Όσο κάποιοι «μαθαίνουν» να γράφουν με ΑΙ, τόσο απομακρύνονται από ποιητές όπως η Δημουλά-Πόσο κρίμα!

Ανθή Μιμηγιάννη
Όσο κάποιοι «μαθαίνουν» να γράφουν με ΑΙ, τόσο απομακρύνονται από ποιητές όπως η Δημουλά-Πόσο κρίμα!

94 χρόνια από τη γέννηση της Κικής Δημουλά και οι λέξεις της έχουν περισσότερη αξία από ποτέ. «Μια κλασσική ερώτηση που υποβάλλεται στους ποιητές είναι, πώς γράφεται ένα ποίημα. Με τόσους τρόπους όσοι και οι ποιητές στον κόσμο. Τώρα, πώς γράφεται ένα καλό ποίημα, ε αυτό πια πραγματικά μόνον ένας Θεός το ξέρει. Πάντως με σκληρή δουλειά και εσωτερικές αιμορραγίες. Με άγρυπνη τη δυσπιστία του ποιητή απέναντι σ' αυτό που γράφει. Με γενναιότητα αυτοκριτικής. Σκίζοντας. Τα καλά ποιήματα που γράφτηκαν ανεμπόδιστα απ' την αρχή ως το τέλος μονορούφι, πιστεύω ότι είναι τόσο σπάνια όσο και η ευτυχία». 

Από αυτά τα λόγια και μόνο, καταλαβαίνεις γιατί κανένας αλγόριθμος δεν μπορεί να υποκαταστήσει γυναίκες που έγραψαν τη δική τους ιστορία, γυναίκες σαν τη Κικη Δημουλά. Γιατί όταν μιλάμε για ποίηση, η γλώσσα δεν είναι μέσο επικοινωνίας αλλά εσωτερικό τοπίο. Είναι ένα είδος πάλης με τη σιωπή, κι ένας τρόπος να διατηρήσεις την αξιοπρέπεια της απορίας -όταν ο κόσμος σου ζητά εξηγήσεις, κατανόηση, απαντήσεις.

Στην εποχή όπου το να «γράφεις» έχει γίνει ταχύρρυθμη δεξιότητα, εξαγωγή περιεχομένου και επανασυσκευασία ιδεών, το ποιητικό βλέμμα χάνεται. Τα παλιά τα χρόνια, τεράστιοι άνθρωποι από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών «τσακώνονταν για λέξεις». Για το πόσο πιο βαριά είναι η μία από την άλλη. Σήμερα, εκπαιδεύονται μοντέλα για να τις προσομοιώσουν. Κάποτε, το γράφειν ήταν κάθαρση. Τώρα είναι περιεχόμενο.

https:

Γεννημένη σαν σήμερα 6 Ιουνίου το 1931, η Δημουλά υπήρξε υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος από το 1949 και ήταν σύζυγος του ποιητή Άθου Δημουλά. Ξεκίνησε να γράφει σε μια εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε να συστηθεί εκ νέου στον εαυτό της. Δημοσίευσε την πρώτη της συλλογή το 1952 και δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητά τον βαθύτερο ήχο πίσω από τις λέξεις. Η ποίησή της είναι μετεωρισμός μεταξύ του καθημερινού και του υπαρξιακού, μεταξύ ειρωνείας και τρυφερότητας, μεταξύ έλλειψης και επινόησης.

Ποιήτρια της απώλειας, της ερωτικής έκλειψης, της μνήμης που αιμορραγεί χωρίς να σπαράζει, η Κική Δημουλά δεν προσπάθησε ποτέ να κερδίσει τους άλλους με στομφώδεις διατυπώσεις. Προσπάθησε να κερδίσει την ίδια της τη δυσπιστία. «Με άγρυπνη τη δυσπιστία του ποιητή απέναντι σ’ αυτό που γράφει» είπε κάποτε. Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο μάθημα που δεν μπορεί να αντιγράψει καμία μηχανή.

https:

Σε μια συγκλονιστική της απάντηση σε μαθήτριες του Αρσακείου το 1996, είπε:

«Η θέση της ποίησης στην εποχή μας και στην κάθε εποχή, πιστεύω, είναι όποια και η θέση ενός ψιλόβροχου σε μια εκτεταμένη και παρατεινόμενη ξηρασία. Δροσίζεται και κερδίζει μόνον όποιος βρίσκεται κάτω απ’ αυτό το τοπικό φαινόμενο».

