από τις συμπράξεις του με τους σπουδαιότερους θεατρικούς συγγραφείς και σκηνοθέτες της εποχής του μέχρι τις θρυλικές του μουσικές για τον κινηματογράφο, ο Χατζιδάκις διαμόρφωσε ένα ηχητικό σύμπαν που ακουμπά σε όλα τα είδη και ξεφεύγει από κάθε συμβατική κατηγοριοποίηση. Η υπογραφή του διακρίνεται σε ορχηστρικά έργα, τραγούδια, μπαλέτα, μεταγραφές και ενορχηστρώσεις που επανεφηύραν τα όρια της ελληνικής μουσικής ταυτότητας. Πρωτοτυπία, δεξιοτεχνία και μια ακαταμάχητη ικανότητα να γεφυρώνει το λαϊκό αίσθημα με τη σύγχρονη ευαισθησία, διατρέχουν όλη του τη δημιουργία.
Ανάμεσα στις μεγαλύτερες παρακαταθήκες του, ξεχωρίζει η μελοποίηση της ελληνικής ποίησης: Ελύτης, Καβάφης, Σεφέρης και τόσοι άλλοι βρήκαν στη μουσική του το άλφα και το ωμέγα της εκφραστικής τους δύναμης. Κάθε τραγούδι, κάθε μελωδία του Χατζιδάκι, γίνεται κομμάτι της συλλογικής μνήμης, σημαδεύοντας ανεξίτηλα την ιστορία του νεοελληνικού πολιτισμού.
Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι έχει καταγραφεί κατ’ αρχάς από τον ίδιο το συνθέτη και ανασυντάχθηκε από τον Β. Αγγελικόπουλο και την Ρ. Δαλιανούδη. Στην εκδοχή της τελευταίας περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από τα έργα αυτά είναι ανέκδοτα ή ανολοκλήρωτα. Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις είχε επιλέξει και αριθμήσει 51 από τα έργα του που θεωρούσε τα πλέον σημαντικά. Η πλήρης εργογραφία και δισκογραφία του συνθέτη, με τα δικά του εισαγωγικά σημειώματα καθώς και πρόσθετο αρχειακό υλικό είναι προσβάσιμη στον επίσημο ιστότοπό του
Το 1960, ο Μάνος Χατζιδάκις κατέκτησε το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή», με τη φωνή και την παρουσία της Μελίνας Μερκούρη να ντύνουν αξεπέραστα τη μουσική του. Ωστόσο, η πραγματική ιστορία δεν γράφτηκε στο Χόλιγουντ, αλλά στην επιλογή του να αρνηθεί να παραστεί στην τελετή απονομής. Με αυτή τη σιωπηλή, αλλά ηχηρή άρνηση, ο Χατζιδάκις ξεπέρασε το χρυσό αγαλματίδιο και έδωσε το στίγμα του ως δημιουργός που αρνείται να υποταχθεί στο star system, επιλέγοντας τη βαθύτερη ελευθερία της τέχνης του απέναντι σε κάθε εξωτερική επιβράβευση. Μια κίνηση που, τελικά, μένει στη συλλογική μνήμη ως μία από τις πιο γενναίες, ουσιαστικές επαναστάσεις ενός πραγματικά μεγάλου καλλιτέχνη.
«Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ' τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν' αφαιρέσω αυτό τον "τίτλο τιμής" από την πλάτη μου...», θα έλεγε το 1981, στο κείμενο που δημοσιεύεται στο επίσημο site του (www. hadjidakis.gr) με τίτλο «Η Ρωμαϊκή Αγορά έτσι όπως γέννησε τα τραγούδια μου».
Γνωστός για την ευαισθησία και την αντικομφορμιστική του φύση συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν και η περίοδος που γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε σύντομα μια δυνατή φιλία. Η συνεργασία τους ήταν «ηχηρή» και επιτυχημένη ενώ συνοδεύτηκε από πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές -με τον βαθύ αλληλοσεβασμό να είναι δεδομένος.