Όταν διαβάζεις Δημουλά, δεν διαβάζεις για να καταλάβεις –διαβάζεις για να θυμηθείς πόσο βαθιά νιώθει ένας άνθρωπος που δεν αντέχει τις βεβαιότητες.

Η αίσθηση του εύθραυστου, της υπαρξιακής κούρασης, η αντίσταση στο μελό, η υποδόρια ειρωνεία, το παιχνίδι με τη γλώσσα; όλα αυτά σχηματίζουν ένα αποτύπωμα μοναδικό. Όχι απλώς τεχνικά δύσκολο να αναπαραχθεί αλλά υπαρξιακά αδύνατον να κατανοηθεί από έναν μηχανισμό που δεν πονά.

https:

Η Δημουλά υπήρξε γυμνασιοκόριτσο που έγραφε για να αντέξει τη «θολούρα της εφηβείας». Πίστευε στη δύναμη της προσωπικής φωνής, όχι ως φαντασίωση αυθεντικότητας, αλλά ως τραύμα που ζητά μορφή. «Είμαστε προϊόν επιρροών», θα έλεγε με αφοπλιστική ωριμότητα. Όμως ήξερε ότι η ποιητική σφραγίδα προκύπτει μόνο όταν το «προϊόν» νικήσει τις επιρροές του με προσωπικότητα.

Σήμερα, την ώρα που η αγορά κατασκευάζει αφηγήσεις και εξομοιώνει τη γραφή με τη διατύπωση, ποιητές σαν τη Δημουλά μοιάζουν να προέρχονται από άλλο ηλιακό σύστημα. Η ίδια, όταν την ρώτησαν τι προτείνει στις νέες γυναίκες, απάντησε με μία πρόταση που θα ’πρεπε να χαραχτεί έξω από κάθε Υπουργείο Παιδείας:

«Να ξοδεύουν τόση νεότητα την ημέρα όση χρειάζεται για να συντηρείται και να θριαμβεύει η αίσθηση πως την διαθέτουν. […] Να την κατανείμουν έτσι, ώστε κάθε επόμενη φάση της ζωής τους να παίρνει τη μερίδα της […] Για να επιτευχθεί, προτείνω στους νέους, κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, να πίνουν, ένα, το ίδιο πάντα, μεγάλο ηρεμιστικό όνειρο: το γεμάτο όνειρο του μέλλοντος, που είναι όλο δικό τους».

https:

Η Δημουλά δεν έγραφε ποτέ με στόχο να συγκινήσει. Έγραφε για να αντισταθεί. Και σ’ αυτό το «όχι» της προς τον ψευτορομαντισμό, προς το βιαστικό και το απλοϊκό, κρύβεται όλο το μεγαλείο της. Μια γυναίκα που έβαλε την απώλεια να μιλάει καθαρεύουσα, και έκανε την τεχνολογία να γίνεται συνώνυμο της μοναξιάς.

Και τώρα, ενώ τα μεγάλα ερωτήματα πια δεν τα θέτει ο ποιητής αλλά η μηχανή, και τα μεγάλα κείμενα δεν τα υπαγορεύει η σιωπή αλλά ο προτρεπτικός θόρυβος του «περιεχομένου», η Δημουλά που έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου του 2020 επιμένει να στέκεται εκεί: σαν όαση στη βλακεία που «ξερνάει» πολλές φορές η τεχνητή νοημοσύνη.

Αποσπάσματα από συνέντευξη της σε μαθήτριες του Αρσακείου το 1996

Μια κλασσική ερώτηση που υποβάλλεται στους ποιητές είναι, πώς γράφεται ένα ποίημα. Με τόσους τρόπους όσοι και οι ποιητές στον κόσμο. Τώρα, πώς γράφεται ένα καλό ποίημα, ε αυτό πια πραγματικά μόνον ένας Θεός το ξέρει. Πάντως με σκληρή δουλειά και εσωτερικές αιμορραγίες. Με άγρυπνη τη δυσπιστία του ποιητή απέναντι σ' αυτό που γράφει. Με γενναιότητα αυτοκριτικής. Σκίζοντας. Τα καλά ποιήματα που γράφτηκαν ανεμπόδιστα απ' την αρχή ως το τέλος μονορούφι, πιστεύω ότι είναι τόσο σπάνια όσο και η ευτυχία.