365 μέρες ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον Μίκη Θεοδωράκη- «Δεν είμαι ήρωας. Οι ήρωες πεθαίνουν νέοι»
Κάτι που παραμένει δεδομένο για τον Χατζιδάκι είναι ο προκλητικά ειλικρινής τρόπος με τον οποίο διατύπωνε τις απόψεις του, συχνά αψηφώντας τα καθιερωμένα. Η στάση του αυτή έχει οδηγήσει πολλούς σύγχρονους μελετητές και δημοσιογράφους να αναρωτιούνται για την πραγματική του πολιτική ταυτότητα, καθώς ο ίδιος αρνήθηκε να χωρέσει σε εύκολες ετικέτες ή ιδεολογικά καλούπια.
«Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής […]. Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει», θα έλεγε ο ίδιος.
Πέρα από τη μουσική, ο Χατζιδάκις άφησε ισχυρό αποτύπωμα και στο ραδιόφωνο, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ (1975-1981) και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην καλλιέργεια της κουλτούρας και της μουσικής παιδείας.
Παρέμεινε αταλάντευτα άνθρωπος της τέχνης μέχρι το τέλος της διαδρομής του, στις 15 Ιουνίου 1994, μεταγγίζοντας στη μουσική το δικό του ρομαντισμό, την αδιαπραγμάτευτη ελευθερία και την έμφυτη επαναστατικότητα. Έφυγε από έναν κόσμο που δεν άλλαξε ποτέ, στα 68 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που συνεχίζει να εμπνέει και να αφυπνίζει.
Ένα Όσκαρ στο χιλιοειπωμένο Καληνύχτα Κεμάλ του Μάνου και τον κόσμο του Χατζιδάκι που δεν άλλαξε ποτέ
Η συνάντηση του Μάνου Χατζιδάκι με τον Νίκο Γκάτσο υπήρξε σημείο καμπής, γεννώντας μια φιλία και συνεργασία που καθόρισε μερικά από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής μουσικής. Από αυτή τη δημιουργική σύμπραξη γεννήθηκε το εμβληματικό «Κεμάλ», ένα τραγούδι που μέσα από την αλληγορική του αφήγηση μιλά για τις διαψεύσεις των ονείρων και των ουτοπιών. Η λυρική ποίηση του Γκάτσου και η μελωδική ευαισθησία του Χατζιδάκι συναντήθηκαν, χαρίζοντας ζωή σε έναν ύμνο για τον χαμένο ιδεαλισμό, τις διαψευσμένες ελπίδες και τη διαχρονική πολιτική ματαίωση- ένα τραγούδι σύμβολο για τον κόσμο που, τελικά, δεν αλλάζει.
Παρά την παγκόσμια αναγνώριση, ο Χατζιδάκις παρέμεινε πιστός στον εσωτερικό του κόσμο. Ένας κόσμος βαθιά ποιητικός, με αξίες, γεμάτος ευαισθησία και πολιτιστική κριτική, ένας κόσμος που δεν άλλαξε, παρά τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις.
Σε αντίθεση με τον εσωτερικό κόσμο -που είναι επαναστατικό το να μένει κανείς πιστός στις ιδέες και στις αξίες του ώστε να εξελίσσεται, την ίδια ώρα το καταχρηστικά χιλιοειπωμένο «Καληνύχτα Κεμάλ» που γράφεται μέχρι και σε κάθε άσχετη ανάρτηση στα social περιγράφει τούτο τον κόσμο που δεν αλλάζει ποτέ και που αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την αίσθηση της αιώνιας ελπίδας για αλλαγή και που σήμερα με αφορμή τα 31 έτη από τον θάνατο του Μάνου καλό θα ήταν να θυμηθούμε τους στίχους του «Κεμάλ» και να δώσουμε ένα Όσκαρ σε τούτο τον κόσμο που δεν άλλαξε ποτέ με την ελπίδα να μην ...το παραλάβει κανείς -όπως ο Χατζιδάκις.
Γιατί η αποδοχή ενός τέτοιου βραβείου θα επιβεβαιώνει για πάντα το «Καληνύχτα».
«Κεμάλ»
Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της Ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...