Ένας άνθρωπος που έχει γράψει δέκα ή χίλια ποιήματα δεν σημαίνει ότι ξέρει να απαντά. Αντίθετα, είναι το άτομο που συνεχώς ρωτάει, απορεί για το αναπάντητο, και αυτή την απορία κυρίως εκφράζει γράφοντας. Παρ' όλο που δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, γιατί είναι ένας εύκολος τρόπος να ισοπεδώνονται οι αμέτρητες διαφορετικότητες που γεννιούνται από τη λεπτομέρεια, καταλήγω ότι κάθε μορφή τέχνης είναι εν τέλει ένα διαρκές ερώτημα προς έναν αόρατο παντογνώστη, ο οποίος ή δεν απαντά ή απαντά με τον τρόπο του χρησμού ἥξεις ἀφήξεις οὐ... Σ' αυτό το σκοτεινό ατελές του χρησμού, που αλλιώς καλείται και μοίρα μας, έχω δηλώσει την υποταγή μου γράφοντας.

Από τότε που η εφηβεία μετέρχεται και αυτόν τον τρόπο, τον πιο αθόρυβο και ακίνδυνο, για να βγει από την κοσμογονική θολούρα που την περιβάλλει. Ήμουν επομένως γυμνασιοκόριτσο.

Κάθε τι που διαβάζουμε αγαπώντας το, αφήνει ανεξίτηλα τα ίχνη του μέσα μας. Είμαστε προϊόν επιρροών. Το ζητούμενο είναι ο κάθε επίδοξος δημιουργός να μπορέσει να δημιουργήσει γύρω από αυτές τις επιρροές μία αδιαφανή συγκαλυπτική κρούστα, που είναι εν τέλει η προσπάθεια της διαμόρφωσης του λεγόμενου προσωπικού ύφους.

https:

Η θέση της ποίησης στην εποχή μας και στην κάθε εποχή, πιστεύω, είναι όποια και η θέση ενός ψιλόβροχου σε μια εκτεταμένη και παρατεινόμενη ξηρασία. Δροσίζεται και κερδίζει μόνον όποιος βρίσκεται κάτω απ' αυτό το τοπικό φαινόμενο.Τώρα, αν σταματήσουν οι πόλεμοι, οι αδίστακτες αιμοτοχυσίες, η θανατηφόρα πείνα φυλών ολόκληρων, αν στη θέση του φεγγαριού και των ονειροπόλων αστεριών δεν ξεφυτρώσουν πολυκατοικίες, καφετέριες, ντίσκο και μοντέρνα κοιμητήρια, τότε ίσως είναι ποιητικότερος ο αυριανός κόσμος.

Κάθε ποίημα εκφράζει τη στιγμή που γράφτηκε, και μόνο την πτυχή εκείνη που θέλει να εκμυστηρευτεί τη μορφή της, τη διάστασή της στο πρώτο πρόθυμο θέμα να γίνει ο εξομολόγος της. Σε μένα, κατά κανόνα, το θέμα είναι ανύπαρκτο, τρέχουν πίσω του, σαν λαγωνικά, να το ανακαλύψουν δυο-τρεις πλανόδιοι στίχοι, που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να διαθέτουν οξύτατη όσφρηση, κυνηγόσκυλου. Μπορώ ακόμα να πω ότι, αυτοί οι στίχοι-δολώματα είναι κάτι σαν το παρατεταμένο, ανιαρό, και σαν παράφωνο κούρδισμα των οργάνων μιας ορχήστρας, πριν ξεσπάσει η συναυλία.

https:

Οι προτάσεις που είναι οι πρώτες ξαδέλφες των συμβουλών, ο έμμεσος ήπιος τρόπος τους, επιχειρούν να γίνουν μια αυτοσχέδια γέφυρα, η οποία να ενώσει το αγεφύρωτο, τελικά, χάσμα μεταξύ των δύο γενεών. Από τη γέφυρα αυτή περνούν, προφταίνουν να περάσουν, οι συμβουλές, αλλά ποτέ η απήχησή τους. Απομένει λοιπόν να προτείνω κάτι που ακούγεται παράλογο. Κι επειδή οι νέοι έχουν μεγαλύτερη εξοικείωση με το παράλογο παρά με τη λογική, έχω κάποιες ελπίδες ότι μπορεί να περάσει τη γέφυρα.Προτείνω λοιπόν, αυτό το μέγιστο, εφ' άπαξ δώρο, που μας κάνει ο χρόνος, τη νεότητα, να μην την ξοδέψουν τώρα ολόκληρη, τώρα που δεν έχουν ακόμα τα αντισώματα κατά των απογοητεύσεων. Να ξοδεύουν τόση νεότητα την ημέρα όση χρειάζεται για να συντηρείται και να θριαμβεύει η αίσθηση πως την διαθέτουν. Να την κατανείμουν έτσι, ώστε κάθε επόμενη φάση της ζωής τους να παίρνει τη μερίδα της, τη δόση νεανικότητας που, με την ενίσχυσή της μέσα στην ωριμότητα, θα δημιουργείται ένας εξαίσιος συνδυασμός φρεσκάδας και σοφίας, συνδυασμός που ξέρει να διαλέγει τις αξίες, προπάντων ξέρει να βαθμολογεί τις απολαύσεις και να τις παρατείνει. Ούτε λίγο ούτε πολύ, καταδικάζω με τούτη την πρόταση την ασυγχώρητη παράλειψη της φύσης —δεν είναι το μόνο λάθος της— να μην εφοδιάσει τις δύσκολες αδιέξοδες ηλικίες με μιαν ανθηρή, αγέραστη αντιμετώπιση. Ας αποκαταστήσουν οι νέοι αυτή την άδικη συμπεριφορά του χρόνου. Κάτι βέβαια που απαιτεί εγκράτεια. Και εγκράτεια σημαίνει στέρηση, που δεν είναι αγαπητή διόλου στην τάση αδηφαγίας που διακρίνει τη νεότητα. Για να επιτευχθεί, προτείνω στους νέους, κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, να πίνουν, ένα, το ίδιο πάντα, μεγάλο ηρεμιστικό όνειρο: το γεμάτο όνειρο του μέλλοντος, που είναι όλο δικό τους.


* Τα παραπάνω λόγια της είναι απο την εκδήλωση που οργάνωσαν οι μαθήτριες της Α' Λυκείου του Αρσακείου στις 14 Μαΐου 1996 προς τιμήν της Κικής Δημουλά.

Με αφορμή τα 94 χρόνια από τη γέννησή ακολουθούν 10 εμβληματικά ποιήματα της

ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ

Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.

Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.

Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.

Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...

Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

ΓΡΑΜΜΑ

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.

ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ

Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.

Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

Αὐτὴ τὴ μέρα
ἄφησε νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ τὴν ἱστορία μου:
Μελαγχολικός της ζωῆς ἄνεμος εἶμαι
ποὺ νυχτώθηκα καὶ ἀπόμεινα σ᾿ ἕνα χθὲς ἀνάλγητο.

Ἔλα λοιπόν, καὶ μὲ τὰ μάτια σου,
ποῦ ῾ναι καταχνιὰ κι ἐνάστρωση,
τὸ σύθαμπο καὶ τὸ πρωὶ
σὲ μιὰν ἀλλόκοτη σύγκλιση,
ἀνάστειλε τὴ νύχτα μου.

Ἔλα
Κι ἂς εἶναι μοιραῖο πὼς ἀργότερα,
ὅταν ἀνάμεσά μας θ᾿ ἀναδεύεται,
σὲ ἀνυπόφορη μεγέθυνση,
τὸ μυστικό μας τ᾿ ἀδυσώπητο,
-πὼς σημερινοὶ εἴμαστε καὶ ξένοι-
μὲ τὸν ὑποβολέα τῆς πίκρας μου
παμπάλαιο κατευόδιο θ᾿ ἀπαγγείλω πάλι
στὶς ὧρες τὶς ἀγέρωχες,
ποὺ ἀνεβασμένες στὶς σχεδίες τοῦ ἀνέκκλητου
πρὸς ἕνα ἀδηφάγο αὔριο θὰ λάμνουν.

ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ

Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.

Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.

Καὶ διαψεύδομαι.

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ

Σκορπίζουν
τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.

Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ
πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς
χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.
Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχα
ὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.
Ἂς παραδοθεῖ.

Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.
Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια
ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.
Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα
ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ
μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.
Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε
ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ
ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα
ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα
ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση
κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.

Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.

Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ
Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπη
ἂς παραδοθεῖ.
Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε
εἶναι ἡ ἀπουσία μας.

ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ

Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.

Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο
κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.

https: